
Σύναξις τῶν ἁγίων ἐνδόξων 12 ἀποστόλων.
Εορτάζει στις 30 Ιουνίου
Εἰς πᾶσαν τὴν γῆν ἐξῆλθεν ὁ φθόγγος αὐτῶν, καὶ εἰς τὰ πέρατα τῆς οἰκουμένης τὰ ῥήματα αὐτῶν. Ἀλληλούϊα.
Στίχοι
Τιμῶ θεόπτας δώδεκα Χριστοῦ φίλους,
Ἥρωας ἄνδρας καὶ θεοὺς τολμῶ λέγειν.
Δώδεκα εὐκλεέας τριακοστῇ ἀγείρει μύστας
Oἱ ἀνωτέρω δώδεκα Πατριάρχες προεικόνιζαν τούς σημερινούς δώδεκα Ἀποστόλους. Ἀλλά καί τά δώδεκα κουδούνια, πού ἠχολογοῦσαν, ὅταν ἱεράτευε στήν Σκηνή ὁ Ἀρχιερέας Ἀαρών, καί αὐτά, λέω, αὐτούς τούς δώδεκα Ἀποστόλους φανέρωναν. Διότι αὐτοί σάλπισαν καί κήρυξαν σέ ὅλη τήν οἰκουμένη τοῦ σαρκωθέντος Χριστοῦ τήν ἐπιδημία καί τό Εὐαγγέλιο. Γι’ αὐτό καί ὁ Ὠσηέ προφήτευσε, ὅτι δώδεκα δρῦς θά ἀκολουθήσουν στόν Θεό, πού θά ἔλθη στήν γῆ, τό ὁποῖο ἔγινε καί ἔμπρακτα. Καί πολλά ἄλλα τῆς Παλαιᾶς Γραφῆς προεικόνισαν τούς ἱερούς αὐτούς Ἀποστόλους…
Ὁ Υἱός καί Λόγος τοῦ Θεοῦ θέλοντας νά δείξη καθαρώτερα πρός ἐμᾶς τήν ἀγαθότητά του, διάλεξε τούς δώδεκα, κατά τό φαινόμενο εὐτελεῖς μαθητές του καί τούς ἔκανε Ἀποστόλους καί αὐτόπτες τῆς δικῆς του οἰκονομίας. Καί ἀφοῦ μοίρασε σ’ αὐτούς τό Ἅγιο Πνεῦμα «ἐν εἴδει πυρίνων γλωσσῶν», τούς ἀπέστειλε σέ ὅλη τήν ὑφήλιο, γιά νά θεολογοῦν τό τῆς Τριάδος μυστήριο καί τήν θεία οἰκονομία καί γιά νά εὐαγγελίζουν ὅλα τά ἔθνη καί νά τά βαπτίζουν στό ὄνομα τῆς Ἁγίας Τριάδος. Ἔτσι διά μέσου αὐτῶν φωτίσθηκε ὅλη ἡ κτίσις καί πλούτισε τήν Ὀρθόδοξη πίστι, λατρεύοντας εὐσεβῶς τήν Ἁγία Τριάδα καί ὁμολογῶντας τόν ἕνα τῆς Ἁγίας Τριάδος Θεό μαζί καί ἄνθρωπο, τόν Κύριό μας Ἰησοῦ Χριστό. Αὐτούς λοιπόν τούς δώδεκα ἱερούς Ἀποστόλους ὀφείλουμε ὅλοι οἱ Χριστιανοί νά τιμοῦμε καί νά γεραίρουμε ὡς φωστῆρες τοῦ κόσμου καί κήρυκες τῆς εὐσέβειας καί ὡς καθαιρέτες τῆς πλάνης.
Πρῶτος λοιπόν τῶν Ἀποστόλων εἶναι ὁ Κορυφαῖος Πέτρος,
Δεύτερος εἶναι ὁ Ἀπόστολος Παῦλος, ὁ ὁποῖος νίκησε ὅλους τούς Ἀποστόλους, ὑπερισχύοντας ὡς πρός τόν ζῆλο τῆς πίστεως στόν Χριστό καί στούς κόπους. Αὐτός λοιπόν κήρυξε τόν Χριστό ἀπό τήν Ἱερουσαλήμ μέχρι τό Ἰλλυρικό, ὅπως τό λέει μόνος καί, ἀφοῦ ἔφθασε στήν Ρώμη, ἀποκεφαλίσθηκε. Πῶς ὅμως καί ἀπό ποιά ἀφορμή παρακινήθηκε νά πάη στήν Ρώμη, ἀναγκαῖο εἶναι νά διηγηθῶ μέ συντομία στίς φιλήκοες ἀκοές σας, παίρνοντάς τα ἀπό τίς Ἀποστολικές Πράξεις. Ἀφοῦ ὁ μακάριος Παῦλος πῆγε στήν Καισάρεια καί φιλοξενήθηκε, δηλαδή παρέμενε στόν οἶκο τοῦ Φιλίππου, ἑνός ἀπό τούς ἑπτά Διακόνους, πέρασαν λίγες ἡμέρες καί πῆγε ἐκεῖ ἀπό τήν Ἰουδαία ἕνας Προφήτης, ὀνόματι Ἄγαβος, ὁ ὁποῖος εἶπε στόν Παῦλο· «Αὐτά σοῦ λέει ὁ Κύριος μέ ἐμένα· οἱ αἱμοχαρεῖς Ἰουδαῖοι θά δέσουν τά χέρια σου καί τά πόδια σου καί θά σέ παραδώσουν στά ἔθνη». Καί ὁ Ἀπόστολος ἀποκρίθηκε· «Ἐγώ εἶμαι ἕτοιμος, ὄχι μόνο νά δεθῶ καί νά προδοθῶ γιά τόν Χριστό στήν Ἱερουσαλήμ, ἀλλά καί νά πεθάνω». Πηγαίνοντας λοιπόν στήν Ἱερουσαλήμ, συνάντησε τόν ἀδελφόθεο Ἰάκωβο καί ὅσους ἦταν μαζί του καί, ἀφοῦ τούς χαιρέτησε, τούς διηγήθηκε τά μεγαλεῖα, τά ὁποῖα μέ αὐτόν ἔκανε στά ἔθνη ὁ Θεός.
Ὕστερα ἀπό λίγες ἡμέρες, ἀφοῦ συνέλαβαν οἱ Ἰουδαῖοι τόν Παῦλο στό ἱερό, τόν ἔδειραν ἄσπλαγχνα καί, ἀφοῦ τόν ἔδεσαν, τόν ἔβαλαν στήν φυλακή. Τήν ἐρχόμενη ἡμέρα τόν ἐξέτασε ὁ χιλίαρχος, τί φρονεῖ. Καί ὁ Παῦλος ἄρχισε στό μέσο τοῦ συνεδρίου καί διηγήθηκε τήν γέννησι, τήν ἀνατροφή, τήν αὔξησι τῆς ἡλικίας καί τήν μάθησι καί τόν ζῆλο του. Τήν ἑπόμενη ἡμέρα διηγήθηκε, πῶς τοῦ ἐμφανίσθηκε ὁ Χριστός. Πῶς ἔχασε τό φῶς του καί πῶς πάλι ἀνέβλεψε καί ὅτι κατεδίωκε τόν Χριστό ἀπό ἄγνοια, ὕστερα ὅμως, ὅταν τόν γνώρισε ὠς ἀλη-θινό Θεό, τόν κηρύττει σέ ὅλους. Ὅταν ἄκουσαν αὐτά οἱ Ἰουδαῖοι, πού κάθονταν στό Συνέδριο, φώναξαν δυνατά στόν χιλίαρχο λέγοντας· «Σήκωσέ τον ἀπό τήν γῆ αὐτόν». Τότε, ὅταν ἑτοιμάζονταν οἱ στρατιῶτες νά τόν δείρουν, τούς ἀντιστάθηκε ὁ Ἀπόστολος καί εἶπε, ὅτι δέν σᾶς ἐπιτρέπεται νά δείρετε ἀκατάκριτο ἄνθρωπο Ρωμαῖο (διότι ὁ Παῦλος ἦταν Ρωμαῖος, καθόσον οἱ πρόγονοί του ἦταν ὑπήκοοι στούς Ρωμαίους μέ βασιλικό γράμμα, ὅπως ἑρμηνεύει ὁ κριτικός Φώτιος). Ὅταν ἄκουσε ὁ χιλίαρχος αὐτόν τόν λόγο, φοβήθηκε καί δέν τόν ἔδειρε, ἀλλά τόν παρουσίασε στό Συνέδριο, θέλοντας νά μάθη τά περί αὐτοῦ. Καί γιά νά συντομεύσω τόν λόγο, ὁ Παῦλος, ἐπειδή ἐπικαλέσθηκε τόν καίσαρα, πού ἦταν στήν Ρώμη, γιά νά πάη νά κριθῆ ἐκεῖ, γι’ αὐτό πῆγε στήν Ρώμη.
Βρίσκοντας τόν Παῦλο ἐκεῖ μερικοί ἀδελφοί, χάρηκαν πολύ. Ὅταν δέ ὁ Παῦλος παρουσιάσθηκε στόν καίσαρα Νέρωνα,επειδή δέν βρέθηκε σ’ αὐτόν κανένα πρᾶγμα ἄξιο θανάτου, ἀποφασίσθηκε ἀπό τόν Νέρωνα, νά μείνη ἐλεύθερος ὡς ἀθῶος. Ἀπό τότε λοιπόν πῆγε ὁ Παῦλος σέ ξεχωριστό τόπο καί κήρυττε, ὅτι ὁ Χριστός εἶναι Υἱός Θεοῦ πρός ἐκείνους, πού πήγαιναν πρός αὐτόν. Ἀφοῦ λοιπόν πέρασε κάποιος καιρός, ἔγινε στόν Παῦλο θεία ἀποκάλυψι, νά ἀφήση τήν Ρώμη καί νά πάη στήν Ἰσπανία. Ὁπότε, πηγαίνοντας ἐκεῖ ὁ Ἀπόστολος, πολλούς βάπτισε καί ἀσθενεῖς θεράπευσε καί Ἱερεῖς χειροτόνησε καί ὅλους στήριξε στήν πίστι τοῦ Χριστοῦ. Καί πάλι ἀπό τήν Ἰσπανία ἐπέστρεψε στήν Ρώμη. Ἔξω λοιπόν στήν Ρώμη ὄντας, δίδασκε καί ἔκανε νά τρέχη σ’ αὐτόν τό πλῆθος τοῦ λαοῦ. Ἕνας οἰνοχόος τοῦ βασιλιᾶ, σκύβοντας ἀπό ἕνα μέρος ὑψηλό καί προσέχοντας στήν διδασκαλία τοῦ Παύλου, ἔπεσε στήν γῆ καί πέθανε. Ὅταν ἄκουσε αὐτό ὁ Παῦλος, πρόσταξε νά φέρουν σ’ αὐτόν τόν νεκρό. Ὁπότε, ἀφοῦ ἔβαλε ἐπάνω του τά χέρια του καί ἐπικαλέσθηκε τό ὄνομα τοῦ Χριστοῦ, ὤ τοῦ θαύματος!, τόν ἀνέστησε καί τόν παρέδωσε ὑγιῆ σ’ ἐκείνους πού ἔκλαιγαν γι’ αὐτόν. Γι’ αὐτό καί αὐτός πού ἀναστήθηκε πίστεψε στόν Χριστό καί ἀφοῦ δέχθηκε τό Ἅγιο Βάπτισμα, ἀνεχώρησε ἀπό τήν ὑπηρεσία τοῦ βασιλιᾶ. Ὅταν τό ἔμαθε αὐτό ὁ βασιλιάς, πρόσταξε νά παρουσιαθῆ ὁ οἰνοχόος στό βασιλικό του βῆμα. Ὅταν παρουσιάσθηκε τόν ρωτοῦσε ὁ βασιλιάς, ἐάν ἀρνῆται τήν τοῦ Χριστοῦ πίστι. Ὁ οἰνοχόος ἀπάντησε, ὅτι δέν μποροῦν νά μέ χωρίσουν ἀπό τήν ἀγάπη τοῦ Χριστοῦ οὔτε τά ἐνεστῶτα, οὔτε τά μέλλοντα, οὔτε ζωή, οὔτε θάνατος. Ὅταν ἄκουσε αὐτά ὁ βασιλιάς καί ἀπόρησε, πρόσταξε νά κατακαοῦν ἀπό φωτιά, ὅσοι Χριστιανοί βρίσκονται στήν φυλακή καί ὁ Παῦλος νά ἀποκεφαλισθῆ.
Ὁπότε οἱ δήμιοι (δηλαδή οἱ ὑπηρέτες τῶν βασάνων) πῆραν τόν τοῦ Χριστοῦ θεῖο Ἀπόστολο καί τόν ἔβγαλαν ἔξω ἀπό τήν Ρώμη, φροντίζοντας νά τελειώσουν τήν βασιλική προσταγή. Μία δέ γυναῖκα, Περπέτουα ὀνόματι, μέ συνέργεια τοῦ Διαβόλου, ἔχασε τό φῶς τοῦ δεξιοῦ ματιοῦ της. Βλέποντας ὅμως, ὅτι πήγαιναν νά ἀποκεφαλίσουν τόν Παῦλο, συμπόνεσε ἡ καρδιά της καί δάκρυσε. Ὁ δέ Παῦλος εἶπε πρός αὐτήν· «Ὦ γυναίκα, δός μου τό μαντήλι σου καί, ὅταν ἐπιστρέψω, πάλι σοῦ τό δίνω». Ἡ γυναίκα τοῦ ἔδωσε πρόθυμα τό μαντήλι της. Βλέποντας αὐτό οἱ στρατιῶτες, περιγελῶντας, ἔλεγαν στήν γυναῖκα· «Περίμενε, γριά, αὐτόν, πού δέν ἐπιστρέφει πλέον». Ὅταν ἔφθασαν στόν τόπο τῆς καταδίκης, ἑτοίμασαν τόν Ἀπόστολο, γιά νά τόν ἀποκεφαλίσουν. Ὁπότε ἔδεσαν τά μάτια του μέ τό μαντήλι τῆς μονόφθαλμης γυναίκας. Καί ὅταν ἀπέκοψαν τήν ἁγία του κεφαλή, ἔτρεξε αἷμα μαζί μέ γάλα καί ἔβρεξε τά ἐνδύματα τοῦ Ἀποστόλου, τό δέ μανδήλι ἀόρατα δόθηκε στήν μονόφθαλμη γυναίκα καί ἀμέσως χαρίσθηκε σ’ αὐτήν καί τό φῶς τοῦ ὀφθαλμοῦ της. Καί ὅταν οἱ δήμιοι ἀποκεφάλισαν τόν Ἀπόστολο, ἐπιστρέφοντας βρῆκαν τήν γυναῖκα, πού κρατοῦσε στά χέρια της τό μαντήλι ματωμένο, τό ὁποῖο θερμά καταφιλοῦσε καί ἔδειχνε σ’ αὐτούς τόν ὀφθαλμό της ὑγιῆ καί βλέποντα, ἡ ὁποία καί ἔλεγε· «Ζῆ Κύριος, δέν εἶναι ἄλλος Θεός, ἐκτός ἀπό ἐκεῖνον, τόν ὁποῖο ὁ Παῦλος κήρυττε». Ὁπότε καί αὐτοί, ἀφοῦ θαύμασαν τό γεγονός, πίστεψαν στόν Χριστό καί μαζί μέ αὐτήν πῆγαν στόν Νέρωνα, κηρύττοντας μεγαλόφωνα τά μεγαλεῖα του Θεοῦ. Ὁ Νέρων νικημένος ἀπό τόν θυμό, πρόσταξε νά λάβη ὁ καθένας ἀπό αὐτούς διαφορετική τιμωρία. Καί ὁ μέν πρῶτος δήμιος ἀποκεφαλίσθηκε, ὁ δεύτερος σχίσθηκε στό μέσον μέ τό σπαθί καί ὁ τρίτος λιθοβολήθηκε. Ἡ δέ Περπετούα φυλακίσθηκε. Πηγαίνοντας ὅμως σ’ αὐτήν ἡ βασίλισσα καί σύζυγος τοῦ Νέρωνα, μαζί μέ τίς τιμιώτερες γυναῖκες τῆς Ρώμης, διδάχθηκαν ἀπό ἐκείνη τήν ἀληθινή καί βέβαιη πίστι τοῦ Χριστοῦ καί μέ τό Ἅγιο Βάπτισμα τελειώθηκαν. Ὅταν ἔμαθε αὐτά ὁ Νέρων, τήν μέν Περπετούα τήν ἔδειρε ἀρκετά καί κατόπιν, ἀφοῦ ἔδεσε στόν λαιμό της μία πέτρα τοῦ μύλου, τήν ἔρριξε στόν βυθό. Τίς ὑπόλοιπες ὅμως γυναῖκες τίς ἀποκεφάλισε, ἐπειδή δέν θέλησαν νά ἀρνηθοῦν τόν Χριστό. Βρῆκε ὅμως ἡ θεία ἐκδίκησι τόν ἀσεβῆ Νέρωνα. Διότι αὐτός, ἐπειδή μισήθηκε ἀπό τόν λαό τῆς Ρώμης, ἔφυγε ἀπό τό βασίλειο καί βάδιζε μέσα στά δάση καί τά λαγκάδια, προτιμῶντας περισσότερο νά πεθάνη, παρά νά ζῆ. Ὁπότε ταλαιπωρημένος ἀπό τό κρύο καί τήν πεῖνα, μέ κακό τρόπο τελείωσε τήν ζωή, γενόμενος τροφή στά θηρία ὁ ἀσεβής καί παρανομώτατος.
Ἀπολυτίκιον. Ἦχος γ’. Τήν ὡραιότητα.
Ὡς δωδεκάπυρσος, λυχνία ἔλαμψαν, οἱ Δωδεκάριθμοι, Χριστοῦ Ἀπόστολοι, Πέτρος καί Παῦλος σύν Λουκᾷ, Ἀνδρέας καί Ἰωάννης, Βαρθολομαῖος Φίλιππος, σύν Ματθαίῳ καί Σίμωνι, Μᾶρκος καί Ἰάκωβος, καί Θωμᾶς ὁ μακάριος, καί ηὔγασαν τούς πίστει βοῶντας· χαίρετε Λόγου οἱ αὐτόπται.
Κοντάκιον. Ἦχος δ’. Ὁ ὑψωθείς ἐν τῷ Σταυρῷ.
Ἡ δωδεκάχορδος και εὔσημος νάβλα, τῶν πανευφήμων καί σοφῶν Ἀποστόλων, ἐμπνεομένη Πνεύματος ταῖς θείαις αὐγαῖς, πᾶσι μέν ἐκήρυξεν, εὐσεβείας τόν φθόγγον, γλώσσας δέ ἐφίμωσεν, ἀσεβείας τῷ λόγῳ· οὓς εὐφημοῦντες εἴπωμεν τρανῶς· χαίρετε μύσται, Χριστοῦ καὶ διάκονοι.