Η αγία Ραχήλ της Μονής Μποροντίνο (+ 1928)
Εορτάζει στις 27 Σεπτεμβρίου
Η αγία μοναχή Ραχήλ (κατά κόσμον Μαρία Κορότκοβα) γεννήθηκε το 1833 σε μια πλούσια οικογένεια εμπόρων τσαγιού, του Μιχαήλ και της Μελάνης Κορότκοβ, στην πόλη Dorogobuzh της επαρχίας Σμολένσκ.
Το 1847 στα 14 της, μαζί με μία παρέα 6 φίλων, πήγαν για ένα καλοκαιρινό προσκύνημα στην Λαύρα των Σπηλαίων του Κιέβου, στον τάφο του Αγίου Θεοδοσίου. Μόλις είδαν το τεράστιο πλήθος των προσκυνητών πίστεψαν πως δεν θα καταφέρουν να προσκυνήσουν. Μετακίνουμενοι μέσα στο πλήθος σαν να τους έπαιρνε ένα κύμα βρέθηκαν μπροστά στον τάφο του Αγίου Θεοδοσίου. Η Μαρία προσευχόνταν θερμά, εκφράζοντας την επιθυμία της να γίνει μοναχή. Δίπλα στο λείψανο του Αγίου στεκόνταν ένας σεβάσμιος και ευγενικός μοναχός ο οποίος της τράβηξε την προσοχή. Φαινόνταν σαν να είχε διαβάσει την σκέψη της και της είπε ότι ο Θεός είχε εισακούσει τις προσευχές της και πως θα εκπληρώνονταν η επιθυμία της. Επίσης της είπε ότι εκείνος βρίσκεται πάντα εκεί. Έμεινε στην Λαύρα με τους φίλους της για 12 ακόμη ημέρες όμως δεν μπόρεσε να ξαναδεί τον μοναχό εκείνο. Κατά την επιστροφή της στο σπίτι, ένας δια Χριστόν σαλός πλησίασε την Μαρία και φώναξε: «Μίλησες με τον ίδιο τον Άγιο Θεοδόσιο» και ότι αυτό είναι ένα άγιο κορίτσι.
Μετά από λίγο καιρό πέθανε η μητέρα της. Στα 16 της χρόνια η Μαρία είχε δεχθεί πολλές προτάσεις γάμου τις οποίες με διάφορες προφάσεις αρνιόνταν.
Όταν ήταν δεκαεπτά ετών η Αγία Ραχήλ τραυμάτισε το μάτι της ενώ μαγείρευε μανιτάρια. Καθώς ο πόνος δεν υποχωρούσε έθεσε την ελπίδα της στην Παναγία και ζήτησε από τον πατέρα της την άδεια να πάει στο μοναστήρι του Μπολντίνο να προσευχηθεί στο λείψανο του Αγίου Γερασίμου Μπολτίνσκυ (1490 – 1 Μαΐου 1554) και στην θαυματουργή εικόνα της Παναγίας. Πράγματι ταξίδεψε στο μοναστήρι και προσευχήθηκε θερμά. Κατά την διάρκεια της Παρακλήσεως προς τον Άγιο Γεράσιμο, ένας μοναχός άλειψε με λάδι από το καντήλι του Αγίου το μάτι της. Ο πόνος εξαφανίστηκε και θεραπεύτηκε εντελώς. Τότε άκουσε μία εσωτερική φωνή να της υπενθυμίζει ότι είχε κάνει μία υπόσχεση.
Στα 18 της χρόνια θέλησαν να την παντρέψουν με έναν πλούσιο έμπορο. Ζήτησε άδεια από τον πατέρα της να πάει στο μοναστήρι της Αναλήψεως για να προσευχηθεί στην εικόνα της Παναγίας του Σμόλενσκ για αυτόν τον γάμο. Φτάνοντας εκεί ζήτησε από την ηγουμένη να την πάρει ως δόκιμη. Επίσης της ζήτησε να γράψει ένα γράμμα στον πατέρα της και να του εξηγήσει την κατάσταση. Ο πατέρας της έδωσε την συγκατάθεσή του.
Η Αγία Ραχήλ τελούσε με ζήλο το διακόνημά της. Οι άλλες μοναχές την ζήλευαν. Εκείνη τα αντιμετώπιζε όλα με υπομονή, προσευχή και αγάπη. Μία φορά που είχε διακόνημα στην κουζίνα οι άλλες αδελφές την παραπλάνησαν σχετικά με τον αριθμό των μερίδων που έπρεπε να ετοιμάσει.
Έπρεπε να θρέψουν και τους εκατοντάδες εργάτες που είχαν φτάσει για εργασία στο μοναστήρι. Η Αγία Ραχήλ όμως σήκωσε τα χέρια της και προσευχήθηκε για βοήθεια στην Παναγία. Μετά από μια σύντομη, αλλά θερμή προσευχή, επέστρεψε στην κουζίνα και άρχισε να διανέμει ήσυχα το φαγητό. Και τότε συνέβη ένα θαύμα. Και οι άλλες μοναχές έμειναν έκπληκτες όταν είδαν πως το φαγητό όχι μόνο έφτασε, αλλά και περίσσεψε. Μη θέλοντας να τραβήξει την προσοχή επάνω της μετά από αυτό το θαύμα,αποφάσισε να φύγει από την Μονή της Αναλήψεως και να φέρει τον άθλο της περιπλάνησης και της δια Χριστόν πτωχειας. Τη νύχτα πριν από τη φυγή, η Μαρία την πέρασε στην προσευχή και αποκοιμήθηκε το πρωί, με το κεφάλι ακουμπισμένο στο Ευαγγέλιο. Όταν ξύπνησε, το άνοιξε και διάβασε στον Ματθαίον κεφ.16,24 ” εάν κανείς θέλει να περπατήσει μαζί μου, ας αρνηθεί τον εαυτό του και να πάρει το σταυρό του και ας με ακολουθήση” («Ει τις θέλει οπίσω μου ελθείν, απαρνησάσθω εαυτόν και αράτω τον σταυρόν αυτού, και ακολουθείτω μοι».) Αυτά τα λόγια τα πήρε ως ευλογία του Θεού.
Ταξίδευε χωρίς χαρτιά, γι’ αυτό φοβόταν μην την κυνηγήσουν, και την στείλουν πίσω στον πατέρα της και έτσι ακλουθούσε τους πιο ήσυχους δρόμους και απόμερους τόπους. Θέλοντας να προστατευτεί κατά τη διάρκεια του ταξιδιού από κάθε ψυχική και σωματική βλάβη, προσευχήθηκε θερμά στην Μητέρα του Θεού και της παρέδωσε τον εαυτό της.
Η Πάναγνη Θεοτόκος εισάκουσε της ικεσίες της και της εμφανίστηκε, δίνοντάς της την υπόσχεση να είναι προστάτριά της.
Περπάτησε χιλιάδες μίλια, επισκέφτηκε πολλά μοναστήρια και σπίτια (υπάρχει μια εκδοχή ότι έφτασε ακόμα και στην Ιερουσαλήμ). Τα ρούχα της σύντομα κουρελιάστηκαν, τόσο που δεν κάλυπταν το σώμα της αρκετά, γι’αυτό έπαιρνε τα φθαρμένα ρούχα που πέταγαν χωρικοί, και μερικές φορές φόρεσε κι αντρικά ρούχα . Τα πόδια της είχαν πληγές από τις αιχμηρές πέτρες, γιατί σχεδόν πάντα περπατούσε ξυπόλητη. Οι βαθιές ουλές στα πόδια της φαίνονταν μέχρι τον θάνατο της. Με ευγνωμοσύνη δεχόταν την φροντίδα που της πρόσφεραν συμπονετικοί άνθρωποι στις σύντομες στάσεις ανάπαυσης.
Το 1861, η Μαρία σταμάτησε στο δάσος Svyatogorsk της επαρχίας Χάρκοβο, όπου ζούσε ο Άγιος γέροντας Ιωάννης ο προορατικός ασκητής, μαθητής των Γερόντων του Γκλινσκ. Της είπε πολλά πράγματα που στη συνέχεια εκπληρώθηκαν. Την ευλόγησε να αφήσει τη σκληρή ζωή της προσκυνήτριας και να συνεχίσει να υπηρετεί τον Θεό σε μονή. Φεύγοντας από το Svyatogorye, η μοναχή πήγε προς τα βόρεια, πέρα από τη Μόσχα, με επιστολή του προς την ηγουμένη του μοναστηριού Σερπουκχωβ.
Το 1867, η πνευματικά έμπειρη ασκήτρια Μαρία εισήλθε στο μοναστήρι Βεδένσκι Βλάντιτσνυ.
Μία φορά συναντήθηκε στο δάσος με τον μεγάλο δούκα Κωνσταντίνο Νικολάγιεβιτς και με την βασιλική οικογένεια. Όταν του είπε την ιστορία της και γιατί δεν έχει τα απαραίτητα έγγραφα, εκείνος γρήγορα της έδωσε ένα γράμμα και μία δωρεά για την Μονή Βλαντίτσνυ.
Η Αγία Ραχήλ έμεινε στην Μονή Βλαντίτσνυ για 10 χρόνια.Η ρασοφορία της έγινε από τον μητροπολίτη άγιο Φιλάρετο Μόσχας και πήρε το όνομα Παυλίνα.
Το 1871 εκλέχθηκε ηγουμένη στην Μονή Μποροντίνο η γερόντισσα Αλεξία η οποία έφερε μαζί της στο μοναστήρι την ρασοφόρα Παυλίνα (Αγ.Ραχήλ). Το διακόνημά της ήταν στην κουζίνα. Όντας σε αυτό το διακόνημα δεν μπορούσε να παρευρίσκετε πάντα στις ακολουθίες. Έτσι ζητούσε από την Βασίλισσα των Ουρανών καθοδήγηση και βοήθεια. Νοερώς πάντα ήταν ενώπιον του Θεού προσευχόμενη.
Πολλές φορές ήταν χαρούμενη με τις εμφανίσεις της Μητέρας του Θεού και με άλλα θαυμαστά σημεία που την ενίσχυαν στην διακονία της.
Στις 13 Μαρτίου 1885, τη δεύτερη εβδομάδα της Μεγάλης Σαρακοστής, εκάρη μοναχή με το όνομα Μητροδώρα. Και της δόθηκε το διακόνημα της βηματάρισσας, να περιποιείται δηλ. το Άγιο Βήμα. Πριν από αυτό είχε δει ένα σημαντικό όνειρο, στο οποίο ο άγιος Θεοδόσιος του Κιέβου-Pechersky, ευλογώντας την για μια νέα διακονία, της έδωσε ένα θυμιατήρι με κάρβουνα αναμμένα και θυμίαμα.
Διακονούσε με μεγάλο σεβασμό και φόβο Θεού, γι’ αυτό ο Κύριος την προίκισε με θαυμάσιες αποκαλύψεις.
Έβλεπε τους αγγέλους που διακονούσαν τους ιερείς, έβλεπε ένα λευκό περιστέρι, που επισκίαζε τα Τίμια Δώρα, έβλεπε ανοιχτούς τους ουρανούς κατά τη διάρκεια του Χειρουβικού Ύμνου, έβλεπε ακόμα την εσωτερική κατάσταση των λειτουργών ιερέων. Με τη θαυματουργή αγιότητάς της είχε επίσης την ικανότητα, με γυμνά χέρια, να βάζει τα αναμμένα κάρβουνα στο θυμιατήρι χωρίς την παραμικρή βλάβη.
Την εποχή εκείνη απέκτησε το διορατικό χάρισμα, ενώ προέβλεπε το τέλος των μοναχών.
Ωφελήθηκε πολλή από τον Στάρετς Αμβρόσιο της Όπτινα (10 Οκτωβρίου 1891).
Από την ίδρυσή της, η Μονή Μποροντίνο είχε την ειδική αποστολή να κάνει προσευχή για την ανάπαυση των στρατιωτών που έχασαν την ζωή τους για την Πίστη, τον Τσάρο και την πατρίδα στην περίφημη μάχη του Μποροντίνο εκεί στις 7 Σεπτεμβρίου το 1812, στην πιο αιματηρή μάχη των Ναπολεόντειων Πολέμων, με τον Μιχαήλ Κουτούζοφ.
Με ιδιαίτερη αγάπη έκανε την διακονία να διαβάζει το Ψαλτήρι για τους νεκρούς και να τους μνημονεύει, και έλεγε ότι από αυτό υπάρχει “αμοιβαίο πνευματικό όφελος” και όλοι οι στρατιώτες από την ουράνια βασιλεία που έπεσαν εκεί θα τους προστατεύουν. Συχνά στον ουρανό πάνω από τον τόπο έβλεπε πολεμιστές ντυμένους με λευκούς μανδύες, στεφανωμένους με στεφάνια νίκης.
Υποβλήθηκε σε σκληρές επιθέσεις από τον πρωταρχικό εχθρό. Δαίμονες με θυμό προσπάθησαν να την εκφοβίσουν με διάφορους τρόπους, ακόμα και μέσω ανθρώπων! Όμως, όλα αυτά τα διέλυε με την δύναμη της πίστης και της μεγάλης ταπεινοσύνης, ανεβαίνοντας από δύναμη σε δύναμη με την προσευχή.
Ήταν ήδη ογδόντα ετών, όταν πληροφορήθηκε άνωθεν για την κουρά της του μεγάλου σχήματος. Στις 17 Νοεμβρίου 1915, έγινε μεγαλόσχημη με το όνομα Ραχήλ.Τώρα πια με το προορατικό και το διορατικό της χάρισμα καθοδηγούσε πνευματικά τις μοναχές και τους προσκυνητές της μονής. Εργάστηκε σκληρά, παρηγορούσε και ενθάρρυνε όσους ήταν εγκαταλειμμένοι και συχνά τους προετοίμαζε για την ώρα του θανάτου τους, την οποία γνώριζε.
Αγαπούσε ιδιαίτερα τους φτωχούς, αναπήρους και θλιμμένους, και τους φρόντιζε.
Η μάτουσκα αξιώθηκε ένα όραμα από την Παναγία, στο οποίο της εμφανίστηκε και της είπε: «Εγώ θα ευλογώ αυτούς που εσύ θα ευλογείς και τις προσευχές σου για τους πιστούς θα τις εκπληρώνω αμέσως» – και ταπεινά δέχτηκε ως υπακοή τη διακονία της πνευματικής μητρότητας, η οποία διήρκεσε 13 χρόνια, μέχρι την μακάρια κοίμηση της.
Η μόνη ψυχαγωγία της ήταν να περπατά στο δάσος και να ψάχνει για μανιτάρια.
Στην αρχή η υποδοχή των προσκυνητών την σύγχυζε, την αποσπούσε από την προσευχή κι ήταν βάρος γι αυτήν,γι’ αυτό σκεφτόταν να αποσυρθεί στον έγκλειστο βίο, αλλά έλαβε άνωθεν την εντολή να μην αφήσει αυτή τη διακονία της σταρίτσας. Εμφανίστηκε ο όσιος Θεοδόσιος της Πετσέρσκαγια και της είπε αυστηρά να συνεχίσει την υποδοχή των πονεμένων διότι τους στέλνει η ίδια η Μητέρα του Θεού. Και να μην σκέπτεται την μόνωση. Από τότε, η αγία διακονούσε τον λαό του Θεού μέχρι την ευλογημένη κοίμηση της.
Αυτό έγινε το 1923, και έκτοτε αυξήθηκαν πλούσια τα πνευματικά δώρα της μητέρας Ραχήλ.
Όντως στάλθηκε από τον Χριστό ως πράο πρόβατο (Ραχήλ σημαίνει “προβατίνα”// άκακη σαν πρόβατο), εν μέσω λύκων, που κατέστρεψαν και μόλυναν την αγία Ρωσία, να καταθέσει την αλήθεια της Ορθοδοξίας. Σε αυτήν εκπληρώθηκαν οι λόγοι του Σωτήρος: «Γίνεσθε φρόνιμοι ως οι όφεις και ακέραιοι ως αι περιστεραί» (Ματθ. 10,16). Για την καθαρότητα της της δόθηκε ουράνια σοφία και θεια αγάπη.
Από νωρίς το πρωί έως αργά το βράδυ οι άνθρωποι συνωστίζονταν στην πόρτα του κελιού της. Όλους τους καλωσόριζε θερμά πλούσιους και φτωχούς.
Τα τρόφιμα που ετοίμαζε ο γερόντισσα ήταν ασυνήθιστα νόστιμα και είχαν επίσης θεραπευτικές ιδιότητες.
Γονάτιζε και προσεύχονταν με πίστη λέγοντας: «Μητέρα του Θεού, βλέπεις τα καυτά δάκρυα αυτών των καλών ανθρώπων! Κατεύθυνε τη ζωή τους στο καλό, ενισχύσε την πίστη τους στον Υιό και Θεό μας, ζέστανε τις καρδιές τους με την αγάπη, γίνε βοηθός σε όλα τα θέματα τους και οδηγήσέ τους στο σωστό δρόμο! Μητέρα του Θεού, να τους ευλογείς με το παντοδύναμο χέρι σου, όπως εσύ η ίδια μου είχες υποσχεθεί! »
«Ο Κύριος είναι τόσο φιλεύσπλαχνος, – έλεγε η σταρίτσα* – που αν κάποιος έχει λίγη πίστη δεν θα χαθεί. Καμία μητέρα δεν μπορεί να αγαπά τα παιδιά της με τον τρόπο που ο Θεός αγαπά τα δημιουργήματα Του. Ακόμα κι αν οι άνθρωποι είναι πολύ αμαρτωλοί, το έλεος του Θεού προς αυτούς δεν μπορεί να τελειώσει … Πόσο κοντά είναι ο Κύριος σε όλους μας! Το μόνο που χρειάζεται για να ανακάμψει κάποιος, είναι ένας αναστεναγμός από τα βάθη της ψυχής και να κατευθύνει την καρδιά του σ ‘Αυτόν, όπως βάζουμε ένα πρίσμα στον ήλιο. Και αμέσως είναι μαζί μας, αντανακλάται σε μας. Γιατί στέκεται στην πόρτα της καρδιάς μας και χτυπά. Ανοίξτε την καρδιά σας στον Κύριο!
Είπε στις μοναχές ότι μετά το θάνατό της θα διωχθούν. Έρχεται ένας «Μεγάλος Πόλεμος», κατά τον οποίο θα πεθάνουν πολλοί άνθρωποι, και ότι στη συνέχεια το μοναστήρι θα ανοίξει εκ νέου. Μίλησε και για τη μελλοντική του δόξα.
Έκρυβε τα μεγάλα πνευματικά της χαρίσματα κάτω από την κάλυψη της σαλότητας, συχνά μιλούσε με παραβολές, κι αποκαλούσε τον εαυτό της “γριά και ανόητη” και μερικές φορές επέπληττε. Παρά την ηλικία των 90 ετών, η Σταρίτσα ήταν χαρούμενη.
Την Μεγάλη Σαρακοστή του 1925, η γερόντισσα έπεσε σοβαρά άρρωστη και άρχισε να προετοιμάζεται για το τέλος. Αλλά ο Κύριος έδωσε στην υπηρέτρια Του μερικά ακόμη χρόνια ζωής. Κατά την ανάρρωσή της άκουσε μια φωνή που είπε: «Δεν θα πεθάνεις τώρα! Θα πρέπει ακόμα να συνεχίσεις να μιλάς στους ανθρώπους για το έλεος του Θεού! »
Κι έτσι συνέχισε, κατά τις ημέρες εκείνης της γενικής αποστασίας, το ζωντανό και αποτελεσματικό κήρυγμά της για την επιεική αγάπη του Χριστού.
Παρά την σωματική ταλαιπωρία, η Σταρίτσα ήταν πνευματικά χαρούμενη και το πρόσωπό της ήταν θεϊκά φωτισμένο.
Στις 24 Σεπτεμβρίου, η Αγία Ραχήλ σταμάτησε να δέχεται επισκέπτες, λέγοντας ότι θα πεθάνει σε 2 ημέρες.
Την παραμονή πέρασε όλη την ημέρα αποχαιρετώντας τις αδελφές της μονής, διδοντάς τους την τελευταία ευλογία της. Παρηγόρησε τα πνευματικά παιδιά της, που θα αναχωρούσε για τον άλλο κόσμο,και τους άφησε σαν κληρονομιά να έρχονται στον τάφο της, σαν να είναι ζωντανή, με όλες τις λύπες και τις ασθένειές τους και να της τα εμπιστεύονται.
Εκοιμήθη ειρηνικά τα μεσάνυχτα της 26ης προς την 27η Σεπτεμβρίου του 1928. Η αγιοκατάταξή της έγινε το 1996. Στο χώρο της ταφής της χτίστηκε ένα παρεκκλήσι.
*Σταρίτσα (staritsa, стáреца), αγία γυναίκα, γερόντισσα, αμμάς, πνευματική μητέρα, μάτουσκα.
Οσία Ραχήλ του Μποροντίνο, Ήχος πλ. δ’
Εν σοι Μήτερ ακριβώς διεσώθη το κατ’ εικόνα, λαβούσα γάρ τον Σταυρόν, ηκολούθησας τώ Χριστώ, και πράττουσα εδίδασκες υπεροράν μεν σαρκός παρέρχεται γαρ, επιμελείσθαι δε ψυχής, πράγματος αθανάτου, διο και μετά Αγγέλων συναγάλλεται Οσία Ραχήλ το πνεύμα σου.
