iconandlight

Iconography and Hand painted icons


Χαίρε ευλογημένε Ιβάν, πού με τους ποταμούς των δακρύων μιας σκοτεινής νύχτας, εξαγόρασες την αιώνια χαραυγή των Ουρανών.

Να προσεύχεσθε για τους συγγενείς σας χωρίς να αγχώνεσθε για τη σωτηρία τους, γιατί έτσι χάνετε την επικοινωνία σας με τον Χριστό και δείχνετε ολιγοπιστία. Να τα αναθέτετε όλα με εμπιστοσύνη στην αγάπη και την πρόνοια του Θεού.
Άγιος Πορφύριος Καυσοκαλυβίτης

Πάντοτε Πριν Την Αυγή,… Είναι Το Πιο Πυκνό Σκοτάδι (Αληθινή Διήγηση)
Ημερολόγιο του Ιβάν Στάρτσκωφ, υπολοχαγού Β’ τάγματος του Σοβιετικού στρατού

«…12 Δεκεμβρίου 1941… Βρίσκομαι στο Γενικό Νοσοκομείο κάποιας γερμανικής πόλεως… δεν ξέρω τ’ όνομα της, αφού με μετέφεραν εδώ από το πεδίο μάχης ενώ ήμουν σε κώμα… Η αλήθεια είναι πώς δε θέλω να μάθω τ’ όνομα της… τι μ’ ενδιαφέρει άλλωστε; Εκτός αυτού κανείς δεν έκανε τον κόπο να μου το πει.

Η κατάσταση μου είναι κυριολεκτικά τραγική. Προ τριών μηνών περίπου στη φοβερή μάχη του Λένινγκραντ ηττηθήκαμε από τους Γερμανούς Ναζί, με μεγάλες απώλειες και από τις δύο πλευρές. Εγώ πληγώθηκα θανάσιμα στα δύο πόδια από έκρηξη χειροβομβίδας και στο αριστερό χέρι από κάποια αδέσποτη σφαίρα.

Με βρήκαν πλημμυρισμένο στο αίμα, ανάμεσα σ’ ένα σωρό νεκρούς συναδέλφους δύο Γερμανοί στρατιώτες, πού μετά τη λήξη της μάχης έψαχναν ανάμεσα στα πτώματα για οτιδήποτε χρήσιμο ή πολύτιμο.

Με ένα αυτοκίνητο του Ερυθρού Σταυρού με μετέφεραν σε κάποιο σταθμό πρώτων βοηθειών οπού συνήλθα λίγο έπειτα με φόρτωσαν στο βαγόνι ενός τρένου, αφού μου κόλλησαν ένα νούμερο στο στήθος και στην πλάτη. Αυτό ήταν φυσικό, αφού για εκείνους δεν ήμουν τίποτε άλλο από ένα νούμερο…

προσευχομενος_praying _Молитва _dmitri-belyukin-old-new-churchΓεννήθηκα στο Σμολένσκ, μία κωμόπολη Ρωσική, περίπου εκατό χιλιόμετρα από τη Μόσχα, το 1912. Από μικρό παιδί ήμουν σχεδόν άθεος, μεγαλώνοντας ασπάσθηκα τον κομμουνισμό. Ο πατέρας μου ήταν αυστηρός μπολσεβίκος και είχε λάβει μέρος στην κομμουνιστική επανάσταση το 1917, πού ανέτρεψε το καθεστώς του Τσάρου.

Η μητέρα μου η Άννα ήταν καλή χριστιανή, αλλά από το φόβο του πατέρα έκανε τα καθήκοντα της τα χριστιανικά κρυφά. Είχα και έναν… μικρότερο κατά τρία χρόνια αδελφό, τον Αλέξιο. Αυτήν την ώρα μόνο αυτόν θυμάμαι, αυτόν μπορώ και αυτόν θέλω να θυμάμαι…

Αργοπεθαίνω.

Οι γιατροί μου έκοψαν και τα δύο πόδια και το αριστερό χέρι γιατί κινδύνευα απ’ τη φοβερή γάγγραινα των άκρων. Από τότε είμαι κλεισμένος, ακίνητος, πάνω σ’ αυτό το κρεβάτι, στο σκοτεινό θάλαμο Νο Ο (μηδέν).

Με έχουν κάνει πειραματόζωο και φυσικά, αν δεν πεθάνω κάποια στιγμή, θα με σκοτώσουν οι γιατροί, όταν τελειώσουν τα πειράματα τους.

Είναι δώδεκα (12) Δεκεμβρίου. Πλησιάζουν Χριστούγεννα. Τί περίεργο αλήθεια! Για πρώτη φορά στη ζωή μου δακρύζω σ’ αυτή τη σκέψη. Ήμουν… ανέκαθεν άθεος. Ο αδελφός μου ο Αλέξιος όμως από νήπιο ξημεροβραδιαζόταν στην εκκλησία .

Ήταν άριστος μαθητής στο σχολείο. Ο πατέρας μου, όταν εγώ άρχισα τις σπουδές μου στη Στρατιωτική Σχολή της Μόσχας, ονειρευόταν και για τον Αλέξιο μια λαμπρή σταδιοδρομία αξιωματικού του Ερυθρού Στρατού. Όμως τη χρονιά πού εγώ τελείωνα τη Σχολή κι ο Αλέξιος… ήταν τότε είκοσι (20) χρονών, το 1935… μια νύχτα έφυγε για πάντα. Η μητέρα βρήκε ένα γράμμα με λίγες λέξεις πάνω στο μαξιλάρι:
«Συγχωρήσατε με καλοί μου γονείς, Νικολάι και Αννούσκα… αλλά με καλεί ο ουράνιος Βασιλέας, να καταταγώ στο στρατό Τον. Δεν μπορώ ν’ αρνηθώ την πρόσκληση.
Φεύγω κι εύχομαι καλή σωτηρία.
Υ.Γ.: Μην το πείτε παρακαλώ στον Ιβάν. Θα του γράψω εγώ».

Πράγματι, δε μου το είπαν αμέσως, διότι ήταν η εποχή πού έδινα εξετάσεις για το δίπλωμα. Φυσικά, όταν γύρισα το φθινόπωρο στο σπίτι, μου έδειξαν το γράμμα. Ένας κόμπος μου ανέβηκε στο λαιμό.

Τώρα πού το θυμάμαι… ήθελα, αν ήταν δυνατόν, να τον έβλεπα τώρα, να του ζητήσω συγγνώμη… ναι, διότι η θλίψη μου, έπειτα από λίγες στιγμές έγινε οργή και αρπάζοντας το στρατιωτικό μου όπλο, τράβηξα τον πατέρα μου απ` το μανίκι φωνάζοντας: «Γιατί δεν έψαξες να τον βρεις; Εγώ τώρα, οπού και να ‘χει πάει, θα τον βρω και θα τον σκοτώσω». Η μητέρα έβγαλε μια κραυγή τρόμου.

Ο πατέρας κατέβασε από τον τοίχο το κυνηγετικό του όπλο, λέγοντας μου: «Δεν έψαξα, γιατί σε περίμενα. Όπως ξέρεις, η τιμή ενός μπολσεβίκου δεν σηκώνει τέτοιο ρεζίλεμα σαν αυτό του Αλιόσα».

Ο θυμός μας είχε τυφλώσει. Νιώθαμε πώς μας είχε γίνει φοβερή προσβολή και μάλιστα για κάτι τόσο βλακώδες, όπως ήταν ο Θεός του Αλεξίου… Φυσικά, για μας δεν υπήρχε Θεός και οι εκκλησίες έπρεπε να γίνουν όλες στάβλοι... Δύο μοναστήρια ήταν τα πλησιέστερα: Της Όπτινα (πού είχε ήδη καταστραφεί στη διάρκεια της Κομμουνιστικής Επανάστασης) και τα ερημητήρια των αγρίων ορέων του Ροσλάβ.

Ψάξαμε ανάμεσα σ’ αυτά, εισβάλλοντας με απειλές και κατάρες, και απαιτώντας από τους καλόγηρους να μας παραδώσουν τον Αλέξιο.

Σ’ ένα από τα ερημητήρια (όπως καταφέραμε να μάθουμε) είχε καταφύγει, ποθώντας ν’ αφιερωθεί στο Θεό του… Αφού υβρίσαμε τον Ηγούμενο, ο πατέρας μου τον τράβηξε από τη γενειάδα, λέγοντας: «Σκύλε παπά, δώσε μου πίσω το μικρό μου γιο!». Εκείνος με ήρεμο βλέμμα του είπε να κοιτάξει ψηλά… Ο Αλέξιος ντυμένος τα ράσα, ήταν στην κορυφή του καμπαναριού. Μας έπιασε ρίγος.
«Αφήστε ήσυχους τους αδελφούς ευλογημένοι.
Ιδού, εγώ είμαι εδώ…».
«Κατέβα αμέσως κάτω, ειδάλλως θα πυροβολήσω», του είπα εγώ με φωνή πού έτρεμε. «Ησυχάστε. Θα είστε κουρασμένοι. Φάτε, αναπαυθείτε κι έρχομαι έπειτα μαζί σας…». Φυσικά, δεν ήρθε μαζί μας, αλλά από κρυφή έξοδο αναχώρησε, όχι μόνο από το Μοναστήρι, αλλά κι απ’ τη Ρωσία.

Από τότε δεν τον ξαναείδα πια ποτέ. Μας έστειλε έπειτα από τρία χρόνια ένα γράμμα: «Είμαι στο ΑΠΟΝ ΟΡΟΣ, στην πρωτεύουσα της Ορθοδοξίας, την Ελλάδα. Προ δέκα ημερών έγινα Μεγαλόσχημος Μοναχός κι έλαβα το όνομα: Χριστόφορος.
Εάν θέλει ο Ιβάν, ας έλθει να μ’ επισκεφθεί. Είμαι στη ρωσική Μονή του Αγίου Παντελεήμονος. Ο Θεός μεθ’ υμών». Εγώ βέβαια, ούτε πήγα ποτέ, ούτε γράμμα του έγραψα… Νιώθω το σώμα μου να παγώνει… Δεν μπορώ να γράψω άλλο…».πόλεμος_ Γεώργιος ο Τροπαιοφόρος _Saint George the Trophy-bearer_ Святой Георгий Победоносец_წმინდა გიორგი გმირავს_9354007875

«19 Δεκεμβρίου 1941… Κάθε μέρα πού περνάει νομίζω πώς είναι για μένα η τελευταία. Ωστόσο, δεν παύω με το νου μου ν’ αναπολώ τα περασμένα… Το σπίτι μας στο Σμολένσκ, το σχολείο, τη Στρατιωτική Σχολή, όλους όσους γνώρισα λίγο ή πολύ στη ζωή μου. Άραγε με θυμάται τώρα κανείς απ’ αυτούς; Ο παππούς ο Βάνια, πού μου έμαθε να ρίχνω τη σφεντόνα, η γιαγιά Κλαυδίγια, πού μου έπλεκε ζεστές μάλλινες κάλτσες για το χειμώνα…. οι γονείς μου πού, αγνοί βιοπαλαιστές, αγωνίστηκαν να μας μεγαλώσουν εμένα και τον αδερφό μου… η γειτόνισσα η Λιούμπα, ο Πιότρ ο ταχυδρόμος, ο Αντρέι ο δάσκαλος… δεκάδες πρόσωπα, πράγματα και γεγονότα, πού μου φαίνονται όμως τώρα τόσο μηδαμινά κι ασήμαντα…

Σήμερα έχω φριχτούς πόνους στα κομμένα μου πόδια… αισθάνομαι να σαπίζω ζωντανός. Καθημερινά σχεδόν έρχονται δύο γιατροί με πρόσωπα παγωμένα, και αφού με ναρκώσουν πειραματίζονται πάνω στο σώμα μου, χωρίς να ξέρω πώς, λόγω της νάρκωσης… Όταν συνέλθω συνήθως πονάω πολύ κι έχω συνεχή τάση για εμετό. Κρυώνω φοβερά μια και δεν υπάρχει θέρμανση στο θάλαμο. Μου έχουν ξυρίσει το κεφάλι, για κάποιο σκοπό πού μόνο τα διεστραμμένα τους μυαλά γνωρίζουν…

Ο νους μου τρέχει εδώ κι εκεί, χωρίς να στέκεται κάπου συγκεκριμένα, ακόμη και σε ανήθικες σκέψεις. Εξάλλου και στη ζωή μου δεν ήμουν ιδιαίτερα ηθικός. Γι’ αυτό ο Αλέξιος μου είχε πει κάποτε: «Το σώμα σου πού παρέδωσες στη σαπίλα, θα σαπίσει ζωντανό, πριν βγει η ψυχή σου Ιβάν. Πολύ λυπάμαι για την ψυχή σου…».

Είναι μέρες τώρα πού έχω μια παράξενη φοβία, πού ολοένα μεγαλώνει. Νιώθω σαν το αιχμάλωτο ζώο, πού πρόκειται να δοθεί ως τροφή σε σαρκοφάγα θηρία… Αν πίστευα στο Θεό, θα ονόμαζα τη φοβία μου «έλεγχο συνειδήσεως».

Αν πίστευα… λίγους μήνες πριν την εισβολή των Γερμανών στη Ρωσία, έλαβα ένα ακόμη σύντομο γράμμα από τον αδερφό μου, πού ήταν και το τελευταίο: «Χθες χειροτονήθηκα Ιερομόναχος εν ονόματι Ιησού Χρίστου τον Κυρίου ημών, δια πρεσβειών της Αειπάρθενου Δεσποίνης ημών Θεοτόκου, Εύχεσθε για μένα. Υ.Γ.: Ιβάν να με θυμηθείς στην απομόνωση σου».

Τώρα σκέφτομαι ότι ο Αλέξιος ή μάλλον ο Χριστόφορος είναι Άγιος. Ναι, σίγουρα είναι Άγιος. Τον είδα στον ύπνο μου απόψε, ντυμένο Ιερομόναχο, με κατάλευκα άμφια, θυμιατό κι ένα ξύλινο φωτεινό σταυρό… Με κοίταξε λυπημένος. Κάποια στιγμή χαμογελώντας ελαφρά μου είπε με απαλή φωνή: «Ιβάν, μη φοβάσαι. Ο Χριστόφορος είμαι».
«Πονάω πολύ αδελφέ μου, βοήθησε με», του είπα.
«Ιβάν σε λίγες μέρες θα ‘έρθεις και συ εδώ, πού είμαι και γώ. Θα σε στείλει ο παπά-Στεφάν Ζινόφσκυ από την Αγία Πετρούπολη».

Έπειτα χάθηκε από τα μάτια μου. Του φώναζα να γυρίσει πίσω, αλλά μάταια. …Μα, γιατί μου είπε πώς θα πάω εκεί που είναι και αυτός; Και ποιος είναι ο παπά-Στεφάν; Εγώ δεν γνωρίζω κανέναν παπά-Στεφάν… Τα μάτια μου βουρκώσανε, η καρδιά μου χτυπάει σαν τρελή… ο Χριστόφορος πέθανε, έχει πεθάνει! Κι εγώ θα πεθάνω σύντομα… θα πεθάνω… Θεέ μου, δεν θέλω να πεθάνω!… Νιώθω το κεφάλι μου έτοιμο να εκραγεί. Τώρα θυμάμαι τί μου είπε ο Χριστόφορος το τελευταίο Πάσχα πού ήμασταν μαζί: «Ο θάνατος; Μα δεν υπάρχει θάνατος! Μόνο μεταβολή, χωρισμός ψυχής και σώματος. Ο άνθρωπος πλάσθηκε από το Θεό ΑΘΑΝΑΤΟΣ, αλλά μόνον κοντά Του.
Μακριά Του είναι μια ζωή θανατηφόρα -πέραν του τάφου- γεμάτη αιώνια πικρότατη ΣΙΩΠΗ, φοβερότατο ΣΤΕΝΑΓΜΟ, μεγάλο ΦΟΒΟ και ΑΓΩ­ΝΙΑ, ΑΝΑΜΟΝΗ χωρίς ΕΛΠΙΔΑ, ακατά­παυστη ΟΔΥΝΗ, ψυχικό κι ατελεύτητο ΔΑΚΡΥ, ΑΙΩΝΙΑ ΚΟΛΑΣΙΣ».

Τρέμω ολόκληρος… Δεν μπορώ… σταματώ εδώ…».

Νικόλαος Β΄ Τσαρος της Ρωσίας_ Tsar Nicholas II of Russia_ святого страстотерпца Николай II_208731.p

«24 Δεκεμβρίου 1941: …Ο θάνατος είναι δίπλα μου, νιώθω τα παγωμένα του χέρια να μου πιέζουν την καρδιά… Αλλά ας είναι… Διότι από σήμερα για μένα άλλαξαν τα πάντα. Προ ολίγου ήρθε κάποιος παράξενος άνθρωπος, με μπλε σκούρα ρούχα και μια κατάλευκη γενειάδα. Το βλέμμα του ήταν πονεμένο και χαρούμενο μαζί. Φαινόταν βιαστικός. Αφού σφάλισε την πόρτα, μου είπε ψιθυριστά στα Ρωσικά: «Δεν με γνωρίζεις παιδί μου, το ξέρω. Αλλά, μην φοβάσαι… Με λένε Στεφάν και είμαι ιερέας του Υψίστου Θεού».
– «Στεφάν;» ρώτησα κεραυνοβολημένος. «Στεφάν Ζινόφσκυ;»
– «Ναι, από την Πετρούπολη. Είμαι στην υπηρεσία του Νοσοκομείου, ως αιχμάλωτος πολέμου, στα καταναγκαστικά έργα μεταφοράς ανθρώπινων πτωμάτων, στους κλιβάνους καύσεως για απανθράκωση και σαπωνοποίηση. Μας δίδεται καθημερινώς ένας κατάλογος με τους αριθμούς των θαλάμων και τα ονόματα εκείνων πού πρέπει να μεταφέρουμε.
Χθες στον κατάλογο διάβασα το όνομα σου. Θάλαμος Νο Ο, Ιβάν Στάρτσκωφ, κωδ. αρ. 542770.
Αντέγραψα σε άλλο χαρτί αυτά τα στοιχεία και τα φύλαξα».

Η επόμενη κίνηση του ήταν να βγάλει από τον κόρφο του ένα πολύ λεπτό ύφασμα διπλωμένο σφιχτά, σε γαλάζιο χρώμα. – «Ιδού παιδί μου. Αυτό είναι το πετραχήλι, πού με θυσία αίματος μου έφτιαξαν χέρια αδελφικά, ώστε κι εδώ στη φοβερή αιχμαλωσία, έστω κι αν χάνονται σώματα να σώζονται ψυχές».

Τον διέκοψα απότομα ρωτώντας τον με αγωνία:
– «Πέστε μου Μπάτουσκα (παππούλη), ειλικρινά τι σας παρακίνησε να έρθετε σε μένα;» Μου απάντησε ψιθυριστά: «Κοίταξε, παιδί μου. Το ξέρω ότι ονομάζεσαι Ιβάν Στάρτσκωφ, είσαι από το Σμολένσκ, και είσαι αδελφός του Αλεξίου Στάρτσκωφ, πού τώρα είναι…»
– «Πώς τα ξέρετε όλα αυτά;» ρώτησα κατάπληκτος.
-«Είναι πολύ απλό. Εγώ έχω ένα γιο πού τώρα είναι ιερομόναχος στο ερμητικό κελί του Άγιου Ιωάννου του Θεολόγου, εκεί οπού είχε καταφύγει ο αδελφός σου αρχικά, για να γίνει Μοναχός. Συνέπεσε λοιπόν την ημέρα πού είχες έρθει με τον πατέρα σου, για να πάρετε τον Αλέξιο, ή μάλλον τον Χριστόφορο πίσω, να είμαι κι εγώ εκεί, διότι την επομένη επρόκειτο να γίνει ο γιος μου Μεγαλόσχημος Μοναχός.
Είδα λοιπόν όλη τη σκηνή με τα μάτια μου. Όταν εσείς μπήκατε στο αρχονταρίκι για ανάπαυση, ο αδελφός σου έτρεξε βιαστικά στο κελί του γιου μου, λέγοντας του:
– «Πάτερ Μιχαήλ! Να πεις σε παρακαλώ στον Ηγούμενο να με συγχωρήσει, αλλά φεύγω αμέσως για το ΑΓΙΟΝ ΟΡΟΣ!»
– «Αλέξιε, αδελφέ, είναι σωστό να φύγεις τώρα;» τον ρώτησε ο γιος μου.
«Είναι θέλημα Θεού αδελφέ! Μην αποκαλύψετε τίποτε στον πατέρα μου και στον Ιβάν… Ευλογείτε, αδελφέ! Να εύχεσθε για μένα!».
– «Η Παναγία μαζί σου Αλέξιε!»

Εκείνος έφυγε τρέχοντας και χάθηκε στο δάσος. Από τότε έστειλε δύο φορές επιστολή στον Ηγούμενο, την πρώτη για την κουρά του σε μεγαλόσχημο και τη δεύτερη για τη χειροτονία του. Από καιρού εις καιρόν πού επισκεπτόμουν τους Μοναχούς εκεί, μάθαινα και για τα γράμματα του. Πριν από αρκετούς μήνες ήρθε κι ένα ακόμη γράμμα, το τρίτο και τελευταίο, σταλμένο από τον Ηγούμενο της Ιεράς Μονής Αγίου Παντελεήμονος. Αυτό το είδα κι εγώ με τα μάτια μου”

Έγραφε: «ο αδελφός ημών Ιερομόναχος πατήρ Χριστόφορος, ανεπαύθη χθες, την έκτη πρωινή ώρα εν Κυρίω. Αύριον αρχίζουν την τέλεση των μνημοσυνών του. Παρακαλείσθε όπως μνημονεύετε την ψυχή του αδελφού, αν και ημείς έχομεν μάλλον περισσοτέραν ανάγκην των ιδικών του ευχών, παρά εκείνος από τας ιδικάς μας. Ήτο αγία ψυχή, πραγματικά ταπεινός και άκακος Μοναχός, φίλος θερμός της αδιαλείπτου προσευχής και της ασκητικής ζωής. Ας είναι αιωνία του η μνήμη».

προσευχομενος_praying _Молитва _785250Εγώ είχα μείνει εμβρόντητος από όσα είχα ακούσει. Πέρασαν ένα δύο λεπτά μέχρι να συνέλθω. Ένιωθα ένα συνεχές σφίξιμο στην καρδιά, σα να πιεζόταν βασανιστικά από την αφόρητη θλίψη. Ξέσπασα σ’ ένα σχεδόν βουβό κλάμα, με πνιγμένους λυγμούς… Τα κομμένα μου μέλη πονούσαν φρικτά, όχι τόσο από τον σωματικό όσο από τον ψυχικό πόνο: «Μπάτουσκα, Μπάτουσκα (παππούλη, παππούλη), έχει πεθάνει λοιπόν, το ήξερα, τόχα καταλάβει. Ήρθε στον ύπνο μου και μου είπε για σας…». «Ο πατήρ Χριστόφορος είναι πλέον στον Παράδεισο», είπε τότε ο παπά-Στεφάν δακρυσμένος, με βλέμμα να κοιτάει ψηλά έξω τον έναστρο ουρανό.

«Μπάτουσκα, ο αδελφός μου, ο μικρός μου Αλιόσα ήταν Άγιος… Εγώ… εγώ είμαι ένα κτήνος…» του έλεγα με λυγμούς. – «Σώπασε, παιδί μου, ησύχασε… Πρέπει να σου πω και κάτι άλλο ακόμη, Η επιστολή του Ηγουμένου είχε και υστερόγραφο: «Διαβιβάσατε αδελφοί, εις την οικογένεια του π. Χριστόφορου, ότι έχασε την ζωή του εις ώραν ιερού καθήκοντος.

Διότι, αφού τέλεσαν ξημερώματα την Θεία Λειτουργία, και αφού κοινώνησε ο ίδιος, οι αδελφοί Μοναχοί της Μονής και τρεις φιλοξενούμενοι στρατιωτικοί, ανέλαβε αυτοβούλως να οδηγήσει τους τελευταίους έως της παραλίας, όπου κρυφίως θα τους παρελάμβανε κάποιο καράβι δια την Μέση Ανατολή. Δυστυχώς όμως, λόγω προδοσίας έπεσαν εις ενέδρα Γερμανών την ώρα όπου πλησίαζαν το καράβι στην παραλία, όπου ευρίσκοντο όλοι συγκεντρωμένοι. Οι Γερμανοί άρχισαν να πυροβολούν.

Τότε ο ευλογημένος π. Χριστόφορος, δια να σώσει την ζωή των άλλων, φωνάζοντας «Πέσατε κάτω αδελφοί», άρχισε να τρέχει κατά μήκος της παραλίας, κραυγάζων ατάκτως και κάμνων ζωηράς χειρονομίας, έλκοντας επάνω του την προσοχήν των εχθρών. Μία σφαίρα τον εύρε εις την καρδίαν. Ήτο ξημερώματα Κυριακής, Ιουνίω μηνί – 1941.

Ο Θεός μεθ’ υμών και ημών. Ταπεινός προς Κύριον ευχέτης

ο Καθηγούμενος Ιερομόναχος Σαμουήλ
και οι συν εμοί εν Χριστώ αδελφοί».

– «Όπως βλέπεις Ιβάν, ο αδελφός σου δεν ήταν μόνον Άγιος, αλλά και ήρωας». Εγώ πλέον είχα πνιγεί στο θρήνο. Ο π. Στεφάν ξεδίπλωσε το πετραχήλι, λέγοντας μου με τρεμάμενη φωνή: «Ιβάν, παιδί μου, αύριο πού είναι Χριστούγεννα, θα είσαι και συ στον Ουρανό.
Ο π. Χριστόφορος σε περιμένει…».
– «Πώς το ξέρετε αυτό;» ρώτησα μέσα στ’ αναφιλητά μου.
– «Με ειδοποίησε παιδί μου… Έλα τώρα να πεις στο Χριστό μας τη ζωή σου». Άπλωσε πάνω μου το λεπτό πετραχήλι με τους κόκκινους κεντημένους σταυρούς.
– «Σ’ ακούει ο Χριστός τώρα, παιδί μου. Αύριο θα ‘σαι στον Παράδεισο».
– «Ήμαρτον, πάτερ, ήμαρτον… είμαι ένα θηρίο, ένα κτήνος…».

Του είπα όλη τη ζωή μου από μικρό παιδί έως τότε. Αφού μου διάβασε την ευχή συγχωρήσεως όλων των εγκλημάτων μου, έβγαλε από τον κόρφο του ένα μικρό καρύδι. Το πίεσε λίγο κι εκείνο άνοιξε. Τον κοίταξα σαστισμένος. – «Είναι η Αγία Κοινωνία, Ιβάν, ο Ιησούς Χριστός…». – «Μα, πώς πάτερ…». – «Τελούμε πότε – πότε κρυφές Θείες Λειτουργίες, με τη σκέπη του Θεού. Υπάρχουν αρκετοί Ορθόδοξοι εδώ…Έλα τώρα παιδί μου να κοινωνήσεις. Κάμε το σταυρό σου…».

Έκανα τότε το σταυρό μου, για πρώτη σχεδόν φορά στη ζωή μου κι έλαβα τη ΖΩΗ μέσα στην ψυχή μου. – «Τώρα όλα τέλειωσαν Ιβάν. Θα ‘ρθω αύριο το πρωί να παραλάβω το σώμα σου». – «Μπάτουσκα, έχω εδώ μερικά κομμάτια χαρτί, σαν ημερολόγιο. Σας παρακαλώ, όταν έρθετε, να τα πάρετε. Θα το ‘χω κάτω από το μαξιλάρι». Μου έσφιξε το χέρι, κουνώντας καταφατικά το κεφάλι. Πήρα έτσι την ευχή του, φιλώντας το λεπτό βασανισμένο χέρι του καλού Λευΐτη.

Με σταύρωσε και ψιθυρίζοντας μου: «Μακαριά η οδός σου παιδί μου. Να εύχεσαι και για μένα τον ταπεινό», γλίστρησε αθόρυβα πίσω από την πόρτα και χάθηκε μέσα στο σκοτάδι…

«…Τί ώρα να ‘ναι άραγε; Ίσως τρεις ή τέσσερις ή πέντε τα ξημερώματα. Πάντως μου φαίνεται ότι το σκοτάδι διαλύεται, από ένα αμυδρό φως.

Είναι 25 του Δεκέμβρη 1941… ξημερώνει η γιορτή των Χριστουγέννων…

Δεν μπορώ να σταματήσω το κλάμα, όχι από λύπη, αλλά από χαρά… Ήρθε η ώρα να φύγω… δεν νιώθω πλέον τα μέλη μου, μόνο στην καρδιά μου υπάρχει ακόμη λίγο αίμα… να, μια ηλιαχτίδα ίσχυσε το σκοτάδι… Μπάτουσκα, φεύγω… Συγχώρεσε με, την ευχή σου…

Ιβάν Νικολάγιεβιτς Στάρτσκωφ ο αμαρτωλός».

Το σώμα του Ιβάν, ακρωτηριασμένο, χωρίς πόδια και αριστερό χέρι, βρέθηκε παγωμένο εκείνο το πρωί στο θάλαμο Ο (μηδέν). Εγώ ο ιερέας του Υψίστου Θεού, π. Στεφάν Ζινόφσκυ, με τη βοήθεια ενός άλλου αδελφού το μεταφέραμε, μαζί με άλλα πτώματα στους κλιβάνους. Έψαλα ψιθυριστά τη νεκρώσιμη ακολουθία, καθώς έριχναν το σώμα του Ιβάν στις φλόγες. Τώρα πια δεν λυπάμαι, ούτε δακρύζω.

Γιατί ξέρω, το νιώθω, ότι ο Ιβάν είναι ευτυχισμένος. Χαίρε ευλογημένε Ιβάν, πού με τους ποταμούς των δακρύων μιας σκοτεινής νύχτας, εξαγόρασες την αιώνια χαραυγή των Ουρανών.

ΤΕΛΟΣ

Σημείωση: Ο ιερέας π. Στεφάν Ζινόφσκυ ήταν αιχμάλωτος στα καταναγκαστικά έργα του Γενικού Νοσοκομείου (κέντρο Ιατρικών Πειραμάτων), κάπου μεταξύ των γερμανό-αυστριακών συνόρων. Έζησε στην αιχμαλωσία ως το 1944. Πεθαίνοντας μου εμπιστεύθηκε μερικά φύλλα τριμμένου χαρτιού, με τις σκέψεις των τελευταίων ημερών του Ιβάν Στάρτσκωφ, με την τελευταία επιθυμία να δοθούν μετά την απελευθέρωση (πού ήδη τότε διαφαινόταν στον ορίζοντα) στη δημοσιότητα. Σεβόμενος την επιθυμία αυτή την πραγματοποίησα. Ας είναι οι λίγες αυτές σελίδες ιερό και αιώνιο μνημόσυνο για τον Ιβάν, τον ακρωτηριασμένο μελλοθάνατο, πού σε μια νύχτα πάλεψε και νίκησε τον θάνατο.

Θεοντόρ Λουντμίλωφ, ετών εξήντα πέντε, συναιχμάλωτος του π. Στεφάν και κατά σάρκα ανιψιός του. Επέζησα, χάριτι Θεού, από την αιχμαλωσία. Μας ελευθέρωσαν τα συμμαχικά στρατεύματα των Άγγλο-αμερικανών το 1945.

ΚΙΕΒΟ, Απρίλης του 1970.

Ημερολόγιο του Ιβάν Στάρτσκωφ
Ιερό Ησυχαστήριο Παναγίας Πορταϊτίσσης Δυτικόν Πέλλης.
http://apantaortodoxias.blogspot.com/2008/12/blog-post_29.html

 

Advertisement


To repent is to see, not what I have failed to be, but what by the grace of Christ I can yet become… a transition from darkness to light; Archbishop Kallistos Ware

άσωτος γιος_ the Prodigal Son_ Притча о блудном сынеprodigal

Be compared ourselves with God and not with other people.
The more the saints approach God, the more they see themselves as sinners.
Elder Ignatius Kapnisis of Evia

To repent is to look, not downward at my own shortcomings, but upward at God’s love; not backward with self-reproach, but forward with trustfulness. It is to see, not what I have failed to be, but what by the grace of Christ I can yet become….

Repentance, then, is an illumination, a transition from darkness to light; to repent is to open our eyes to the divine radiance – not to sit dolefully in the twilight but to greet the dawn …

The connection between repentance and the advent of the great light is particularly significant. Until we have seen the light of Christ, we cannot really see our sins. So long as a room is in darkness, observes St. Theophan the Recluse, we do not notice the dirt; but when we bring a powerful light into the room – when, that is, we stand before the Lord in our heart – we can distinguish every speck of dust. So it is with the room of our soul. The sequence is not to repent first, and then to become aware of Christ; for it is only when the light of Christ has already in some measure entered our life that we begin truly to understand our sinfulness. To repent, says St. John ofKronstadt, is to know that there is a lie in our heart; but how can we detect the presence of a lie unless we have already some sense of the truth? In the words of E. I. Watkin, “Sin … is the shadow cast by the light of God intercepted by any attachment of the will which prevents it illuminating the soul. Thus knowledge of God gives rise to the sense of sin, not vice versa.” As the Desert Fathers observe, “The closer we come to God, the more we see that we are sinners.” And they cite Isaiah as an example of this: first he sees the Lord on His throne and hears the seraphim crying “Holy, holy, holy;” and it is only after this vision that he exclaims, “Woe is me! For I am lost; for I am a man of unclean lips” (Is. 6:1-5)

Such, then, is the beginning of repentance: a vision of beauty, not of ugliness; an awareness of God’s glory, not of my own squalor.
from Archbishop Kallistos Ware. It is a medley of excerpts from a great article of his entitled ” The Orthodox Experience of Repentance .”


Άγιος Νικόλαος ο διά Χριστόν Σαλός του Πσκώφ και ο Τσάρος Ιβάν Δ’ ο Τρομερός «Ιβάνουσκα, Ιβάνουσκα, φάε ψωμί κι αλάτι και μην τρως ανθρώπινο αίμα».

Άγιος Νικόλαος ο διά Χριστόν Σαλός του Πσκώφ

Εορτάζει στις 28 Φεβρουαρίου

”Όπως ο σαλός Nicolas του Pskov, που έβαλε στα χέρια του Ιβάν του Τρομερού ένα κομάτι κρέας που έσταζε αίμα, ο διά Χριστόν σαλός μπορεί να επιτιμήσει με δριμύτητα τους ισχυρούς αυτού του κόσμου με μια τόλμη που λείπει από τους άλλους. Αυτός είναι η ζωντανή συνείδηση της κοινωνίας.Κάλλιστος Ware Μητροπολίτης Διοκλείας

Άγιος Νικόλαος ο διά Χριστόν Σαλός του Πσκώφ και ο Τσάρος Ιβάν Δ’ ο Τρομερός
Άγιος Νικόλαος Βελιμίροβιτς

Νικόλαος ο διά Χριστόν Σαλός του Πσκώφ_Святой праведный Николай, Христа ради юродивый, Псковский_nikola-salosΟι διά Χριστόν σαλοί διακρίνονται από μια σπάνια έλλειψη φόβου. Ο μακάριος Νικόλαος έτρεχε ανάμεσα στους δρόμους του Πσκώφ προσποιούμενος τον τρελό, ελέγχοντας τους ανθρώπους για τις κρυφές αμαρτίες τους και προφητεύοντας εκείνα που επρόκειτο να τους συμβούν. Όταν ο Ιβάν ο Δ΄ ο Τρομερός κατέφθασε στο Πσκώφ, ολόκληρη η πόλη διασαλεύτηκε από τον τρόμο για το φοβερό τσάρο. Γιά να τον υποδεχθούν οι κάτοικοι τοποθέτησαν στην είσοδο κάθε σπιτιού ψωμί και αλάτι, αλλά οι ίδιοι, φοβισμένοι, δεν εμφανίστηκαν. Όταν ο κυβερνήτης της πόλης πρόσφερε στον τσάρο ψωμί και αλάτι σ’ ένα δίσκο, ο τσάρος έσπρωξε μακριά τον δίσκο, με αποτέλεσμα να πέσουν καταγής το ψωμί και το αλάτι. Τότε εμφανίστηκε μπροστά του οόσιος Νικόλαος: ντυμένος με ποδήρη χιτώνα, δεμένο με σκοινί στη μέση, χοροπηδούσε γύρω του μ’ ένα μπαστούνι, σαν παιδί.

Του φώναζε: «Ιβάνουσκα, Ιβάνουσκα, φάε ψωμί κι αλάτι και μην τρως ανθρώπινο αίμα». Οι στρατιώτες έτρεξαν να τον πιάσουν, όμως εκείνος τους ξεγλίστρησε και κρύφτηκε. Ο τσάρος ζήτησε να μάθει για το μακάριο Νικόλαο –ποιός ήταν και τι ήταν– και τον επισκέφθηκε στo φτωχικό του. Ήταν τότε η πρώτη εβδομάδα της Μεγάλης Τεσσαρακοστής. Ο Νικόλαος, μόλις πληροφορήθηκε ότι ερχόταν ο τσάρος για να τον επισκεφθεί, φρόντισε να εξασφαλίσει ένα κομμάτι ωμό κρέας. Όταν λοιπόν κατέφθασε ο Ιβάν ο Τρομερός, ο όσιος έβαλε μετάνοια και του πρόσφερε το κρέας λέγοντας «Φάε, Ιβάνουσκα, φάε!».

Οργισμένος ο τσάρος του απάντησε «Είμαι χριστιανός και δεν τρώω κρέας τη Σαρακοστή γιατί νηστεύω!». Ο άνθρωπος του Θεού μονομιάς τον αποστόμωσε «Κάνεις πολύ χειρότερα: τρέφεσαι με σάρκα και πίνεις αίμα ανθρώπων, ξεχνώντας όχι μόνον τη Σαρακοστή, αλλά και τον ίδιο τον Θεό!». Το μάθημα αυτό μπήκε βαθιά μέσα στην καρδιά του τσάρου Ιβάν· ντροπιασμένος έφυγε αμέσως απ’ το Πσκώφ, όπου αρχικώς είχε έλθει με την πρόθεση να κατασφαγιάσει τον πληθυσμό.

Απόσπασμα από το βιβλίο του Αγίου Νικολάου Βελιμόροβιτς , Ο Πρόλογος της Αχρίδος (Φεβρουάριος), εκδόσεις Άθως.

***

Ο μακάριος Νικόλαος του Πσκώβ, ο διά Χριστόν σαλός( Святой праведный Николай, Христа ради юродивый, Псковский), έμεινε στην Ιστορία, σαν “ο φτωχός ζητιάνος που φόβισε και κυνήγησε έναν Τσάρο με τα στρατευματά του”.Περιφερόταν στους δρόμους φορώντας κουρέλια, γινόμενος αντικείμενο εμπαιγμών από τους περαστικούς και τα παιδιά. Όλοι τον αποκαλούσαν περιπαικτικά «Μικούλα Σβιάτ», δηλαδή Νικόλας ο Άγιος .

διά Χριστόν Σαλός_Fool-For-Christ_Юродивый-10949__big_1370354247 (1)Το 1570, μετά την καταστροφή του Νόβγκοροντ από τον Ιβάν Δ’ τον Τρομερό, ο Τσάρος πήγε στο Πσκώφ, επίσης ύποπτο για προδοσία κατά το διαταραγμένο μυαλό του, και στρατοπέδευσε στο χωριό Λιουμπιατίνο, πέντε βέρτσια από την πόλη. Τότε αποκεφάλισε με τα ίδια του τα χέρια τον Οσιομάρτυρα Κορνήλιο, Ηγούμενο της Μονής των Σπηλαίων του Πσκώφ, που βγήκε να τον υποδεχθεί με τον Τίμιο Σταυρό.

Ήταν Μεγάλη Σαρακοστή, Κυριακή Β’ Νηστειών και ο Τσάρος μπήκε επιβλητικός στην πόλη με τη συνοδεία του. και βρήκε τους κατοίκους να τον υποδέχονται γονατιστοί μπροστά στα σπίτια τους, προσφέροντας – κατά το έθιμο – ψωμί και αλάτι. Μετά την Δοξολογία στον Καθεδρικό Ναό της Αγίας Τριάδος, αφού προσκύνησε τα Λείψανα του αγίου Πρίγκιπος Βσέβολοντ – Γαβριήλ, ζήτησε να πάρει την ευλογία του Σαλού Νικολάου. Ο μακάριος τον περίμενε σε μία γωνία κάτω από το καμπαναριό. Μπροστά τους ήταν στρωμένο ένα τραπέζι· πάνω στο λευκό τραπεζομάντηλο υπήρχε ένα κομμάτι ωμό κρέας!

“Φάε”, είπε ο μακάριος.

“Είμαι Χριστιανός – απάντησε ο Τσάρος – και δεν τρώω κρέας την Σαρακοστή”.

“Πίνεις όμως αίμα ανθρώπων”, τον κεραυνοβόλησε ο Νικόλαος!

Ο Νικόλαος καβαλώντας το μπαστούνι του, όπως ένα παιδί που μιμείται κάποιον καβαλάρη, άρχισε να φωνάζει, «Ιβανούσκα, Ιβανούσκα φύγε πριν σου λείψει ο τρόπος να φύγεις”!

Την ίδια στιγμή μπήκε ένας ιπποκόμος και πληροφόρησε τον Ιβάν, ότι το αγαπημένο του άλογο είχε ξαφνικά ψοφήσει! Τρομαγμένος ο Ιβάν αναθεώρησε τα σχέδιά του και έφυγε άπρακτος. Το Πσκώφ είχε σωθεί.

Ο μακάριος Νικόλαος κοιμήθηκε ειρηνικά έξη χρόνια μετά το περιστατικό αυτό, το 1576, δίπλα από το καμπαναριό του ναού της Αγίας Τριάδας, όπου συνήθιζε να κοιμάται και ενταφιάσθηκε στην κρύπτη του Καθεδρικού Ναού. Η αγιότητά του διακηρύχθηκε αμέσως από τον λαό και την Εκκλησιαστική Αρχή. Το 1581, κατά την διάρκεια μιάς επιδρομής των Πολωνών, πολλοί κάτοικοι του Πσκώβ είδαν τον Σαλό Νικόλαο μαζί με τον αγ. Κορνήλιο, να προσεύχονται στην Θεοτόκο για την σωτηρία της πόλεως, και οι Πολωνοί πέρασαν από την πόλη αναίμακτα.

Η μνήμη του τιμάται την 28η Φεβρουαρίου.

http://churchsynaxarion.blogspot.gr/2009/04/blog-post_2052.html

Ο δια Χριστόν Σαλός είναι η ζωντανή συνείδηση της κοινωνίας. Κάλλιστος Ware Μητροπολίτης Διοκλείας
https://iconandlight.wordpress.com/2015/04/30/%CE%BF-%CE%B4%CE%B9%CE%B1-%CF%87%CF%81%CE%B9%CF%83%CF%84%CF%8C%CE%BD-%CF%83%CE%B1%CE%BB%CF%8C%CF%82-%CE%B5%CE%AF%CE%BD%CE%B1%CE%B9-%CE%B7-%CE%B6%CF%89%CE%BD%CF%84%CE%B1%CE%BD%CE%AE-%CF%83%CF%85%CE%BD/

Ο Σαλός εκπληρώνει έναν προφητικό ρόλο. Μητροπολίτης Διοκλείας Κάλλιστος Ware
https://iconandlight.wordpress.com/2015/05/25/%CE%BF-%CF%83%CE%B1%CE%BB%CF%8C%CF%82-%CE%B5%CE%BA%CF%80%CE%BB%CE%B7%CF%81%CF%8E%CE%BD%CE%B5%CE%B9-%CE%AD%CE%BD%CE%B1%CE%BD-%CF%80%CF%81%CE%BF%CF%86%CE%B7%CF%84%CE%B9%CE%BA%CF%8C-%CF%81%CF%8C%CE%BB/


Blessed Nicholas (Salos) of Pskov the Fool-For-Christ, “Ivanushko, Ivanushko, eat our bread and salt, and not Christian blood.”

Blessed Nicholas (Salos) of Pskov the Fool-For-Christ

Commemorated on February 28

Νικόλαος ο διά Χριστόν Σαλός του Πσκώφ_Святой праведный Николай, Христа ради юродивый, Псковский_nikola-salosBlessed Nicholas of Pskov lived the life of a holy fool for more than three decades. Long before his death he acquired the grace of the Holy Spirit and was granted the gifts of wonderworking and of prophecy. The Pskov people of his time called him Mikula [Mikola, Nikola] the Fool. Even during his lifetime they revered him as a saint, even calling him Mikula the saintly.

In February 1570, after a devastating campaign against Novgorod, Tsar Ivan the Terrible moved against Pskov, suspecting the inhabitants of treason. As the Pskov Chronicler relates, “the Tsar came … with great fierceness, like a roaring lion, to tear apart innocent people and to shed much blood.”

On the first Saturday of Great Lent, the whole city prayed to be delivered from the Tsar’s wrath. Hearing the peal of the bell for Matins in Pskov, the Tsar’s heart was softened when he read the inscription on the fifteenth century wonderworking Liubyatov Tenderness Icon of the Mother of God (Comm. March 19) in the Monastery of Saint Nicholas (the Tsar’s army was at Lubyatov). “Be tender of heart,” he said to his soldiers. “Blunt your swords upon the stones, and let there be an end to killing.”

All the inhabitants of Pskov came out upon the streets, and each family knelt at the gate of their house, bearing bread and salt to the meet the Tsar. On one of the streets Blessed Nicholas ran toward the Tsar astride a stick as though riding a horse, and cried out: “Ivanushko, Ivanushko, eat our bread and salt, and not Christian blood.”

The Tsar gave orders to capture the holy fool, but he disappeared.

Though he had forbidden his men to kill, Ivan still intended to sack the city. The Tsar attended a Molieben at the Trinity cathedral, and he venerated the relics of holy Prince Vsevolod-Gabriel (Comm. February 11), and expressed his wish to receive the blessing of the holy fool Nicholas. The saint instructed the Tsar “by many terrible sayings,” to stop the killing and not to plunder the holy churches of God. But Ivan did not heed him and gave orders to remove the bell from the Trinity cathedral. Then, as the saint prophesied, the Tsar’s finest horse fell dead.

The blessed one invited the Tsar to visit his cell under the bell tower. When the Tsar arrived at the cell of the saint, he said, “Hush, come in and have a drink of water from us, there is no reason you should shun it.” Then the holy fool offered the Tsar a piece of raw meat.

διά Χριστόν Σαλός_Fool-For-Christ_Юродивый-10949__big_1370354247 (1)“I am a Christian and do not eat meat during Lent”, said Ivan to him. “But you drink human blood,” the saint replied.

Frightened by the fulfillment of the saint’s prophecy and denounced for his wicked deeds, Ivan the Terrible ordered a stop to the looting and fled from the city. The Oprichniki, witnessing this, wrote: “The mighty tyrant … departed beaten and shamed, driven off as though by an enemy. Thus did a worthless beggar terrify and drive off the Tsar with his multitude of a thousand soldiers.”

Blessed Nicholas died on February 28, 1576 and was buried in the Trinity cathedral of the city he had saved. Such honors were granted only to the Pskov princes, and later on, to bishops.

The local veneration of the saint began five years after his death. In the year 1581, during a siege of Pskov by the soldiers of the Polish king Stephen Bathory, the Mother of God appeared to the blacksmith Dorotheus together with a number of Pskov saints praying for the city, among these was Blessed Nicholas (the account about the Pskov-Protection Icon of the Mother of God is found under October 1).

At the Trinity cathedral they still venerate the relics of Blessed Nicholas of Pskov, who was “a holy fool in the flesh, and by assuming this holy folly he became a citizen of the heavenly Jerusalem” (Troparion). He also “transformed the Tsar’s wild thoughts into mercy” (Kontakion).
https://oca.org/saints/lives/2009/02/28/100616-blessed-nicholas-salos-of-pskov-the-fool-for-christ

***

“God requires of us to go on repenting until our last breath.” (St. Isaias the Solitary)

“Repentance marks the starting-point of our journey. The Greek term metanoia, as we have noted, signifies primarily a “change of mind.” Correctly understood, repentance is not negative but positive. It means not self-pity or remorse but conversion, the re-centering of our whole life upon the Holy Trinity. It is to look not backward with regret but forward with hope – not downwards at our own shortcomings but upward at God’s love. It is to see, not what we have failed to be, but what by divine grace we can now become; and it is to act upon what we see. To repent is not just a single act, an initial step, but a continuing state, an attitude of heart and will that needs to be ceaselessly renewed up to the end of life.” (from Archbishop Kallistos Ware‘s book The Orthodox Way: p.113-114)


Πρόοδος στον αγιασμό σου φαίνεται όταν η καρδιά σου δεν μπορεί να κρίνει κανένα, σηκώνει το κακό όλου του κόσμου, περνά την Γεθσημανή και καλύπτει τα πάντα με τον μανδύα της αγάπης. π. Ευαγγέλου Παπανικολάου

προσευχομενος_praying _Молитва _122940714_9241_Ιερεύς τις του 20ου αιώνος.
Μιά συγκλονιστική ιστορία του Ιερέως ιατρού π. Ευαγγέλου Παπανικολάου

ΠΡΟΟΙΜΙΟΝ

Αναλογιζόμενος την μέχρι τώρα ζωή μου και τα μεγαλεία του Θεού σε εμέ είδα την από την παιδική μου ηλικία φροντίδα Του και τις άπειρες ευεργεσίες Του. Γεννημένος σε ένα περιβάλλον ορθόδοξο, σε γεωργικό χωροχρόνο, ανατράφηκα στην αυλή του σπιτιού μου, στο προαύλιο της εκκλησίας και μέσα στην εκκλησία, οπού με οδήγησαν, όχι μόνο οι γονείς μου, αλλά και οι γείτονες. Με το κερί που έφτιαχναν από τα μελίσσια που τρυγούσαν και προ παντός με τις προσευχές τους. Προσευχές που τις έβλεπα μπροστά μου, όρθρους και εσπερινούς που τους διάβαζαν από τα μεγάλα βιβλία που είχαν στα σπίτια τους, μεγάλα μηναία με ωραία γράμματα, καλλιγραφικά τυπωμένα με κόπο και ερυθρές επικεφαλίδες.

Γέροντες αγιορείτες με μακριές γενειάδες, καλογριές πτωχές με ταγάρια, πέρναγαν από τα σπίτια μας και άκουγα μαγεμένος τις ιστορίες τους από το Γεροντικό και τον Ευεργετινό.

Τότε σε ηλικία επτά ετών οι γονείς μου με έφεραν ένα Μάιο στον Άγιο Ιωάννη τον Μακρινό και λειτουργηθήκαμε πριν περίπου σαράντα χρόνια. Τότε είδα για πρώτη φορά τον γέροντα π. Δαμασκηνό και την μικρή αδελφότητα. Όλα έλαμπαν. H ομορφιά του χώρου, η γλυκύτητα που έψαλλε ο γέροντας το Θεοτόκε Παρθένε, μου έκλεψαν την καρδιά. H Λειτουργία ήταν η ζωή μου. Ο παπά Θεόδωρος του χωριού μου ο πολιός γέρων ο πνευματικός του σπιτιού μας. Ο διάκονος π. Ιερεμίας με το προφητικό του κήρυγμα και την Αγάπη του στην Παλαιά Διαθήκη, μου δώρισε την Βίβλο, Παλαιά και Καινή Διαθήκη και με σαγήνευσε.

Σε ηλικία 12 ετών μέσα στην εκκλησιαστική ταραχή του 1974 γνώρισα τον π. Άγγελο, άνθρωπο του Θεού, λειτουργούντα καθημερινά, λάμποντα από την καθαρότητα και την απλότητα του. Είχε αρχίσει ήδη ο πόθος να με ζώνει για την ιεροσύνη. H Ιατρική ήταν κάτι που μου κάλυπτε τον πόθο αλλά ποτέ δεν με αποπροσανατόλισε. H ελευθερία του φοιτητή μου δίνει την ευκαιρία να γνωρίσω ό,τι ήθελα. Τον γέροντα Γελάσιο Παλαιολόγο από την Μικρά Ασία, χειροτονία του Αγ. Νεκταρίου άγοντα τότε το 100 έτος της ηλικίας του, τον π. Παχώμιο ασθενή μοναχό σε ένα παλαιό σπίτι στα Εξάρχεια Κωνσταμονίτη του Πνευματικού Φιλαρέτου τέκνο. Στην Σερβία τον π. Ιουστίνο Πόποβιτς και είχα μία χαρά όταν μου είπε ότι το όνομα του ήταν Ευάγγελος, τον παπά Εφραίμ στα Κατουνακια που μου επίστησε την προσοχή στην γαλιάντρα που είχα στο κλουβί να μην την αφήσω να μου φύγει και την ίδια ώρα μυστικά καταλάβαινα να μου υπενθυμίζει τον αγώνα για την Ιεροσύνη. Τον μακαριστό Παϊσιο και τις ώρες των συζητήσεων μέσα στα χιόνια αλλά και τον π. Πορφύριο μέσα στην παράγκα του, τότε που λίγοι τον γνώριζαν. Όλοι αυτοί σιγά μου έδειχναν την μνήμη μου και κυρίως μου αποδείκνυαν το Ύψιστο του Υπουργήματος της Ιεροσύνης.

Στο διάστημα της Φοιτητικής μου ζωής συνδέθηκα περισσότερο με τους πατέρες της Άγ. Παρασκευής Μαζίου γνωστούς μου από παλαιά ως και με τον επίσκοπο κυρ – Γρηγόριο του οποίου η αγάπη και το πολυμαθές με εντυπωσίασαν ως και η συνέπεια στο Ευαγγελικό κήρυγμα.

Παρακολούθησα την ποιμαντική εργασία στον Ερυθρό του π. Φιλόθεου Φάρου που πλάτυνε τον νου μου και με απελευθέρωσε από ανόητους φόβους, μου έδειξε την αδυναμία της μη κοινωνίας και κυριολεκτικά με έμαθε τι δεν είναι εκκλησία. Στην στρατιωτική μου θητεία, ο Χριστός με πέταξε μέσα στην αγάπη των Κρητικών. Μου έδωσε φίλους δοκιμασμένους μέχρι σήμερα και κυρίως διά μέσω του γέροντος Τιμοθέου μου έδειξε τον παράδεισο. Ένας άρρωστος ξέπνοος άνθρωπος είχε όλο τον Χριστό και στον έδινε σαν φωνή αύρας λεπτής. Αυτός πρώτη φορά μου μίλησε για την ανάγκη της καρδιάς μου να γίνω ιερεύς. «Μην περιμένετε να μάθετε κάτι άλλο αφήστε το Άγιο Πνεύμα να σας οδηγήσει. Σας καλώ στην εκκλησία ως ιερέα. Όταν συναντήσετε Επίσκοπο που σας καλέσει υποταχθείτε. Μην φοβάστε. Εξ άλλου η Σάρκωση του Κύριου Ιησού Χριστού από την Κύρια Θεοτόκο έδωσε την δύναμη του μαρτυρίου σε όλους τους ανθρώπους». Εκεί ήταν ο γέροντας Ευμένιος που μας απεκάλυψε την μελλοντική αρχιεροσύνη του Γρηγορίου, αδιανόητη στον ίδιο. Εκεί ο π. Μεθόδιος της αγάπης έμπλεος και της προσφοράς αλλά εκεί και οι πρώτοι μου φίλοι κεκοιμημένοι. Κατά το μετέπειτα διάστημα γνώρισα στα Καλάβρυτα τον Γέροντα ‘Άνθιμο της Λαύρας τον Ηγούμενο που έσωσε το Λάβαρο από τους Γερμανούς και ένωνε τον Χριστό και την Πατρίδα.

Και ξαναερχόμαστε πάλι από την αρχή στον Μακρινό με τον Γέροντα Δαμασκηνό να με καλεί να γίνω ιερεύς: εγώ θα πάω στον επίσκοπο και θα του πω καν’ τον παπά …; …; ‘Όμως εκοιμήθη ο μακάριος Δαμασκηνός και προστέθηκε στους Αγιους Πατέρες μας. Ο Χριστός σιώπησε χρόνια ώσπου αναπάντεχα ο Γρηγόριος καλείται να ποιμάνει μια δύσκολη περιοχή του κόσμου και αυτός καλεί και εμέ συγκυρηναίο. Τότε μου είπε: γράψε Ευάγγελε την ζωή του π. Νικολάου να την μοιράσουμε σαν ενθύμιο την ημέρα της χειροτονίας σου. Έτσι για υπακοή την έγραψα εις αποκάλυψη της μυστικής εργασίας του. Και διαρκή υπόμνησή μου του τι είναι Ορθόδοξος παπάς.

ΙΕΡΕΥΣ ΤΙΣ ΤΟΥ 20ου ΑΙΩΝΟΣ

Ιησούς Χριστός ο Καλός ΠοιμέναςChrist the Good Shepherd2014-01-10 16.36.29Τον είδα αιφνίδια μέσα στον τεράστιο θάλαμο με τα 65-70 κρεβάτια μέσα στο πανδαιμόνιο που κάνουν 70 άνθρωποι όταν μαζευόταν και στριμώχνονταν σε ένα μικρό χώρο. Το φως πολύ. Έμπαινε από τα μεγάλα παράθυρα με τα σιδερένια κάγκελα. Ήταν πρωί, περίπου 9η ώρα, όταν άνοιξε η βαριά πόρτα, εξωτερική, και ανεβήκαμε η νέα ομάδα των 10 φοιτητών στο τμήμα αποτοξίνωσης στο Δαφνί. Πρόσωπα εκινούντο αέναα μέσα στο φαρδύ διάδρομο που άφηναν τα κρεβάτια τους. Άνθρωποι από όλα τα μέρη της πατρίδας και από πιο πέρα ακόμη. Με τις χαρακτηριστικές προφορές των Λαρισινών ή των Κρητικών και των νησιωτών. Κοντοί, ψηλοί, μελαχρινοί, άσπροι, αδύνατοι παχείς, πάσχοντες, όλος ο κόσμος αναγκασμένος να συμβιώνει.

Και μέσα σε αυτήν την άμπωτη και πλημμυρίδα των ανθρώπων ένας ψηλός ξανθωπός με μαύρα ρούχα και περιλαίμιο λευκό με λίγο υποτυπώδες γένι ξανθό άρχοντας, ατάραχος, γαλήνιος μέσα σ’ αυτή την ταραχή. Κατάλαβα ότι επρόκειτο για ιερέα. Ευτυχώς είπα μέσα μου, ένας καθολικός ιερέας στο τμήμα αποτοξίνωσης. Ευτυχώς που δεν είναι ορθόδοξος. Να ξεφτιλιζόμαστε στους γιατρούς και στους συμφοιτητές μας!!! Ευτυχώς. Χωριστήκαμε σε δύο ομάδες, βάλαμε τις ιατρικές μας μπλούζες και με τον υπεύθυνο γιατρό προχωρήσαμε στο κρεβάτι του πρώτου ασθενούς. Τον φώναξε ο υπεύθυνος από την παρέα του, ήρθε ένας μικρός μαγκάκος από την Λάρισα ομιλητικός αλλά μαγκάκος. Δεν θυμάμαι τίποτα από το πρώτο αυτό μάθημα ούτε γιατί ήταν μέσα ο ασθενής ούτε τι φάρμακα έπαιρνε απλώς στην ρύμη των λόγων του είπε. “Έχουμε και τον παπά να μας βοηθά και περνάμε καλά και ενώ έπρεπε να φύγουμε σε τρεις μήνες επισπεύσαμε το πρόγραμμα χάρις σ’ αυτόν και θα φύγω σε 1,5 μήνα”. Τότε με τάραξε ο λογισμός μου ένας καθολικός παπάς με το κουστουμάκι του βοήθησε αυτόν εδώ; Αδύνατον, ένας καθολικός παπάς!!!! Στην πρώτη μας αυτή συνάντηση ουδέν έπραξα παρ’ όλο τον φυσικό μου κοινωνικό χαρακτήρα. Έφυγα όταν τελείωσε ο υποχρεωτικός μου χρόνος της παρουσίας.

Στη δεύτερη επίσκεψη την επόμενη εβδομάδα πάλι τα ίδια, άλλος ασθενής και νέα αποκάλυψη: “ευτυχώς που έχουμε τον παπά και μας βοηθά ειδικά τα βράδια που μένουμε με τους εαυτούς μας, μας παρηγορεί, μας εμψυχώνει. Είναι δικός μας παπάς, ορθόδοξος!”

‘Ένα κρύο ρεύμα με διαπέρασε, γκρεμίστηκαν όλα, ο ευσεβισμός μου δεν μπορούσε να δεχτεί ότι ένας παπάς ορθόδοξος ήταν μέθυσος, είχε ανάγκη αποτοξίνωσης και βρισκόταν πίσω από τα σίδερα με άλλους παρανόμους, μέθυσους και ναρκομανείς. Ούτε καν σε κάποιο ιδιωτικό κέντρο αποτοξίνωσης. H ιδέα που είχα για άσπιλη εκκλησία και οφειλόταν στη νεότητά μου ξεθώριασε απότομα. Τον πλησίασα, στεκόταν όρθιος και συνομιλούσε με έναν άλλο ασθενή, που έτρεμαν τα χέρια του. Συνομιλούσε απλά για το τίποτα, ο άλλος τον άκουγε, του έλεγε για τα προβλήματά του, του μιλούσε γρήγορα, ο παπάς άκουγε με μία απέραντη στοργή κοιτάζοντάς τον. Είχε πρόσωπο καθαρό, μάτια γαλάζια-θάλασσα, ηλικία 55 χρονών περίπου, χέρια άσπρα δάκτυλα μακριά, τέλος πάντων, όλα πάνω του είχαν κάτι το αρχοντικό. Του απάντησε σιγά με μια προφορά με αγγλική ηχώ. Ήταν ξένος. Παπάς ορθόδοξος ξένος.

Μόλις τελείωσε με τον άρρωστο στράφηκε σε μένα και με ρώτησε: «χάου αρ γιου?». Έμαθα ότι ήταν ‘Έλληνας που γεννήθηκε στο εξωτερικό, οι γονείς του είχαν φύγει για την πέρα από τον Ατλαντικό Αμερική. Τον έστελναν όμως οι γονείς του στους παππούδες του στην Κατερίνη, έτσι είχε μάθει καλά ελληνικά και είχε ένα σύνδεσμο με την παράδοση της χώρας μας. Ένιωθα ήδη άνετα σαν να τον γνώριζα από χρόνια, είχαν φύγει όλοι οι ενδοιασμοί μου.

-Τι θέλετε από μένα, με ρώτησε.

-Θέλω να μάθω γιατί βρίσκεστε σε αυτό το χώρο και θεραπεύεστε, τέλος πάντων να σας γνωρίσω.

-Ελάτε στο δωμάτιό μου.

Ναι, μέσα σε αυτό το χάλι υπήρχε ένα μικρό δωματιάκι, στενό δωματιάκι με ένα κρεβάτι, παράθυρο βορινό, τοίχοι πανύψηλοι, 4 μέτρα ύψος, ένα γραφείο, εικόνες ρωσικές, καντήλι, κομποσκοίνι, θυμιατήρι, πετραχήλι, φάρμακα πάνω στο γραφείο και βιβλία. Ήταν ένα μικρό καλογερικό κελί μέσα στη ταραχή 70 τροφίμων του ψυχιατρείου. Εκεί άρχισε η αποκάλυψη της χάρης του Θεού. Το όνομα Νικόλαος, ορθόδοξος ιερέας της αρχιεπισκοπής της Αμερικής. Καθηγητής του Χάρβαρντ στην έδρα των Παλαμικών σπουδών και ποιμαντικής ψυχολογίας. Καθηγητής στο Χάρβαρντ στο μεγαλύτερο πανεπιστημιακό ίδρυμα της Αμερικής και τώρα τρόφιμος της ψυχιατρικής πτέρυγας του Δαφνίου στο τμήμα αποτοξινώσεως, η διαφορά είναι ιλιγγιώδης.

-Πάτερ; Πώς φτάσατε εδώ;

-Ήμασταν μία παρέα φίλοι που τελειώσαμε τη σχολή του τιμίου Σταυρού στην Βοστώνη. Παντρευτήκαμε, κάναμε παιδιά και γίναμε ιερείς. Ο καλύτερος όλων μας πριν περίπου δέκα χρόνια πέθανε αιφνίδια. Τον κηδεύσαμε και γυρίσαμε στα σπίτια μας. Τότε με κατέλαβε ένα πνεύμα λύπης και από τότε άρχισα να πίνω. Τέλος πάντων σε λίγο καιρό ήμουν εξαρτημένος από το ποτό, εάν δεν έπινα έτρεμα. Δεν μπορούσα να διευθετήσω τα θέματά μου. Στην αρχή το έκρυβα από την γυναίκα μου και τα παιδιά μου, δε μεθούσα αλλά έπινα, ήμουν με ένα ποτήρι στο χέρι. Πειράχτηκε και το ήπαρ μου.

Όλο το θέμα ήταν μία πρόκληση για την ιατρική μου γνώση, τίποτα από τα παραπάνω δεν συμβάδιζε με την νηφαλιότητα του ανδρός με την αρχοντιά του και την έλλειψη νευρικότητας. Είχε έρθει η ώρα να φύγουμε. Του ζήτησα να του φέρω κάτι για παρηγοριά του μέσα σε αυτούς τους τοίχους. Ένα βιβλίο του Ρωμανίδη μου λέει, τον είχαμε δάσκαλο τον Ρωμανίδη. Στη νέα συνάντησή μας την επόμενη εβδομάδα κρατούσα στο χέρι μου το δεμένο βιβλίο του Ρωμανίδη «ΡΩΜΑΙΟΙ Ή ΡΩΜΙΟΙ ΠΑΤΕΡΕΣ ΤΗΣ ΕΚΚΛΗΣΙΑΣ». Ανέβηκα τρέχοντας τα σκαλιά να συναντήσω τον Νικόλαό μου τον άρρωστό μου, τον βρήκα στο δωμάτιό του καθισμένο σε μία μικρή πολυθρόνα και στο χέρι του ένα μικρό κομποσκοίνι. Του έδωσα το βιβλίο στα χέρια του. Είχε κόκκινο σκληρό εξώφυλλο, το γύρισε με αγάπη, διάβασε τα κεφάλαια. Χάρηκε σαν μικρό παιδί.

Είμαι εδώ πάνω από τρεις μήνες, βγαίνω σπάνια δεν έχω που να πάω, δεν μου έχουν φέρει ένα δώρο. Πόσο χαίρομαι για αυτό που μου έφερες. Αυτός ο άνθρωπος έφερε αέρα ορθοδοξίας, γκρέμισε το σχολαστικισμό της γερμανικής ιδεολογίας, έδειξε τον πλούτο μας!!! Ότι μας έλεγε ο γέρο Ιωσήφ αυτός το έβαλε στα πανεπιστήμια.

– Ποιός γέρο Ιωσήφ;
-Ο ησυχαστής, ο παππούς ο σπηλαιώτης. Τον γνώρισα το 1960 όταν πήγαινα στο Άγιο Όρος, στη Νέα Σκήτη, με δεχόταν στο κελάκι του. Μου έμαθε να προσεύχομαι με το κομποσκοίνι ώρες και ώρες, φωτόμορφος, γλυκύς, αυστηρός. Προσοχή έλεγε στο νου, πρώτα προσβολή μετά συζήτηση με τον λογισμό μετά συγκατάθεση!!! Συγκατάθεση, θάνατος, αρχή αμαρτίας, η αμαρτία δόντι ιοβόλο του θανάτου. Προσοχή όχι συζήτηση με τον λογισμό, νίψη. Αυτά που ο γέροντας τα παρέδωσε εμπειρικά, ο Ρωμανίδης τα κατέγραψε τα στήριξε αγιοπατερικά και τα εξαπέστειλε στα πέρατα της γης, ώστε να έχουμε και εμείς χαρά εκεί στην Αμερική. Όταν έγινα ιερέας με τον πρώτο μου μισθό έστειλα ένα δώρο στον γέροντα Ιωσήφ, του έστειλα ράσα καλογερικά όχι κάτι το ακριβό, τα είχα τυλίξει και σε ένα γκρι χαρτί, έγραψα την διεύθυνση και τα έστειλα. Μετά από πέντε χρόνια τον επισκέφθηκα στο κελί του, όπως καθόταν είδα πίσω του στο περβάζι το δώρο μου ανέγγιχτο αμέσως σκούρυνε το προσωπό μου. Του λέω: «Γέροντα σου έστειλα ένα δώρο με τα πρώτα μου χρήματα και εσύ ούτε που το άγγιξες!!!» Μου λέγει: «π. Νικόλαε, παιδί μου δεν μου λείπει τίποτα, έχω τον Χριστό. Δεν μου λείπει τίποτα, το δώρο σου το είδα έσκισα μία άκρη και το είδα. Το άφησα εδώ χρόνια να μου λέγει ο λογισμός άνοιξε το και να τον ξεχνώ αλλά να σε θυμάμαι. Θα μπορούσα να το έχω δωρίσει σε τόσους που έρχονται εδώ αλλά το άφησα για τον παπά Νικόλα, έλα να βάλουμε τον πλάγιο του δεύτερου ήχου να παρηγορηθείς». Μου έμαθε να προσεύχομαι με το κομποσκοίνι για τον κόσμο για τις αμαρτίες μου και πάλι έμπονα για τον κόσμο. Όλες τις ακολουθίες τις έκανε με το κομποσκοίνι εκτός της Θείας Λειτουργίας.

-Πάτερ απορώ πώς εσείς που γνωρίσατε ένα τόσο άγιο άνθρωπο πέσατε σ’ αυτό το πάθος της οινοποσίας. Η προσευχή δεν σας προστάτεψε δεν σας βοήθησε να γλιτώσετε από τον πειρασμό αυτόν;

-Ευάγγελε μην ξεχνάς το αρκεί σοι η χάρις μου του Παύλου.

-Ξέρετε με σκανδάλισε στην αρχή τουλάχιστον το θέμα σας.

-Σε σκανδάλισε ή σε φόβισε για το ευόλισθον της φύσεώς μας; Είσαι αυτάρκης στην νομιζόμενή σου καθαρότητα και φοβάσαι μήπως την χάσεις, μήπως κάνεις κάποιο λάθος και χάσεις την καλή γνώμη για τον εαυτό σου και για τους άλλους. Σε νοιάζει τι θα πει ο κόσμος. Αδελφέ μου και φίλε μου η νεότητά σου είναι κακός σύμβουλος όπως και σε μένα κάποτε. Η πείρα του βίου και η συναντίληψη της χάριτος με έπεισε ότι όποιος και αν είμαι ότι και αν κάνω είμαι δεμένος με τον Χριστό και φωνάζω ελέησον με ο Θεός, ελέησον με Κύριε ως οίδας και ως θέλεις ελέησον με. Και λέω μέσα μου όλοι σώζονται εγώ κολάζομαι. Ελπίζω στον Χριστό και στην Παναγία. Ελπίζω στο έλεος του Θεού που χαρίζει τον παράδεισο σ’ αυτούς που πιστεύουν ότι είναι ανάξιοι του παραδείσου.

Και πάλι ο αδυσώπητος χρόνος τελείωνε.

-Πάτερ θέλετε να σας φέρω κάτι την επόμενη συνάντησή μας;

-Ναι θέλω κάτι επειδή έχω τέσσερα παιδάκια στην πατρίδα και τα έχω επιθυμήσει. Φέρε μου σε παρακαλώ ένα μικρό παιδάκι και φώναξέ με να βγω στο παράθυρο από τα κάγκελα να το δω να δω τα ματάκια του να παρηγορηθώ.

Βρήκα τον μικρό μου βαπτισμένο Σωτήριο τον πήρα αγκαλιά, πέρασα την πόρτα και σταθήκαμε κάτω από τα σίδερα.

-Π. Νικόλαε, π. Νικόλαε, ήρθαμε. Πρόβαλε η φιγούρα του πίσω από τα σίδερα άπλωσε τα χέρια του από ψηλά μας κοίταζε, μας χαμογελούσε, μιλάγαμε από εκεί. Χάρηκε, θυμήθηκε τα δικά του, απλώθηκε η νοσταλγία. Δεν ήταν πίκρα ήταν μία νοσταλγία για τον παράδεισο μας. Mας ευλόγησε και αποχωρήσαμε. Ποιος είναι πλούσιος, Λωξάνδρα μου, εν τω ολίγω αναπαυόμενος, τζόγια μου …; Πάτερ, η Αμερική φημίζεται για τα αποτοξινωτικά της κέντρα, πώς ήρθατε σ’ αυτές τις άθλιες συνθήκες.

-Ευάγγελε πριν πολλούς μήνες προκηρύχτηκε μια θέση στο πανεπιστήμιο της Αθήνας παλαμικών σπουδών. Ήρθα λοιπόν κι εγώ αφού πήρα την άδεια από το πανεπιστήμιο μου στο Χάρβαρντ να βάλω τα χαρτιά μου γι’ αυτή την έδρα. Οι μήνες περνούν δεν γινόταν τίποτα. Καθηγητικές ίντριγκες, συνεδριάσεις επί συνεδριάσεων, τίποτα. Την έδρα μου στο Χάρβαρντ την είχε πριν από μένα ο Γεώργιος Φλορόφσκι. Αυτός είναι ένας μεγάλος Θεολόγος και πραγματικός φιλέλληνας και είναι ο γέροντας μου.

Από έκπληξη σε έκπληξη.

– Γέροντάς σας αυτός ο μέγας;

-Ναι και είναι πραγματικά μεγάλος πνευματικός Θεολόγος και σημειοφόρος άνθρωπος θυσίας. Σπουδαγμένος και στην ποιμαντική Ψυχιατρική και στην ψυχολογική αντιμετώπιση των εθισμένων χρηστών σε ουσίες και ποτό. Αλλά όλα αυτά τα ασκούσε με απέραντη αγάπη και υπομονή. Για να κατανοήσεις το μέγεθος του ανδρός θα σου πω μία ιστορία στην οποία ήμουν μάρτυρας της θαυμαστής θεραπείας ενός εφήβου. Μια οικογένεια έφερε το παιδί της 18 ετών που έπασχε από ηβηφρενία. Η κατάσταση ήταν δύσκολη αθεράπευτη σχεδόν τον παρακάλεσαν να τον δεχτεί να τον αναλάβει. Πράγματι τον πήρε σε ένα σπίτι στην εξοχή που είχε πολλά στρέμματα, με σημύδες ένα μεγάλο αγρόκτημα. Μπήκαν μέσα οι δυο τους, το αγρίμι και ο π. Γεώργιος και έκλεισαν την βαριά πόρτα. Μετά τρεις μέρες παρέδωσε το παιδί υγιές και σώφρον στους γονείς. Το παιδί αυτό σπούδασε και είναι υγιής έκτοτε και μάλιστα τώρα είναι και επίσκοπος της Εκκλησίας μας. ‘Όταν τον ρώτησα π. Γεώργιε πώς έγινε αυτό μου είπε ό,τι πήρε το παιδί και του είπε: «παιδί μου εγώ θα καθίσω σ’ αυτήν την σημύδα. Όλος ο χώρος είναι δικός σου, κάνε ό,τι θέλεις και όταν θέλεις έλα να μιλάμε.» Τρεις μέρες και τρεις νύχτες έκανε ό,τι ήθελε. Κατέστρεψε το ψυγείο, την βιβλιοθήκη μου, τα λουλούδια και όποτε ήθελε με πλησίαζε και μιλάγαμε. Εγώ καθόμουν στης σημύδας τον κορμό και περίμενα χωρίς να ταράζομαι για ό,τι γινόταν, τρεις μέρες εκεί δεν σηκώθηκα, δεν έφαγα, δεν ήπια νερό. Την τρίτη ήμερα ήρθε το παιδί γαλήνιο μου φίλησε το χέρι, με σήκωσε, με βοήθησε να περπατήσω γιατί ήμουν σαν πεθαμένος, ανοίξαμε την πόρτα και τον παρέδωσα στους γονείς του. Ιματισμένο και σωφρονούντα. Πάτερ Γεώργιε, και τρεις ημέρες πώς κάνατε τις στοιχειώδεις ανάγκες σας; Τα έκανα πάνω μου δεν μετακινήθηκα καθόλου, ήθελα να δώσω μία θυσία γι’ αυτόν στο Θεό, την υπομονή μου, την κατάργηση των συμβατικών καθημερινών πρακτικών. Δεν είναι τίποτα, ο Θεός μου χάρισε υγιή τον άνθρωπο και δι αυτού μου χάρισε και γεύση της Βασιλείας του. Τέτοιος άνθρωπος ήταν αυτός, αληθής Θεολόγος, άνθρωπος της Λειτουργίας αλλά και πέρα απ’ αυτήν. Πάντα έλεγε: δίδου ημίν εκτυπώτερον, σου μετασχείν, εν τη ανεσπέρω ημέρα της βασιλείας σου.αγάπη_ώσπερ πελεκάν_Agapi-2011ΣYZHTHΣH ΣTO MΙKΡO ΔΩMATΙO ΠΕΡΙ THΣ ZΩHΣ ΤΟΥ ΙΕΡΕΩΣ

Από τις συζητήσεις που είχαμε καταθέτω εδώ μερικά.

-Πρόσεχε ιερεύ τον εαυτό σου μην ξεχάσεις να βλέπεις τον Θεό.

Ορκίστηκες να έχεις τον νου σου στην Σωτηρία τόσο την δική σου όσο και των άλλων.

Κάθε καιρός είναι κατάλληλος για να δώσεις το Βάπτισμα και την Θεία Κοινωνία γιατί κάθε καιρός είναι κατάλληλος για τον θάνατο.

Να θυμάσαι ότι ο άνθρωπος μπορεί να πει όχι στον Θεό, ο Θεός δεν μπορεί να πει όχι στον άνθρωπο. Αυτού του Θεού είμαστε ιερείς, που επιτρέπει στο πλάσμα του να πει όχι να μην γίνει το θέλημά σου δηλαδή να γεννήσει την κόλαση.

Στους ανθρώπους μπορείς να πεις ότι ο Χριστός κατέβηκε στον Άδη εκεί μας αναμένει όσο πιο βαθύς είναι ο Άδης σου τόσο βαθύτερα είναι ο Χριστός.

Η οδύνη είναι το ψωμί που ο Θεός μοιράζεται με τον άνθρωπο και που έχει υποχρέωση ο δούλος του ο παπάς να μοιραστεί κι αυτός με τον σύνολο του. Στον Σταυρό ο Θεός ενάντια σε ότι είχαμε ποτέ φανταστεί για θεό, τάχθηκε με το μέρος του ανθρώπου.

Ο Θεός έγινε άνθρωπος, δηλώνει την αγάπη του ζητά την αγάπη μας και μας απαλλάσσει από κάθε οφειλή.

Ο αγώνας μας είναι η προσοχή στην πνευματική πηγή του κακού, το οποίο δεν προέρχεται από την φύση αλλά συντελείται μέσα στο πνεύμα.

Αυτός που είδε την αμαρτία του είναι πιο μεγάλος από αυτούς που γνώρισαν αγγέλους. Τότε από την άβυσσο των αμαρτιών μου επικαλούμαι την άβυσσο της Χάριτος σου.

Πρόοδος στον αγιασμό σου, παπά μου, φαίνεται όταν η καρδιά σου ήσυχη διαστέλλεται και ανθίζει σε κοσμική ευσπλαχνία, δεν μπορεί να κρίνει κανένα, σηκώνει το κακό όλου του κόσμου, περνά την Γεθσημανή και καλύπτει τα πάντα με τον μανδύα της αγάπης. Η αγάπη είναι ο Θεός που ρίχνει το βέλος τον Μονογενή του Υιό αφού έβρεξε την ακίδα του βέλους με το ζωοποιό πνεύμα. Η ακίδα είναι η πίστη που όχι μόνο εισάγει το βέλος αλλά και τον τοξότη μαζί της.

Ευάγγελε μου, αν ποτέ γίνεις ιερέας να θυμάσαι ότι αυτό που σκανδαλίζει τους άπιστους δεν είναι οι άγιοι αλλά το αναμφισβήτητο γεγονός ότι δεν είμαστε όλοι άγιοι. Η κατάσταση του κόσμου μοιάζει με αυτήν την προ του Μ. Κωνσταντίνου, και χειρότερη γιατί τότε οι άνθρωποι ήσαν ειδωλολάτρες τώρα είναι άθεοι. Έτσι αντί η εκκλησία να κρίνει τον κόσμο η Εκκλησία κρίνεται από τον κόσμο γιατί ο κόσμος μπορεί να την κατηγορήσει ότι μέσα σε τόσους αιώνες έχασε την ικανότητα της μαγιάς και ΑΝΤΑΝΑΚΛΑ ΤΟΝ ΚΟΣΜΟ και μάλιστα πιστά. Η εκκλησία από αρραβωνιαστικιά έγινε ΘΡΗΣΚΕΥΤIΚΗ κοινωνία. ΤΟ ΕΥΑΓΓΕΛΙΟ εξεγείρει, ανατρέπει όχι την δομή του κόσμου αλλά την δομή του ανθρώπινου πνεύματος. Ο Χριστός εντός.

Απόκτησε την εσωτερική ειρήνη και πλήθος ανθρώπων θα βρει την ειρήνη δίπλα σου. Παπά μου, το να πλησιάσεις τον σύγχρονο άνθρωπο είναι τέχνη. Το ουσιώδες είναι να μεταφερθείς στην θέση του, να σβήσεις τον εαυτό σου και να αφήσεις τον Χριστό να μιλήσει.

άσωτος γιος_ the Prodigal Son_ Притча о блудном сынеFiul-cel-pierdut-10Όλη σου η Θεολογία που σε έμαθαν σωριάζονται σαν θρύψαλα μπροστά σε ένα εγκληματία, ένα νεκρό, μια μοναξιά. Όμως η ζωντανή ζεστασιά της παλάμης σου μπορεί να κάνει ανθρώπους σβησμένους, λερωμένους κι άσχημους να ακτινοβολούν ξαφνικά ακτίνες Φωτός και να ανασύρεις στην επιφάνεια αυτό που κοιμάται. Την κοινωνία.

Ο Μυστικός Δείπνος, η Θεία Κοινωνία, που ετοιμάζεις είναι μυστήριο εν πορεία, γι’ αυτό στεκόμαστε όρθιοι. Και αν γίνουμε απόβλητοι από την κοινωνική ζωή πρέπει να ωριμάσουμε σαν μία γενιά ομολογητών.

-Πάτερ Νικόλαε είδα ότι είσαι άνθρωπος του Θεού. Σε παρακαλώ πες μου ποιά είναι η μυστική σου εργασία, τι μου κρύβεις;

– «Ευάγγελε μου ήλθε η ώρα νομίζω να μάθεις όλα τα κατ’ εμέ σαν μία παρακαταθήκη Διδασκάλου προς μαθητή. Δεν είμαι άρρωστος τουλάχιστον δεν πάσχω από αλκοολισμό!!!! Μεταξύ των σπουδών μου είναι και η ψυχολογία του χρήστη. Αφού ήρθα στην Αθήνα και κατέθεσα τα χαρτιά μου και ο καιρός περνούσε, με το σήμερα αύριο, μίλησα με τον διευθυντή της κλινικής που είναι φίλος μου από την Αμερική, του είπα για προγράμματα στην Αμερική όπου ο γιατρός ζει μαζί με τους αρρώστους για όλο τον χρόνο του προγράμματός τους με εξαιρετικά αποτελέσματα. Έτσι παρακολουθώ το πρόγραμμα, χωρίς κανείς να το γνωρίζει από τους συναρρώστους μου. Ζω έγκλειστος τρεις μήνες περίπου, επιταχύνθηκε το πρόγραμμα αλλά κυρίως αυτοί που έφυγαν αυτό το διάστημα δεν υποτροπίασαν».

– Μα τι μου λέτε, πουλήσατε τον εαυτό σας σαν δούλο εδώ μέσα, δεν βλέπετε ούτε καν παιδιά, υποφέρετε την τρέλα του καθενός.

– Ναι αλλά έχω το δωματιάκι μου, την προσευχή μου την πίστη μου, έχω τον καθρέφτη μου όλους τους αδελφούς τους έγκλειστους. Εκείνο που με ξεσχίζει τα σπλάχνα ήταν ότι δεν μπορούσα να λειτουργώ. Τώρα τελευταία παίρνω κι εγώ όπως όλοι μία άδεια και πηγαίνω εδώ σε ένα μοναστηράκι να λειτουργώ και επανέρχομαι.

– Μα δεν τρελαθήκατε εδώ μέσα φυλακισμένος αναίτια τόσους μήνες;

– Πιέστηκα πιέστηκα ήταν εμπειρία τάφου αλλά όμως γνώρισα όλους αυτούς τους φίλους του Χριστού τους ελάχιστους. Αυτούς που πιστεύουν ότι είναι ανάξιοι του παραδείσου, τους συμπαραστάθηκα, τους άκουσα, τους έδωσα λίγο νερό, λίγη πίστη και κυρίως επλατύνθηκα κι εγώ και πάλι δούλος αχρείος είμαι. Αναλογίζομαι την ώρα της εξόδου μου και ελπίζω στο έλεος της εκκλησίας Του και στο ιδικό Του.

-Πάτερ Νικόλαε, είστε τόσο νέος ούτε 53.

Ήταν Τετάρτη της πρώτης των νηστειών που κάναμε αυτή την κουβέντα της καρδιάς, που μου χάραξε την καρδιά.

– Την Παρασκευή θα πάρω άδεια, θα πάω στο μοναστηράκι που σας είπα για τους χαιρετισμούς και για λειτουργία την Κυριακή της Ορθοδοξίας. Ελάτε κι εσείς να σας δούμε. Πάρτε ένα τηλέφωνο το Σάββατο να σας πούμε την ώρα της Λειτουργίας την Κυριακή.

Πράγματι το Σάββατο των Αγίων Θεοδώρων τηλεφώνησα. Ευλογείτε πάτερ, ο Κύριος. Σας παρακαλώ θέλω να μιλήσω στον πατέρα Νικόλαο. Δεν γίνεται, μου είπε. Πότε να ξαναπάρω για τον π. Νικόλαο, πότε; Μόλις προ ολίγου τελείωσε την Θεία λειτουργία κατέλυσε και πέθανε μπροστά στην Αγία Τράπεζα την ώρα που την ασπαζόταν για να βγει από το Ιερό. Επειδή αργούσε να βγει μπήκε ο εκκλησάρης και τον βρήκε γονατιστό αλλά χωρίς πνοή. Έχει έρθει η αστυνομία, θα τον πάνε για νεκροτομή, θα τον στείλουν στην Αμερική.

– Δεν ξέρω τι λέτε, πάτερ, εγώ προχτές του μίλησα, τέλος πάντων ήμασταν μαζί. Ήταν μια χαρά. Δεν μπορεί, δεν είναι αυτός.

– Όχι αυτός είναι. Έτσι το ήθελε ο Θεός.

Έτσι ετελειώθη ο Νικόλαος ο άρχων, ο εργάτης των εντολών του Χριστού, ο κρυφός, ο φίλος μου, ο ολιγοήμερος, ο γνήσιος ποιμένας που άφησε τα 99 για το ένα, που πουλήθηκε δούλος σαν κι αυτόν τον επίσκοπο του γεροντικού, ο ιερέας του 20 αιώνος του απατεώνος που τα μάτια του δεν απατήθηκαν αλλά είδε καθαρά την εικόνα του κόσμου χωρίς φαντασία. Aς έχουμε την ευχή του.

Από το «Ενθύμιο Χειροτονίας εις Πρεσβύτερο π. Ευαγγέλου εξ ιατρών 14/11/2009»
https://dosambr.wordpress.com/2010/08/17/%CE%B9%CE%B5%CF%81%CE%B5%CF%8D%CF%82-%CF%84%CE%B9%CF%82-%CF%84%CE%BF%CF%85-20%CE%BF%CF%85-%CE%B1%CE%B9%CF%8E%CE%BD%CE%BF%CF%82/#comment-151

Βρήκα στο Δαφνί ένα Άγιο. π Ευάγγελος Παπανικολάου
https://www.youtube.com/watch?v=339ZGRaSOic

 


Return from Exile, The Lesson of the Prodigal Son, by Fr. Alexander Schmemann

άσωτος γιος_ the Prodigal Son_ Притча о блудном сыне2e0b70443e32152ba1ce1da341d

Return from Exile
The Lesson of the Prodigal Son
by Fr. Alexander Schmemann (+1983)

On the third Sunday of preparation for Lent, we hear the parable of the Prodigal Son (LK 15:11-32). Together with the hymns on this day, the parable reveals to us the time of repentance as man’s return from exile. The prodigal son, we are told, went to a far country and there spent all that he had.

A far country! It is this unique definition of our human condition that we must assume and make ours as we begin our approach to God. A man who has never had that experience, be it only very briefly, who has never felt that he is exiled from God and from real life, will never understand what Christianity is about. And the one who is perfectly “at home” in this world and its life, who has never been wounded by the nostalgic desire for another Reality, will not understand what is repentance.

Repentance is often simply identified as a cool and “objective” enumeration of sins and transgressions, as the act of “pleading guilty” to a legal indictment. Confession and absolution are seen as being of a juridical nature. But something very essential is overlooked – without which neither confession nor absolution have any real meaning or power. This “something” is precisely the feeling of alienation from God, from the joy of communion with Him, from the real life as created and given by God. It is easy indeed to confess that I have not fasted on prescribed days, or missed my prayers, or become angry. It is quite a different thing, however, to realize suddenly that I have defiled and lost my spiritual beauty, that I am far away from my real home, my real life, and that something precious and pure and beautiful has been hopelessly broken in the very texture of my existence. Yet this, and only this, is repentance, and therefore it is also a deep desire to return, to go back, to recover that lost home….

One liturgical peculiarity of this “Sunday of the Prodigal Son” must be especially mentioned here. At Sunday Matins, following the solemn and joyful Psalms of the Polyeleion, we sing the sad and nostalgic Psalm 137:

By the rivers of Babylon, there we sat down, and we wept when we remembered Zion…
How shall we sing the Lord’s song in a strange land?
If I forget thee, O Jerusalem, let my right hand wither!
If I do not remember thee, let my tongue cleave to the roof of my mouth; if I prefer not Jerusalem above my chief joy…

It is the Psalm of exile. It was sung by the Jews in their Babylonian captivity as they thought of their holy city of Jerusalem. It has become forever the song of man as he realizes his exile from God, and realizing it, becomes man again: the one who can never be fully satisfied by anything in this fallen world, for by nature and vocation he is a pilgrim of the Absolute. It reveals Lent itself as pilgrimage and repentance – as return. ~ Amen


Πως μπορώ να αντιμετωπίσω την αμαρτωλή μου κατάσταση; Αντώνιος Bloom Μητροπολίτης Σουρόζ

άσωτος γιος_ the Prodigal Son_ Притча о блудном сыне5448749-8129157

Όσιος Παΐσιος ο Αγιορείτης

Μακάριοι όσοι δεν κηρύττουν με λόγια το Ευαγγέλιο, αλλά το ζούνε και κηρύττουν με την σιωπή τους, με την Χάρη του Θεού, η οποία και τους προδίδει.

Μακάριοι όσοι χαίρονται, όταν τους κατηγορούν αδίκως, παρά όταν τους επαινούν δικαίως για τον ενάρετο βίο τους. Εδώ είναι τα σημάδια της αγιότητος και όχι στον ξερό αγώνα των σωματικών ασκήσεων και τον μεγάλο αριθμό των αγώνων, που όταν δεν γίνονται με ταπείνωση και με σκοπό την απέκδυση του παλαιού μας ανθρώπου, μόνον ψευδαισθήσεις δημιουργούν.

Μακάριοι αυτοί που προτιμούν να αδικούνται παρά να αδικούν και δέχονται ήρεμα και σιωπηλά τις αδικίες, διότι αυτοί φανερώνουν και εμπράκτως με αυτό ότι πιστεύουν εις ένα Θεόν, Πατέρα, Παντοκράτορα και από Αυτόν περιμένουν να δικαιωθούν και όχι από ανθρώπους, για να εξοφλήσουν εδώ με ματαιότητα.

Μακάριοι όσοι έχουν γεννηθεί ανάπηροι ή έγιναν από απροσεξία τους, αλλά δεν γογγύζουν και δοξολογούν τον Θεό. Αυτοί θα έχουν την καλύτερη θέση στον Παράδεισο μαζί με τους Ομολογητάς και Μάρτυρας που δώσανε για την αγάπη του Χριστού τα χέρια και τα πόδια τους, και τώρα φιλούν με ευλάβεια στον Παράδεισο συνέχεια τα πόδια και τα χέρια του Χριστού.

Μακάριοι όσοι γεννηθήκανε άσχημοι και είναι περιφρονημένοι εδώ στην γη, διότι αυτοί δικαιούνται το ομορφότερο μέρος του Παραδείσου, όταν δοξολογούν τον Θεό και δεν γογγύζουν.

Μακάρια τα παιδιά που έχουν γεννηθεί “εκ κοιλίας μητρός” άγια, αλλά μακαριότερα είναι αυτά που γεννηθήκανε με όλα του κόσμου τα κληρονομικά πάθη και αγωνισθήκανε με ιδρώτες και τα ξεριζώσανε και κληρονομήσανε την Βασιλεία του Θεού εν ιδρώτι του προσώπου.

Μακάρια τα παιδιά που έζησαν από μικρά σε πνευματικό περιβάλλον και έτσι ακούραστα προχωρήσανε στην πνευματική ζωή. Τρις μακάρια όμως είναι αυτά τα αδικημένα παιδιά που δεν βοηθηθήκανε καθόλου (αντιθέτως τα σπρώχνανε στο κακό), αλλά μόλις ακούσανε για τον Χριστό, γυαλίσανε τα μάτια τους, και με μια στροφή εκατόν ογδόντα μοιρών γυαλίσανε απότομα την ψυχή τους και βγήκανε και από την έλξη της γης και κινηθήκανε στην πνευματική τροχιά.

***

Αντώνιος Bloom Μητροπολίτης Σουρόζ
12 Αυγούστου 1984

Πολύ συχνά, θέτουμε στον εαυτό μας και μεταξύ μας ένα πολύ βασανιστικό ερώτημα. Πως μπορώ να αντιμετωπίσω την αμαρτωλή μου κατάσταση; Τι μπορώ να κάνω; Δεν μπορώ να αποφύγω την διάπραξη αμαρτημάτων, μόνο ο Χριστός άλλωστε ήταν αναμάρτητος. Και δεν μπορώ και εξακολουθώ να διαπράττω αμαρτήματα, εξαιτίας της έλλειψης αποφασιστικότητας, θάρρους, ικανότητας για αληθινή μετάνοια ή εξαιτίας της γενικότερης αμαρτωλής κατάστασης η οποία κυριαρχεί στον εσωτερικό μου κόσμο. Τι απομένει λοιπόν σε μένα; Βασανίζομαι, παλεύω απεγνωσμένα όπως ένας άνθρωπος την ώρα που πνίγεται και δεν βλέπω λύση.

Κάποτε γι αυτό το θέμα ένας Ρώσος στάρετς, ένας από τους τελευταίους γέροντες της μονής της Όπτινα, είπε, σ’ έναν επισκέπτη του: Κανένας δεν μπορεί να ζήσει χωρίς να αμαρτήσει και ελάχιστοι γνωρίζουν πως να μετανοούν κατά τέτοιο τρόπο, ώστε να λευκανθούν οι αμαρτίες τους. Υπάρχει όμως ένα πράγμα το οποίο όλοι μπορούμε να κάνουμε: Όταν δεν μπορούμε ούτε την αμαρτία να αποφύγουμε, ούτε να μετανοήσουμε αληθινά, μπορούμε τότε να βαστάζουμε το φορτίο της, να το υποφέρουμε υπομονετικά, με πόνο, χωρίς να κάνουμε οτιδήποτε για να αποφύγουμε τον πόνο και την αγωνία που προξενεί, να την υποφέρουμε όπως κάποιος θα υπέφερε το βάρος ενός σταυρού.

Όχι βέβαια το σταυρό του Κυρίου, ούτε το σταυρό των αληθινών μαθητών του, αλλά το σταυρό του ληστή που είχε σταυρωθεί δίπλα Του. Δεν είπε ο ληστής αυτός στον άλλο ληστή που βλασφημούσε τον Κύριο: Εμείς υποφέρουμε επειδή έχουμε διαπράξει εγκλήματα. Αυτός υποφέρει παρόλο που είναι αναμάρτητος. Και σε αυτόν ο Χριστός είπε: «Σήμερα θα είσαι στον παράδεισο μαζί Μου…», επειδή είχε αποδεχτεί την τιμωρία, τον πόνο, την αγωνία και τις συνέπειες πραγματικά του κακού που είχε διαπράξει με το να ήταν αυτός που ήταν.

Θυμάμαι επίσης από τη ζωή ενός ιερέα, την ιστορία ενός ανθρώπου που είχε έρθει σ’ αυτόν και του είχε πεί ότι όλη η ζωή του μέχρι τότε ήταν αμαρτωλή, ακάθαρτη και ανάξια τόσο ενώπιον του Θεού, όσο και ενώπιον του ίδιου. Και κατόπιν είχε μετανοήσει, είχε απορρίψει και αποστραφεί όλο το κακό που είχε κάνει, εν τούτοις όμως, βρισκόταν ακόμη κάτω υπό την επήρεια των ίδιων αμαρτημάτων. Και ο ιερέας του είπε: «Υπήρχε μια περίοδος της ζωής σου που έτρωγες σκυμμένος πάνω στις λάσπες όλες αυτές τις ακαθαρσίες με μεγάλη ικανοποίηση. Τώρα κατανόησες ότι πρόκειται για ακαθαρσίες και νοιώθεις τρόμο, αηδία και ότι πνίγεσαι με αυτές. Θεώρησε λοιπόν ότι αυτή είναι ανταμοιβή σου για το κακό σου παρελθόν και υπέμεινε . . .».

άσωτος γιος_ the Prodigal Son_ Притча о блудном сыне2e0b70443e32152ba1ce1da341dΑυτό είναι κάτι που όλοι μας μπορούμε να κάνουμε. Να υπομένουμε τις συνέπειες, την υποδούλωση που είναι δική μας, υπομονετικά, ταπεινά, με συντετριμμένη την καρδιά και όχι με αδιαφορία, ούτε και με την λογική ότι εφόσον είμαστε εγκαταλελειμμένοι από τον Θεό σε αυτή την κατάσταση, τότε γιατί να μην αμαρτάνουμε; Αλλά εκλαμβάνοντας την κατάσταση στην οποία βρισκόμαστε ως θεραπευτική επίγνωση του τι είναι αμαρτία, τι μας προξενεί, καθώς επίσης και τη φρίκη που αυτή περικλείει. Και εάν αντέξουμε υπομονετικά, θα έρθει μια μέρα που η εσωτερική μας αποστροφή προς την αμαρτία θα φέρει καρπούς και θα απελευθερωθούμε απ’ αυτή.

Έτσι, αν μπορούμε, με κάθε τρόπο, ας αποφύγουμε την αμαρτία σε όλες της τις μορφές, ακόμη κι εκείνα τα αμαρτήματα που φαίνονται τόσο ασήμαντα, γιατί μην ξεχνούμε ότι σ’ ένα φράγμα νερού η παραμικρή ρωγμή του αργά ή γρήγορα θα οδηγήσει στην έκρηξη και διάλυσή του. Εάν μπορούμε, ας μετανοήσουμε αληθινά, ας αποστραφούμε το αμαρτωλό παρελθόν μας μ’ έναν ηρωικό και αποφασιστικό τρόπο. Αλλά εάν δεν μπορούμε τίποτα από αυτά τα δύο, τότε ας σηκώσουμε υπομονετικά και με ταπεινοφροσύνη όλο τον πόνο και όλες τις συνέπειες αυτής της αδυναμίας.

Και αυτή η στάση μας μια μέρα θα ληφθεί υπόψη από τον Θεό, ο Οποίος σε απάντηση στο ερώτημα των Αγγέλων του για τη ζωή του Μωϋσή, «Για πόσο διάστημα ακόμη θα ανέχεσαι τις αμαρτίες τους», απάντησε: «Θα τους αρνηθώ όταν το μέτρο των αμαρτιών τους υπερβεί το μέγεθος των βασάνων τους».
Ως εκ τούτου, ας αποδεχθούμε τον πόνο σαν ένα πόνο λυτρωτικό, ακόμα κι αν δεν μπορούμε να τον προσφέρουμε σαν ένα καθαρό, ακηλίδωτο πόνο. Αμήν.

Απόδοση στην νεοελληνική: http://www.agiazoni.gr

Κανένα δεν διώχνω από την αγαθότητά μου, κι αν ακόμη χιλιάδες φορές την ημέρα έρχεται σε μένα και πάλι φεύγει·
https://iconandlight.wordpress.com/2014/11/25/%CE%BA%CE%B1%CE%BD%CE%AD%CE%BD%CE%B1-%CE%B4%CE%B5%CE%BD-%CE%B4%CE%B9%CF%8E%CF%87%CE%BD%CF%89-%CE%B1%CF%80%CF%8C-%CF%84%CE%B7%CE%BD-%CE%B1%CE%B3%CE%B1%CE%B8%CF%8C%CF%84%CE%B7%CF%84%CE%AC-%CE%BC%CE%BF/

Οι άνθρωποι του περιθωρίου και οι «τελειωμένοι» θα μας σπρώξουν στον Παράδεισο!
https://iconandlight.wordpress.com/2018/02/10/%CE%BF%CE%B9-%CE%AC%CE%BD%CE%B8%CF%81%CF%89%CF%80%CE%BF%CE%B9-%CF%84%CE%BF%CF%85-%CF%80%CE%B5%CF%81%CE%B9%CE%B8%CF%89%CF%81%CE%AF%CE%BF%CF%85-%CE%BA%CE%B1%CE%B9-%CE%BF%CE%B9-%CF%84%CE%B5%CE%BB/


Let us ask God to give us a wise heart, a humble heart so that we know how to talk better.

Παναγία_Божией Матери Икона_Virgin Mary –Byzantine Orthodox Icon_0008 5

“You should not break the bruised reed, nor quench the smoking flax” (Matthew 12:20)

Wisdom of the Desert

There was once a brother who was very eager to seek goodness. Being very disturbed by the demon of lust, he came to a hermit and told him about his thoughts. The hermit was inexperienced and when he heard all this, he was shocked, and said he was a wicked brother, unworthy of his monk’s habit because he had thoughts like that. When the brother heard this, he despaired, left his cell and started on his way back to the world. But by God’s providence, Apollo met him. Seeing he was so upset and sad, he said to him, `Son, why are you so unhappy?’ The brother was very embarrassed, and at first said nothing. But when Apollo pressed him to say what was happening to him, he admitted everything and said, `It is because lustful thoughts trouble me. I confessed them to that hermit, and he says I now have no hope of salvation. So I have despaired, and am on my way back to the world. ’When Apollo heard this, he went on asking questions like a wise doctor, and gave him this counsel, `Do not be cast down, son, nor despair of yourself. Even at my age and with my experience of the spiritual life, I am still troubled by thoughts like yours. Do not fail now; this trouble cannot be cured by our efforts, but only by God’s mercy. Do as I say and go back to your cell.’ The brother did so. Then Apollo went to the cell of the hermit who had made the brother despair. He stood outside the cell, and prayed to the Lord with tears, saying, `Lord, you permit men to be tempted for their good; transfer the war that brother is suffering to this hermit: let him learn by experience in his old age what many years have not taught him, and so let him find out how to sympathize with people undergoing this kind of temptation.

As soon as he ended his prayer he saw a black man standing by the cell firing arrows at the hermit. As though he had been wounded, the hermit began to totter and lurch like a drunken man. When he could bear it no longer, he came out of his cell, and set out on the same road by which the young man started to return to the world. Apollo understood what had happened, and went to meet him. He came up to him and said, `Where are you going? Why are you so upset?’ When the hermit saw that the holy Apollo understood what had happened, he was ashamed and said nothing.

Apollo said to him, `Go back to your cell and see in others your own weakness and keep your own heart in order. For either you were ignorant of the devil in spite of your age, or you were contemptuous, and did not deserve to gain strength by struggling with the devil as all other men must.

But struggle is not the right word, when you could not stand up to his attack for one day. This has happened to you because of the young monk. He came to you because he was being attacked by the common enemy of us all. You ought to have given him words of consolation to help him against the devil’s attack but instead you drove him to despair.

You did not remember the wise man’s saying, which orders us to deliver the men who are drawn towards death, and not to cease to redeem men ready to be killed. You did not remember our Saviour’s parable, “You should not break the bruised reed, nor quench the smoking flax” (Matthew 12:20). No one can endure the enemy’s clever attacks, nor quench, nor control the leaping fire natural to the body, unless God’s grace preserves us in our weakness.

In all our prayers we should ask for his mercy to save us, so that he may turn aside this scourge which is aimed even at you. For he makes a man to grieve, and then lifts him up to salvation; he strikes, and his hand heals; he humbles and exalts; he gives death and then life; he leads to hell and brings back from hell (1 Samuel 2:6).

So Apollo prayed again, and at once the hermit was set free from his inner war. Apollo urged him to ask God to give him a wise heart, in order to know how best to speak. (From “The Sayings of the Desert Fathers”)Σιλουανός Αγιορείτης_st.Silouan the Athonite_прп. Силуан Афонский-8Mj-0_PMZ3c

Even in His pain on the cross, the Lord Jesus did not condemn sinners but offered pardon to His Father for their sins saying, “They know not what they do!” (St. Luke 23:34). Let us not judge anyone so that we will not be judged. For no one is certain that before his death he will not commit the same sin by which he condemns his brother. Saint Nikolai Velimirovič

By Thine ineffable love for mankind, O Christ our God, have mercy on us. Amen.


Ολόκληρη η ανθρωπότητα χωρίζεται σε δύο κατηγορίες: σε εκείνους πού δικαιώνουν τους εαυτούς τους και σε εκείνους πού μέμφονται τούς εαυτούς τους και παίρνουν το πταίσμα επάνω τους. αρχιμ. Ζαχαρίας Ζάχαρου

ΑΣΩΤΟΥ ΚΑΥΣΟΚΑΛΥΒΙΑ124324

Μακάριοι και τρισμακάριοι αυτοί που θεωρούνται μπρούντζος στα μάτια των ανθρώπων από την κακή διαφήμιση που τους κάνανε κακοί άνθρωποι, ενώ είναι χρυσάφι καθαρό είκοσι τεσσάρων καρατίων. Όσιος Παΐσιος ο Αγιορείτης

Σε όλα τα αναγνώσματα των Ευαγγελίων των Κυριακών πρίν την Μεγάλη Σαρακοστή -του Τελώνη καί του Φαρισαίου, τού Ασώτου υιού, των Ταλάντων, της Κυριακής της Κρίσεως– βλέπουμε ότι ολόκληρη η ανθρωπότητα χωρίζεται σε δύο κατηγορίες: σε εκείνους πού δικαιώνουν τους εαυτούς τους και σε εκείνους πού μέμφονται τούς εαυτούς τους και παίρνουν το πταίσμα επάνω τους. Εκείνοι πού μπορούν να μεμφθούν τους εαυτούς τους στέκουν με τόλμη ενώπιον του Κυρίου, όπως για παράδειγμα αυτοί πού εργάστηκαν με επιμέλεια τα τάλαντα πού τους δόθηκαν είπαν: «Κύριε, ιδού…», και ο Κύριος τους δόξασε, αλλά αντίθετα καταδίκασε εκείνους πού δικαίωναν τους εαυτούς τους.
Αυτές είναι οι δύο στάσεις πού βρίσκουμε στις δύο κατηγορίες της ανθρωπότητας, οι οποίες μας συνοδεύουν και μετά τον τάφο.
Ας επιλέξουμε την αγαθή στάσηπ. Ζαχαρίας Ζαχάρου

***

«Ο άνθρωπος έρχεται εις εαυτόν» (Κυριακή του Ασώτου)
αρχιμ. Ζαχαρίας Ζάχαρου

…Η επιστροφή του ασώτου υιού δεν χαροποίησε, ωστόσο, τον μεγαλύτερο αδελφό του, ο οποίος εργαζόταν στους αγρούς, έξω από την πατρική οικία. Αυτός εκπροσωπεί τους Φαρισαίους, οι οποίοι ποτέ δεν υποδέχονταν με χαρά τη μεταμέλεια ενός αμαρτωλού, θεωρώντας ότι του αξίζει η κόλαση. Εμπιστεύονταν μόνο τη δική τους δικαιοσύνη, αλλά με την αυτοδικαίωση αυτή αποδεικνύεται ότι βρίσκονταν στους αγρούς, δηλαδή έξω από τον οίκο της καρδιάς τους. Είχαν την πίστη ότι ανήκουν στον Θεό, όπως ο μεγάλος γιός της παραβολής, χωρίς να εννοούν ότι στην πραγματικότητα δεν είχαν δώσει ποτέ την καρδιά τους στον επουράνιο Πατέρα. Δεν είχαν καμιά γνώση του Θεού ούτε ήλθαν ποτέ σε κοινωνία με το Πνεύμα Του. Έτρεφαν μάλλον την πεποίθηση ότι η τυπική από μέρους τους τήρηση του Νόμου θα υποχρέωνε κατά κάποιον τρόπο τον Θεό να τους αποδώσει τη σωτηρία.

«Και ως ερχόμενος ήγγισε τη οικία, ήκουσε συμφωνίας και χορών, και προσκαλεσάμενος ένα των παίδων επυνθάνετο τι είη ταύτα». Επειδή ήταν αδύνατον να εννοήσει ο μεγάλος γιός τι συνέβαινε, αναγκάσθηκε να ρωτήσει έναν υπηρέτη, ο οποίος και τον πληροφόρησε: «Ο αδελφός σου ήκει και έθυσεν ο πατήρ σου τον μόσχον τον σιτευτόν, ότι υγιαίνοντα αυτόν απέλαβεν». Εκείνος τότε, υπό το κράτος της εγωιστικής ηθικής του, οργίσθηκε και αντέδρασε ως ακάρδιος ή μάλλον ως λιθοκάρδιος. Αρνήθηκε να μπει στο σπίτι σαν να δήλωνε στον Θεό: «Αν υποδέχεσαι αμαρτωλούς στη Βασιλεία σου, εγώ προτιμώ να μείνω έξω». Δυστυχώς η στάση αυτή χαρακτηρίζει πολλούς χριστιανούς. Λίγοι από μας χαιρόμαστε αληθινά για την επιστροφή ενός αδελφού που έζησε αμαρτωλή ζωή και πολύ συχνά μάλιστα αντιμετωπίζουμε με δυσφορία την πνευματική του σταθερότητα και πρόοδο.

«Ο ούν πατήρ αυτού εξελθών παρεκάλει αυτόν». Όπως ακριβώς ο πατέρας έσπευσε νωρίτερα να προϋπαντήσει τον άσωτο γιο του, έτσι εξέρχεται τώρα να συναντήσει και τον μεγάλο γιο του. Ο Θεός ταπεινώνεται μπροστά στο καθένα από τα τέκνα Του, προκειμένου να τα οδηγήσει όλα κοντά Του. Πόσοι από μας όμως αρνούμαστε να συμμετάσχουμε στη χαρά του επουράνιου Πατέρα μας! Αντιλέγουμε με αλαζονική αναισθησία: «Ιδού τοσαύτα έτη δουλεύω σοι και ουδέποτε εντολήν σου παρήλθον, και εμοί ουδέποτε έδωκας έριφον ίνα μετά των φίλων μου ευφρανθώ». Η απάντηση αυτή δείχνει ότι η σχέση μας με τον ουράνιο Πατέρα μας δεν αποτελεί σύνδεσμο αληθινής αγάπης. Αν όμως δεν συνδεόμαστε με τον Χριστό με ταπεινή αγάπη, απέχουμε πάρα πολύ από την τελειότητα και η σωτηρία μας είναι αβέβαιη. Τα λόγια του μεγάλου γιου συνιστούν σαφή ένδειξη ότι η καρδιά του στερείται του «άλατος» της αγάπης. Συνεχίζει τον λόγο με ακόμη εντονότερη πικρία: «Ότε δε ο υιός σου ούτος, ο καταφαγών σου τον βίον μετά πορνών, ήλθεν, έθυσας αυτώ τον μόσχον τον σιτευτόν». Πόση αγανάκτηση αισθάνεται εναντίον του αδελφού του! Τον κατηγορεί, καταδικάζοντάς τον για τις αμαρτίες του, ανίκανος να διακρίνει τη μεταμόρφωση που επήλθε στην ψυχή του.

Τότε ο εύσπλαχνος πατέρας, μέσα στην άφατη αγαθότητά Του, αποκρίνεται: «Τέκνον, ου πάντοτε μετ’ εμού εί, και πάντα τα εμά σα εστιν;». Αυτή είναι ίσως η πιο συγκινητική ρήση σε όλη την παραβολή. Ο πατέρας κατακλύζεται από τον πόθο να θεραπεύσει τον φθόνο του γιου του και του θέτει τον προβληματισμό: «Σε σένα έχω δώσει ήδη όλη μου την περιουσία. Γιατί φθονείς τον αδελφό σου; Το μόνο που σου ζητώ είναι να με αγαπάς ως γιος μου». Αν η καρδιά του μεγαλύτερου υιού ήταν ενωμένη με την καρδιά του πατέρα του, τότε η χαρά του πατέρα θα ήταν και δική του χαρά. Η δόξα του αδελφού του θα ήταν και δική του δόξα, όπως ακριβώς το φως ενός κεριού δεν ελαττώνεται, όταν ανάβονται από αυτό άλλα κεριά. Όταν αποδεικνύουμε στον Θεό ότι Τον αγαπάμε ως αληθινοί υιοί, γινόμαστε ικανοί να λάβουμε όλα όσα είναι δικά Του, την ίδια τη ζωή Του και όλο τον ακένωτο πλούτο των χαρισμάτων Του.

άσωτος γιος_ the Prodigal Son_ Притча о блудном сынеFiul-cel-pierdut-10Οι λόγοι του Κυρίου, διατυπωμένοι με εξαιρετική ευγένεια, φανερώνουν τον σφοδρό πόθο Του να μας θεραπεύσει από τη μικροπρέπεια της ζηλοτυπίας. Σε άλλο σημείο του Ευαγγελίου, μετά την Ανάστασή του Κυρίου, ο Πέτρος ζητεί να ενημερωθεί για τον Ιωάννη. Είχε δει τον αγαπημένο μαθητή να γέρνει στο στέρνο του Κυρίου κατά τον Μυστικό Δείπνο και διατήρησε την εικόνα αυτή στη μνήμη του. Νιώθοντας ο ίδιος μεγάλη ντροπή για τη δική του προδοσία, ρωτά τον Χριστό: «Ούτος δε [ο Ιωάννης] τί;» Και ο Κύριος αποκρίνεται: «Εάν αυτόν θέλω μένειν έως έρχομαι, τί προς σε; Συ ακολούθει μοι» (Ιωάν. 21,22). Με άλλα λόγια, δεν πρέπει να μας απασχολεί ο τρόπος με τον οποίο ο Θεός συμπεριφέρεται στους συνανθρώπους μας. Σκοπός και χρέος μας είναι να Τον ακολουθούμε με πίστη και αφοσίωση, ώστε να αξιωθούμε να ακούσουμε τον μακάριο λόγο: «Πάντα τα εμά σα εστι». Και πραγματικά, όταν η καρδιά μας ανήκει στον Θεό, δεν υστερούμε σε τίποτα, αφού ό,τι δωρίζει στους αδελφούς μας αποτελεί συγχρόνως και δικό μας χάρισμα.

«Ευφρανθήναι δε και χαρήναι έδει, ότι ο αδελφός σου ούτος νεκρός ήν και ανέζησε, και απολωλώς ήν και ευρέθη». Αν ακολουθούμε τα ίχνη του Κυρίου με πιστότητα, η σωτηρία όλων των ανθρώπων θα είναι η μόνη μας επιθυμία. Τότε και η δική μας σωτηρία θα αποτελεί φυσικό επακόλουθο, εφόσον η επιθυμία μας θα είναι αδιάρρηκτα συνδεδεμένη με τον πόθο του Θεού για τη σωτηρία όλου του κόσμου. Γνώρισα έναν μοναχό που προσευχόταν για πολύ καιρό: «Κύριε Ιησού Χριστέ, σώσε όλο τον κόσμο, και μένα». Με άλλα λόγια: «Κύριε, παράλαβε όλους τους ανθρώπους στον Παράδεισο, και ίσως τότε υπάρξει και για μένα κάποια ελπίδα».

Από το βιβλίο –  (Αρχιμ. Ζαχαρία, Πιστοί στη διαθήκη της Αγάπης, εκδ. Ι. Σταυροπηγιακής Μ. Τιμίου Προδρόμου, Ἐσσεξ Ἀγγλίας 2012,σ.187) 

Ο ΟΥΡΑΝΟΣ φωνάζει ΜΕΤΑΝΟΙΑ…. Πολλή η αμαρτία στο κόσμο, πολλή η ασέβεια και πολλή η απιστία.
https://iconandlight.wordpress.com/2018/12/02/26425/

Θα δώσουμε εξετάσεις… θα φανή πόσων καρατίων χρυσάφι είναι ο καθένας. Άγιος Παΐσιος Αγιορείτης
https://iconandlight.wordpress.com/2019/01/04/26855/

Τώρα μια μπόρα θα είναι, μια μικρή κατοχή του αντίχριστου σατανά. Να ζητούμε μετάνοια για όλον τον κόσμο.. Άγιος Παΐσιος Αγιορείτης
https://iconandlight.wordpress.com/2018/10/07/%CF%84%CF%8E%CF%81%CE%B1-%CE%BC%CE%B9%CE%B1-%CE%BC%CF%80%CF%8C%CF%81%CE%B1-%CE%B8%CE%B1-%CE%B5%CE%AF%CE%BD%CE%B1%CE%B9-%CE%BC%CE%B9%CE%B1-%CE%BC%CE%B9%CE%BA%CF%81%CE%AE-%CE%BA%CE%B1%CF%84%CE%BF%CF%87/

Κοντάκιον. Ήχος α΄ . Τον τάφον σου Σωτήρ.

Αγκάλας πατρικάς, διανοίξαί μοι σπεύσον· ασώτως τον εμόν, κατηνάλωσα βίον· εις πλούτον αδαπάνητον, αφορών των οικτιρμών σου Σωτήρ, νυν πτωχεύουσαν, μη υπερίδης καρδίαν· σοι γαρ Κύριε, εν κατανύξει κραυγάζω· ήμαρτον Πάτερ, εις τον ουρανόν και ενώπιόν σου.

Εμπειρίες από τους συγχρόνους Αγιους. — κ Νικόλαος Τζαφας


Man’s whole struggle is waged in order to convince God that he is His child, His very own… Archim. Zacharias Zacharou

άσωτος γιος_ the Prodigal Son_ Притча о блудном сынеFiul-cel-pierdut-10

Verses

If thou art prodigal, as I am, come with confidence.
For the door of God’s mercy hath been opened.

The mystery of man’s heart
Archim. Zacharias Zacharou

All the ordinances of the undefiled Church are offered to the world for the sole purpose of dis­covering the ‘deep heart’,[1] the centre of man’s hypo­s­tasis. According to the Holy Scriptures, God has fashioned every heart in a special way, and each heart is His goal, a place wherein He desires to abide that He may mani­fest Himself.

Since the kingdom of God is within us,[2] the heart is the battlefield of our salvation, and all ascetic effort is aimed at cleansing it of all filthiness, and preserving it pure before the Lord. ‘Keep thy heart with all diligence; for out of it are the issues of life’, exhorts Solomon, the wise king of Israel.[3] These paths of life pass through man’s heart, and therefore the unquenchable desire of all who ceaselessly seek the Face of the living God is that their heart, once deadened by sin, may be rekindled by His grace.

The heart is the true ‘temple’ of man’s meeting with the Lord. Man’s heart ‘seeketh knowledge’[4] both intellectual and divine, and knows no rest until the Lord of glory comes and abides therein. On His part God, Who is ‘a jealous God’,[5] will not settle for a mere portion of the heart. In the Old Testament we hear His voice crying out, ‘My son, give Me thy heart’;[6] and in the New Testament He commands: ‘Thou shalt love the Lord thy God with all thy heart, and with all thy soul, and with all thy mind, and with all thy strength.’[7] He is the one Who has fashioned the heart of every man in a unique and unrepeatable way, though no heart can contain Him fully because ‘God is greater than our heart’.[8] Nevertheless, when man succeeds in turning his whole heart to God, then God Himself begets it by the incorruptible seed of His word, seals it with His wondrous Name and makes it shine with His perpetual and charis­matic presence. He makes it a temple of His Divinity, a temple not made by hands, able to reflect His ‘shape’ and to hearken unto His ‘voice’ and ‘bear’ His Name.[9] In a word, man then fulfils the purpose of his life, the reason for his coming into the transient existence of this world.

The great tragedy of our time lies in the fact that we live, speak, think, and even pray to God, outside our heart, outside our Father’s house. And truly our Father’s house is our heart, the place where ‘the spirit of glory and of God’[10] would find repose, that Christ may ‘be formed in us’.[11] Indeed, only then can we be made whole, and become hypostases in the image of the true and perfect Hypostasis, the Son and Word of God, Who created us and redeemed us by the precious Blood of His ineffable sacrifice.

Yet, as long as we are held captive by our passions, which distract our mind from our heart and lure it into the ever-changing and vain world of natural and created things, thus depriving us of all spiritual strength, we will not know the new birth from on High that makes us children of God and gods by grace. In fact, in one way or another, we are all ‘prodigal sons’ of our Father in heaven, because, as the Scriptures testify, ‘All have sinned, and come short of the glory of God.’[12] Sin has separated our mind from the life-giving contemplation of God and led it into a ‘far country’.[13] In this ‘far country’ we have been deprived of the honour of our Father’s embrace and, in feeding swine, we have been made subject to demons. We gave ourselves over to dis­honourable passions and the dreadful famine of sin, which then established itself by force, becoming the law of our mem­bers. But now we must come out of this godless hell and return to our Father’s house, so as to uproot the law of sin that is within us and allow the law of Christ’s command­ments to dwell in our heart. For the only path leading out of the torments of hell to the everlasting joy of the Kingdom is that of the divine commandments: with our whole being we are to love God and our neighbour with a heart that is free of all sin.

άσωτος γιος_ the Prodigal Son_ Притча о блудном сыне___20120211_1359867634The return journey from this remote and inhospitable land is not an easy one, and there is no hunger more fearful than that of a heart laid waste by sin. Those in whom the heart is full of the consolation of incorruptible grace can endure all external deprivations and afflictions, trans­form­ing them into a feast of spiritual joy; but the famine in a hardened heart lacking divine consolation is a comfort­less torment. There is no greater misfortune than that of an in­sensible and petrified heart that is unable to distinguish be­tween the luminous Way of God’s Providence and the gloomy confusion of the ways of this world. On the other hand, throughout history there have been men whose hearts were filled with grace. These chosen vessels were enlight­ened by the spirit of prophecy, and were therefore able to dis­tinguish between Divine Light and the darkness of this world.

No matter how daunting and difficult the struggle of purifying the heart may be, nothing should deter us from this undertaking. We have on our side the ineffable good­ness of a God Who has made man’s heart His personal con­cern and goal. In the Book of Job, we read the following aston­ishing words: ‘What is man, that thou shouldest mag­nify him? And that thou shouldest set thine heart upon him? And that thou shouldest visit him every morning, and try him every moment…Why hast thou set me as a mark against thee, so that I am a burden to myself?’[14] We sense God, Who is incomprehensible, pursuing man’s heart: ‘Be­hold, I stand at the door, and knock: if any man hear my voice, and open the door, I will come in to him, and will sup with him, and he with me.’[15] He knocks at the door of our heart, but He also encourages us to knock at the door of His mercy: ‘Knock, and it shall be opened unto you.’[16] When the two doors that are God’s goodness and man’s heart open, then the greatest miracle of our existence occurs: man’s heart is united with the Spirit of the Lord, God feasting with the sons of men.

We deprive ourselves of the feast of God’s consolation not only when we hand ourselves over to the corruption of sin, feeding swine in a far country, but also when we contend in a negligent way. ‘Cursed be he that doeth the work of the Lord deceitfully,’ warns the Prophet Jeremiah.[17] In the feed­ing of swine, it is the devil, our enemy, who gives us work which is accursed. But if we do the Lord’s work half-heartedly, we put ourselves under a curse, though we may be dwelling in the house of the Lord. For God will not toler­ate division in man’s heart; He is pleased only when man speaks to Him with all his heart and does His work joyfully: ‘God loveth a cheerful giver,’ says the Apostle.[18] He wants our whole heart to be turned and de­voted to Him, and He then fills it with the bounties of His goodness and the gifts of His com­passion. He ‘sows bounti­fully’[19] but He expects the same from us.

From the few thoughts we have mentioned, we now begin to see how precious it is to stand before God with our whole heart as we pour it out before Him. We also begin to understand how vital is the task of discovering the heart, because this allows us to talk to God and our Father from the heart and to be heard by Him, and to give Him the right to perfect the work of our renewal and restoration to the original honour we enjoyed as His sons.

As long as man is under the dominion of sin and death, being given over to the power of evil, he becomes in­creas­ingly selfish. In his pride and despair, and being separated from God Who is good, he struggles to survive, but the only thing he gains is a heavier curse upon his head and even greater desolation. But however much he may be cor­rupted by the famine of sin, the primal gift of his having been created in God’s ‘image and likeness’ remains irrevoc­able and indelible. Thus, he always carries within him the possibility of a rising out of the kingdom of darkness and into to the kingdom of light and life. This occurs when he ‘comes to himself’ and in pain of soul confesses, ‘I perish with hunger.’[20]

When fallen man ‘comes to himself’ and turns to God, ‘it is time for the Lord to work’, as we say at the beginning of the Divine Liturgy; in pain, man then enters his own heart, which is the greatest honour reserved by God for wretched man. God knows that He can now seriously con­verse with him, and is attentive to him, for when man enters his heart he speaks to God with knowledge of his true state, for which he now feels responsible. Indeed, man’s whole struggle is waged in order to convince God that he is His child, His very own, and when he has con­vinced Him, then he will hear in his heart those great words of the Gospel, ‘All that I have is thine.’[21] And the moment he convinces God that he is His, God makes the waterfalls of His com­passion to flow, and God’s life be­comes his life. This is the good pleasure of God’s original design in that it is for this that He created man. God then says to the one who has succeeded in persuading Him that he is His, ‘All My life, O man, is thy life.’ Then the Lord, Who is God by nature, grants man His own life, and man becomes a god by grace.

Source: Archimandrite Zacharias (Zacharou), The hidden man of the heart, edition Stavropegic Monastery of St John the Baptist, Essex 2007, pp. 11-15.

Tone 1 – ‘Lord, I have cried unto Thee…’
Brethren, our purpose is to know the power of God’s goodness,
For when the Prodigal Son abandoned his sin,
He hastened to the refuge of his Father.
That good man embraced him and welcomed him:
He killed the fatted calf and celebrated with heavenly joy!
Let us learn from this example to offer thanks to the Father who loves all people,
And to the Victim, the glorious Saviour of our souls!

Kontakion, Sunday Of The Prodigal Son, Tone 3

When in my wretchedness I ran away from your fatherly love, I squandered in wickedness the riches You had given me. And so now, like the Prodigal Son, I cry out to You: “I have sinned in your sight, O Merciful Father: receive me now that I repent and make me as one of your hired servants.”