Τοις ερημικοίς ζωή μακαρία εστί, θεϊκώ έρωτι πτερουμένοις.
(Παρακλ., ήχ. πλ. α΄, αναβ. Αντίφωνον Α’)
«τα άνω φρονείτε, μη τα επί της γης. 3 απεθάνετε γαρ, και η ζωή υμών κέκρυπται συν τω Χριστώ εν τω Θεώ·» (Κολοσσαείς Γ’,2-3)
Το απερίσπαστο και το αμέριμνο φέρνουν την εσωτερική ησυχία
Αγίου Παϊσίου του Αγιορείτη
Το απερίσπαστο της ησυχαστικής ζωής (στην έρημο) πολύ βοηθάει στην προσευχή, με τις πολλές του προϋποθέσεις. Αλλά και μόνη της η ησυχία είναι μια μυστική προσευχή και πολύ βοηθάει στην προσευχή, σαν την άδηλη αναπνοή στον άνθρωπο.
Η ησυχία (μακριά του κόσμου) πολύ γρήγορα φέρνει και την εσωτερική ησυχία στην ψυχή με την άσκηση και την αδιάλειπτη προσευχή, και τότε πια ο άνθρωπος δεν ενοχλείται από την εξωτερική ανησυχία, γιατί στην ουσία μόνον το σώμα βρίσκεται στην γη, ενώ ο νους βρίσκεται στον Ουρανό.
Σ’ αυτήν την κατάσταση, φυσικά, βρίσκονταν οι Άγιοι Πατέρες, οι εξαϋλωμένοι άνθρωποι, που δεν διαφέρανε πια σε τίποτε σχεδόν από τους Αγγέλους, διότι και αυτοί στον Ουρανό μέρα-νύχτα βρίσκονταν, νοερώς και αδιαλείπτως προσευχόμενοι.
Πολύ βοηθάει για την καθαρή προσευχή η απομάκρυνση από τον κοσμικό θόρυβο και από τους πολλούς ακόμη ανθρώπους και, εάν είναι δυνατόν, να είναι κανείς τελείως μόνος του. Όταν νιώθει κανείς μόνος του, η ψυχή κινείται άνετα, και ξεσπάει η καρδιά στον Θεό με ευλάβεια, και σκάει σιγά-σιγά το σκληρό της τσόφλι, και το διώχνει και μετά συγκινείται, όχι μόνον όταν σκέφτεται τον Θεό, αλλά και όταν το Όνομά Του ακούσει η το δεί γραμμένο, σκιρτάει η καρδιά, και το φιλάει με πολλή ευλάβεια. Το ίδιο γίνεται φυσικά και με το όνομα του Χριστού η της Παναγίας, και γλυκαίνεται εσωτερικά και η ψυχή.
«Έχω και εγώ μία μικρή πείρα από την πνευματική τρέλλα, η οποία προέρχεται από τον θείο έρωτα. Φθάνει τότε ο άνθρωπος στην θεία αφηρημάδα και δεν θέλει να σκέφτεται τίποτε εκτός από τον Θεό, τα θεία, τα πνευματικά, τα ουράνια. Ερωτευμένος πιά θεϊκά, καίγεται εσωτερικά, γλυκά, και ξεσπάει εξωτερικά, παλαβά, μέσα στον θείο χώρο της σεμνότητος, δοξολογώντας τον Θεό».
«Όταν φουντώνει ο θείος έρως, ούτε κοιμάται κανείς ούτε τρώει, κάνει διαρκώς προσευχή, άσκηση και μετάνοιες, και τρέφεται περισσότερο από την ουράνια θέρμη. Και αν τον ζητούν να πάει κάπου, παλεύει, ποσπαθεί να βγη από την κατάσταση αυτή, αλλά δεν μπορεί· πέφτει κάτω δηλαδή… Γι’ αυτό πάει πιο βαθιά στην έρημο, για να μην τον διακόπτουν».
***
Με ρώτησε ένας λαϊκός στο Καλύβι: “Καλά, τι κάνεις εσύ εδώ; Μέρα-νύχτα τι κάνεις;” Ήταν γύρω ανθισμένες οι σουσούρες, όλη η πλαγιά γεμάτη λουλούδια. Μοσχοβολούσε ο τόπος! “Τι τραβάω, του λέω, όλη την ημέρα να ποτίσω και να περιποιηθώ όλα αυτά που βλέπεις! Και στον ουρανό βλέπεις την νύχτα πόσα κανδήλια ανάβω! Δεν προλαβαίνω να τα ανάψω όλα!” Με κοίταζε! “Την νύχτα, λέω, δεν βλέπεις κανδήλια επάνω; Εγώ τ’ ανάβω!!! Προλαβαίνω; Δεν είναι απλό σε τόσα κανδήλια να βάζης κανδηλήθρες, λάδι!!” Τάχασε ο καημένος.
***
Ο Πατήρ Παΐσιος, παρά τον μεγάλο του πόθο, δεν μπορούσε πλέον να πάει «πιο βαθιά στην έρημο». Όσο περνούσε ο καιρός, το όνομά του προσείλκυε όλο και περισσότερους ανθρώπους στην Καλύβη του, ώστε να φθάσει να το θεωρή ως «το μεγαλύτερο εχθρό του», αφού του γινόταν εμπόδιο στην ησυχαστική ζωή. Το μόνο που μπορούσε να κάνει ήταν να απομακρύνεται για λίγο «σε κοντινά και μακρινά λημέρια», όπως τα έλεγε.
Το πιο συνηθισμένο του «λημέρι» ήταν ένα πρόχειρο καλυβάκι που είχε φτιάξει σε μία χαράδρα, πιο κάτω από το Κελλί του. Εκεί, «εν λάκκω κατωτάτω», μέσα στην πυκνή βλάστηση, εξαφανιζόταν από τον κόσμο και ευφραινόταν «μόνη τη του Θεού θεωρία, και διαπύρω αγάπη». Κάποτε, ένας κυνηγός τον πέρασε για αγριογούρουνο και τον πυροβόλησε, αλλά ο Θεός φύλαξε και δεν τον σκότωσε. Το γεγονός αυτό τον ανησύχησε όμως και στενοχωρήθηκε πολύ, όταν αντιλήφθηκε ότι κάποιος τον είδε να προσεύχεται εκεί γονατιστός. Είπε: «Θα προτιμούσα να με σκότωνε, παρά να με έβλεπε».
Όταν έφευγε από το Καλύβι του, άφηνε έξω από την πόρτα του φράκτη λίγα λουκούμια και ένα μικρό κουτί με σημείωμα που έλεγε: «Γράψτε τα ονόματά σας και ο,τι θέλετε, και αφήστέ τα στο κουτί, και θα σας βοηθήσω αργότερα με την προσευχή. Εδώ δεν ήρθα για να κάνω τον δάσκαλο αλλά προσευχή». Και σε επιστολή του το 1976 έγραψε: «Όσο περνούν τα χρόνια, νιώθω περισσότερο την ανάγκη της απομακρύνσεως από τους ανθρώπους. Ένας τελείως άγνωστος τόπος θα με βοηθούσε να πλησιάσω πιο κοντά στον Θεό και να βοηθήσω πιο θετικά τα πλάσματά Του. Συνέχεια αυτό είναι στην προσευχή μου, και περιμένω την απάντηση του Θεού».
Το 1978 έγραψε σε επιστολή του: «Δυστυχώς, έγινα πρόγραμμα των ανθρώπων και δεν ρυθμίζω εγώ το πρόγραμμά μου, όπως πριν από λίγα χρόνια, αλλά μου το ρυθμίζουν άλλοι. Βασικά ο ίδιος το ρυθμίζω, γιατί η αγάπη μου προς τους άλλους με αναγκάζει να βγαίνω…».
***
– Γέροντα, δεν στενοχωριόσασταν, όταν ύστερα από τόσο κόπο που καταβάλατε, για να φτιάξετε ένα Κελλί, το αφήνατε και πηγαίνατε αλλού;
– Για να φύγω, κάποιος σοβαρός λόγος θα υπήρχε.
– Και παντού κάνατε μόνον τα απαραίτητα;
– Ναι, έκανα μόνον τα απαραίτητα για εδώ, για να μπορώ να κάνω τα απαραίτητα για πάνω, για τον Ουρανό. Αν χαθής με τα επίγεια, χάνεις τον δρόμο σου για τον Ουρανό. Κάνεις το ένα, μετά θέλεις και το άλλο. Και αν μπης σ’ αυτό το γρανάζι, χάθηκες! Αν χαθής με τα επίγεια, χάνεις τα ουράνια. Όπως τα ουράνια δεν έχουν τελειωμό, έτσι και τα επίγεια δεν έχουν τελειωμό. Ή θα χαθής εδώ ή θα… «χαθής» εκεί. Ξέρεις τι είναι να «χάνεσαι» εκεί πάνω! Ω, έλεγα την ευχή και βυθιζόμουν! Βυθίσθηκες καμμιά φορά στην ευχή;
Η πολλή δουλειά με την κόπωσή της και τον περισπασμό, ιδίως όταν γίνεται με βιασύνη, δεν βοηθάει. Παραμερίζει την νήψη και αγριεύει την ψυχή. Δεν μπορεί όχι μόνο να προσευχηθή κανείς, αλλά ούτε να σκεφθή. Δεν μπορεί να ενεργήση με σύνεση, και έτσι οι ενέργειες του δεν είναι σωστές.
Γι’ αυτό προσέξτε, μη σπαταλάτε τον χρόνο σας άσκοπα, χωρίς να τον αξιοποιήτε στα πνευματικά, γιατί θα φθάσετε σε σημείο να αγριέψετε πολύ και να μην μπορήτε πλέον να κάνετε πνευματικά. Θα θέλετε να ασχολήσθε με δουλειές ή να συζητάτε ή θα επιδιώκετε να υπάρχουν θέματα, για να βρίσκεσθε σε δουλειά. Με την παράλειψη της ευχής και των πνευματικών καθηκόντων ο εχθρός καταλαμβάνει τα πνευματικά μας υψώματα και μας πολεμάει και με την σάρκα και με λογισμούς. Μας αχρηστεύει όλες τις δυνάμεις, τις ψυχικές και σωματικές, και κόβει την επικοινωνία μας με τον Θεό, οπότε είναι επόμενο να αιχμαλωτισθή η ψυχή μας στα πάθη.
Ο Παπα-Τύχων έλεγε στους μοναχούς ότι πρέπει να ζουν ασκητικά, για να ελευθερωθούν από τις μέριμνες, και όχι να δουλεύουν σαν εργάτες και να τρώνε σαν κοσμικοί. Γιατί το έργο του μοναχού είναι οι μετάνοιες, οι νηστείες, οι προσευχές όχι μόνο για τον εαυτό του αλλά και για όλον τον κόσμο, ζωντανούς και πεθαμένους, και λίγη δουλειά για τα απαραίτητα, για να μην επιβαρύνη τους άλλους.
***
Ο μοναχός, με όλα αυτά τα θορυβώδη μέσα, διώχνει τις προϋποθέσεις της προσευχής και της μοναχικής ζωής. Γιʹ αυτό, όσο γίνεται, να μη χρησιμοποιεί θορυβώδη μέσα. Αυτά που θεωρούν οι άνθρωποι σήμερα ευκολίες, στην ουσία δεν ωφελούν τον μοναχό στον σκοπό του! Δεν μπορεί να βρει ο μοναχός μέσα σε μία τέτοια κατάσταση, αυτό γιά το οποίο ξεκίνησε.
Η ησυχία είναι μεγάλη υπόθεση. Ακόμη και να μην προσεύχεται κανείς, και μόνο με την ησυχία προσεύχεται. Είναι μυστική προσευχή και πολύ βοηθάει στην προσευχή σαν την άδηλη αναπνοή στον άνθρωπο. Αυτός που κάνει δουλειά πνευματική στην ησυχία βυθίζεται μετά στην ευχή. Ξέρεις τι θα πη βυθίζεται; το παιδάκι, όταν λουφάζη στην αγκαλιά της μάνας, δεν μιλάει. Είναι ένωση πλέον, επικοινωνία.
Η εξωτερική ησυχία, μακριά από τον κόσμο, με την διακριτική άσκηση και την αδιάλειπτη προσευχή, πολύ γρήγορα φέρνει και την εσωτερική ησυχία –την ειρήνη της ψυχής – η οποία είναι η απαραίτητη προϋπόθεση για την πνευματική λεπτή εργασία. Τότε πιά ο άνθρωπος δεν ενοχλείται από την εξωτερική ανησυχία, γιατί στην ουσία μόνον το σώμα βρίσκεται στην γη, ενώ ο νούς βρίσκεται στον Ουρανό.
Πάντως, νομίζω, δεν είναι τόσο ο εξωτερικός θόρυβος που ενοχλεί, όσο η μέριμνα.
Πρέπει να φθάση ο άνθρωπος στην θεία αφηρημάδα, για να ζήση την εσωτερική ησυχία και να μην ενοχλήται από τον θόρυβο στην προσευχή. Φθάνει στο σημείο εκείνο της θείας αφηρημάδας που δεν ακούει πιά τους θορύβους ή τους ακούει όταν θέλη ή, μάλλον, όταν κατεβαίνη ο νούς από τον Ουρανό. Και θα φθάση σ’ αυτό το σημείο, αν δουλέψη πνευματικά, αν αγωνισθή. Τότε θα ακούη όποτε αυτός θέλει.
Οι μέριμνες απομακρύνουν από τον Θεό. Όταν υπάρχη πολύς περισπασμός, υπάρχουν πολλά πνευματικά παράσιτα και οι πνευματικοί ασύρματοι δεν εργάζονται με σήματα καλά.
Τα περισσότερα μέσα που χρησιμοποιούν σήμερα οι άνθρωποι γιά την εξυπηρέτησή τους κάνουν θόρυβο. Αχ, την έχουν παλαβώσει με τους θορύβους την ήρεμη φύση! Την έχουν αλλοιώσει και με όλα τα σύγχρονα μέσα την έχουν καταστρέψει. Παληά τί γαλήνη υπήρχε! Πώς ο άνθρωπος αλλοιώνεται και αλλοιώνει, χωρίς να το καταλαβαίνει!
Όλοι τώρα έχουν μάθει να ζουν με τον θόρυβο. Βλέπεις, και πολλά από τα σημερινά παιδιά, γιά να διαβάσουν, θέλουν μουσική ροκ… Δηλαδή, περισσότερό τους αναπαύει να διαβάζουν με μουσική, παρά με ησυχία… Αναπαύονται στην ανησυχία, γιατί υπάρχει ανησυχία μέσα τους… Παντού θόρυβος υπάρχει… Συνέχεια βου, βου, ακούς… Βου, βου…, γιά να κόψουν ξύλα, βου…, γιά να γυαλοχαρτίσουν, βου…, γιά να ραντίσουν με τον ψεκαστήρα. Μετά, θα βρουν άλλους ψεκαστήρες σαν αεροπλάνα, που θα κάνουν πιο πολύ θόρυβο, και θα πουν: «Α, αυτοί είναι πιο καλοί, γιατί ρίχνουν το φάρμακο από πάνω και δεν μένει ούτε μπουμπούκι άβρεχτο», και θα θέλουν να αγοράσουν από εκείνους, και θα χαίρονται μʹ εκείνους…
Μία τρύπα πάει να κάνη ο άλλος, γιά να βάλη ένα καρφί, και βάζει το… «βου»..! Τί να κάνη; Μία τρύπα στο νερό..! Και χαίρεται… Το παράξενο είναι ότι καμαρώνει κιόλας..! Γιά να πάρει λίγο αέρα, παίρνει μηχανή με μπαταρία, πάλι βου… Παληά, όταν ζεσταινόταν κανείς, έκανε λίγο αέρα με το χέρι του, ενώ τώρα ξεκουφαίνεται, γιά να κάνη λίγο αέρα… Και στην Θάλασσα τώρα όλα θόρυβο κάνουν… Έβλεπες άλλοτε τα καράβια με τα πανιά να πλέουν ήσυχα. Τώρα κι ένα μικρό μοτέρ κάνει ντούκου‐ντούκου… Σε λίγο θα κυκλοφορούν οι περισσότεροι με αεροπλάνα. Και ξέρεις τί γίνεται; Η γη απορροφάει και λίγο τον θόρυβο. Στον αέρα θα είναι… ο Θεός να φυλάξει… >>!!
Πηγή: Αγίου Παϊσίου Αγιορείτου – ΛΟΓΟΙ Α’ «Με Πόνο και Αγάπη».
Όταν δεν είμασθε εμείς αιτία γιά τον θόρυβο που υπάρχει, δεν πειράζει, ο Θεός βλέπει. Αλλά, όταν εμείς είμασθε αιτία, τότε είναι κακό. Γιʹ αυτό πάντα πρέπει να προσέχουμε, να μην ενοχλούμε τους άλλους. Αν ένας δεν θέλει να προσευχηθή, τουλάχιστον να μη βάζει παράσιτα και στους άλλους. Αν καταλαβαίνατε την μεγάλη ζημιά που κάνετε στον άλλον που προσεύχεται, θα προσέχατε πάρα πολύ! Γιατί, αν κανείς δεν το νιώσει σαν μία ανάγκη προσωπική και σαν βοήθεια γιά το σύνολο, ώστε να το κάνη με την καρδιά του από αγάπη, και όχι αναγκαστικά ή σαν πειθαρχία, αυτό δεν θα έχει καλά αποτελέσματα. Όταν το κάνη με σφίξιμο, σαν μία πειθαρχία, και λέει, “τώρα πρέπει να περπατήσω έτσι, γιά να μην ενοχλήσω, τώρα πρέπει να μην περπατήσω ελεύθερα…”, είναι βάσανο! Σκοπός είναι να το κάνη με την καρδιά του, με χαρά, επειδή ο άλλος προσεύχεται, επικοινωνεί με τον Θεό!! Πόσο διαφέρει το ένα από το άλλο! Ό,τι κάνει κανείς με την καρδιά του, το χαίρεται και τον βοηθάει! Όταν το αισθανθή σαν ανάγκη να σεβασθή τον άλλον που προσεύχεται, αισθάνεται ένα δέος μετά! Και όταν κανείς σέβεται τον άλλον, τότε τον εαυτό του δεν τον υπολογίζει, γιατί δεν έχει φιλαυτία αλλά φιλότιμο.
Να μπαίνει ο ένας στην θέση του άλλου. Να σκέφτεται: “Αν ήμουν εγώ στην θέση εκείνου, πως θα ήθελα να μου φερθούν; Αν ήμουν κουρασμένος, αν προσευχόμουν, θα ήθελα να χτυπούν έτσι τις πόρτες;”. Όταν μπαίνεις στην θέση του άλλου, τα πράγματα αλλάζουν!
Στα Κοινόβια πρώτα, τί όμορφα ήταν! Ησυχία! Είχαν και το ρολόϊ που χτυπούσε κάθε τέταρτο, γιά να θυμάται καθένας να λέει την ευχή. Και να ξεχνιόταν κανείς, άκουγε το ρολόϊ που χτυπούσε κάθε τέταρτο, και άρχιζε πάλι την ευχή! Πολύ βοηθούσε το ρολόϊ. Έλεγαν οι Πατέρες την ευχή και είχε ησυχία, γαλήνη μεγάλη μέσα στο Μοναστήρι! Στο Κοινόβιο που ήμουν στο Άγιον Όρος, ήμασταν εξήντα Πατέρες και ήταν σαν να ήταν ένας ησυχαστής! Είχαν όλοι την ευχή! Στην Εκκλησία, λίγοι έψαλλαν και οι περισσότεροι νοερά προσεύχονταν! Στα διακονήματα το ίδιο! Μία ησυχία παντού! Δεν μιλούσαν δυνατά ούτε φώναζαν. Ήσυχα έκαναν τα διακονήματά τους. Όλοι αθόρυβα κινούνταν σαν τα πρόβατα. Πάντα υπήρχε, αθόρυβα μία κίνηση στο Μοναστήρι! Δεν ήταν όπως τώρα, που έχουν στα Κοινόβια ώρα διακονίας, ώρα ησυχίας… σιωπητήριο! Καθένας κινιόταν ανάλογα με την διακονία του.
Πρέπει να αγαπήσουμε την ευλογημένη έρημο (διότι, το σωστό Μοναστήρι πρέπει να είναι ακριβές αντίγραφο της ερημιτικής ησυχίας!) και να την σεβασθούμε, εάν θέλουμε να μας βοηθήσει και αυτή με την αγία της ερημία και την γλυκειά της ηρεμία, γιά να ημερέψουμε, να ερημωθούν τα πάθη μας και να πλησιάσουμε στον Θεό!! Χρειάζεται προσοχή, μη τυχόν και προσαρμόσει κανείς την αγία έρημο με τον εμπαθή εαυτό του. Αυτό είναι μεγάλη ασέβεια…>>!!
Πηγή: Αγίου Παϊσίου Αγιορείτου – ΛΟΓΟΙ Α’ «Με Πόνο και Αγάπη».
***
Το ανήσυχο κοσμικό πνεύμα της εποχής μας κατέστρεψε, δυστυχώς, με τον δήθεν πολιτισμό του, ακόμη και τα άγια ερημικά μέρη, που γαληνεύουν και αγιάζουν τις ψυχές. Ο ανήσυχος άνθρωπος δεν ησυχάζει ποτέ. Δεν άφησαν πουθενά τόπο ήσυχο. Ακόμη και τους Αγίους Τόπους τους έχουν χαλάσει τώρα… Όπως αναφέρεται και στον βίο της Ερημίτιδος Φωτεινής, στην έρημο, όπου είχε ασκητέψει, έκαναν μετά περίπτερα, καντίνες κ.τ.λ. … Μέσα στα ασκητήρια, όπου ασκήτεψαν τόσοι μοναχοί, τόσοι Άγιοι, πουλούσαν αναψυκτικά οι Άγγλοι… Πάει η έρημος… Σπίτια, ραδιόφωνα, μαγαζιά, ξενοδοχεία, αεροδρόμια… Έγινε αυτό που λέει ο Άγιος Κοσμάς: “Εκεί που κρεμούν τώρα τα παλληκάρια τα καρυοφίλια, θα έλθη καιρός που θα κρεμούν οι γύφτοι τα όργανα!”… Θέλω να πω, έτσι καταντήσαμε και εμείς, εκεί που ασκήτευαν, που είχαν τα κομποσχοίνια οι μοναχοί, τώρα έχουν ραδιόφωνα, αναψυκτικά… Ε, φαίνεται, μετά από λίγα χρόνια δεν θα χρειάζονται αυτά. Όπως δείχνουν τα πράγματα, γενικά, φαίνεται η ζωή πλησιάζει στο τέλος. Τελειώνει η ζωή, τελειώνει και αυτός ο κόσμος…
-“Γέροντα, στο Άγιον Όρος υπάρχει τώρα τόπος ήσυχος;”.
–Πού τόπος ήσυχος και εκεί τώρα; Αφού ανοίγουν συνέχεια δασικούς δρόμους… Αυτοκίνητα από εδώ, αυτοκίνητα από εκεί… Ακόμη και στα πιο ερημικά και ησυχαστικά μέρη έχουν πάρει αυτοκίνητο. Απορώ, τί ζητάνε αυτοί οι άνθρωποι στην έρημο… Ο Μέγας Αρσένιος, στην έρημο άκουγε τα καλάμια που σείονταν, όταν φυσούσε γλυκά, και έλεγε: “Τι θόρυβος είναι αυτός; Σεισμός γίνεται;”. Πού να έβλεπαν οι Άγιοι Πατέρες, αυτά που γίνονται σήμερα…
Παληά οι διακονητές στα Κοινόβια, ιδίως ο τραπεζάρης και ο αρχοντάρης, πολύ κουράζονταν. Έπρεπε να πλύνουν τα πιάτα, να τρίψουν τα μπακιρένια σκεύη. Σήμερα, έχουν ευκολίες, έχουν διάφορα σύγχρονα μέσα και τα περισσότερα κάνουν θόρυβο. Θυμάμαι, εμείς στο Κοινόβιο με τα δοχεία κουβαλούσαμε το νερό από μία πηγή και με το μαγγάνι το ανεβάζαμε σιγά‐σιγά στον τρίτο όροφο! Τώρα φέρνουν το νερό με την μηχανή και ακούς συνέχεια ντούκου‐ντούκου. Τα ντουβάρια σείονται, τα τζάμια τρίζουν… Τουλάχιστον, να έβαζαν έναν σιγαστήρα. Στον στρατό, με τον ανταρτοπόλεμο, με έναν σιγαστήρα φόρτιζα την μπαταρία του ασυρμάτου, και απέναντι δεν με άκουγαν!
Ήλθαν μία μέρα στο Καλύβι μοναχοί από ένα Μοναστήρι και μιλούσαν δυνατά. “Πιό σιγά, λέω στον έναν, μας ακούνε πιό πέρα!”. Τίποτε αυτός. “Πιό σιγά”, του ξαναλέω. “Ευλόγησον, Γέροντα, μου λέει, συνηθίσαμε να φωνάζουμε στο Μοναστήρι, γιατί έχουμε την γεννήτρια και μιλάμε δυνατά, γιά να ακούμε”. Ακούς εκεί;; Αντί να λένε την ευχή και να μιλούν σιγά, φωνάζουν, γιατί έχουν την γεννήτρια! Και το κακό είναι ότι, όπως μερικά παιδιά αφήνουν την εξάτμιση, γιά να ακούνε ντούκου‐ντούκου…, φθάνει αυτό το πνεύμα τώρα και στον Μοναχισμό… Εκεί πάμε τώρα, το χαίρονται δηλαδή…
Είδα μία αδελφή σήμερα το πρωΐ, που κατέβαινε από πάνω τον κατήφορο με την ψάθα στο κεφάλι, το χορτοκοπτικό στο χέρι, και καμάρωνε… Ακούω σε λίγο βου… β… β… Κοιτάζω, έκοβε χόρτα με το χορτοκοπτικό… Να μην μείνει ένας χώρος που να μην ακούγεται βου… Τελείωσε αυτή, έρχεται μετά και ο άλλος με πιό δυνατό “βου”, να οργώσει… Έτρεχε από ʹδω, έτρεχε από ʹκει. Μετά παίρνει άλλο μηχάνημα, να σιάξει το χώμα. Βρε, τι πάθαμε…
-“Αλλά, όμως, Γέροντα, υπάρχουν αυτά τα μέσα που διευκολύνουν…”.
-Ω, ξέρετε πόσα μέσα υπάρχουν! Όσο μπορείτε, τα βουητά, τους θορύβους να τα αποφεύγετε. Το βουητό μας βγάζει έξω από το Μοναστήρι. Τί την έχετε μετά κάτω στην πόρτα την ταμπέλα να γράφει “Ησυχαστήριο”;; Γράψτε καλύτερα “Βουηστήριο” ή “Ανησυχαστήριο”! Τι να το κάνω το Μοναστήρι, αν δεν έχει ησυχία;; Κοιτάξτε εκεί πέρα, όσο μπορείτε, να τα περιορίσετε αυτά. Ακόμη αυτήν την γλυκιά ησυχία δεν την καταλάβατε!! Αν την καταλαβαίνατε, θα μπορούσατε να με καταλάβετε καλλίτερα και να καταλάβετε μερικά πράγματα!! Αν θα γευόσασθαν από τους πνευματικούς καρπούς της ησυχίας, θα υπήρχε ασφαλώς και η καλή ανησυχία και θα επιδιώκατε περισσότερο την αγία ησυχία της πνευματικής ζωής!!>>!!
Πηγή: Αγίου Παϊσίου Αγιορείτου – ΛΟΓΟΙ Α’ «Με Πόνο και Αγάπη».
Αν χαθής με τα επίγεια, χάνεις τον δρόμο σου για τον Ουρανό. Κάνεις το ένα, μετά θέλεις και το άλλο. Και αν μπης σ’ αυτό το γρανάζι, χάθηκες! Αν χαθής με τα επίγεια, χάνεις τα ουράνια. Όπως τα ουράνια δεν έχουν τελειωμό, έτσι και τα επίγεια δεν έχουν τελειωμό. Ή θα χαθής εδώ ή θα… «χαθής» εκεί. Ξέρεις τι είναι να «χάνεσαι» εκεί πάνω! Ω, έλεγα την ευχή και βυθιζόμουν! Βυθίσθηκες καμμιά φορά στην ευχή;
***
Η ησυχία και η αμεριμνησία είναι η μεγαλύτερη προϋπόθεση για την πνευματική ζωή την οποία χαίρεται η Παναγία
Ψηλά στην Αγία Άννα στην Καλύβη του Αγίου Παντελεήμονος εκεί ασκήτευε ο Όσιος Γερόντιος, ο Ιδρυτής της Σκήτης της Αγίας Άννης, ο οποίος είχε χρηματίσει Ηγούμενος της Μονής των Βουλευτηρίων. Επειδή δεν υπήρχε νερό στο Ασκητήριο και ο υποτακτικός του γόγγυζε, ο Όσιος Γερόντιος έκανε προσευχή και παρακάλεσε την Παναγία να βγάλει λίγο νεράκι από το βράχο για να πίνουν. Η Παναγία, φυσικά, σαν φιλόστοργη Μάνα, τον άκουσε και έβγαλε νερό από μια ρωγμή του βράχου, εκεί κοντά για να πίνουν. Το νερό αυτό ήταν και Αγίασμα.
Αργότερα όμως ο υποτακτικός του Οσίου θέλησε να κάνει κήπο. Έκτιζε πεζούλια, κουβαλούσε χώμα κι άρχισε να ξεφεύγει από την ασκητική ζωή, παραμελώντας τα πνευματικά του καθήκοντα και την προσευχή του για τον κόσμο. Σκέφθηκε δε να ανοίξει με μια σμίλα και τη ρωγμή του βράχου απ’όπου έβγαινε το νερό για να βγάλει περισσότερο νερό, να ποτίζει τον κήπο του. Τότε του παρουσιάστηκε η Παναγία και του λέει:
–Αφού θέλεις κήπους, να κουβαλάς νερό στον ώμο σου από κάτω.
Από τότε το νερό βγαίνει πιο κάτω, μέχρι σήμερα ακόμη, το οποίο είναι και Αγίασμα.
(Αγιορείται Πατέρες & Αγιορείτικα – Γέροντος Παϊσίου – Έκδοση Ιερό Ησυχαστήριο Ευαγγελιστής Ιωάννης ο Θεολόγος – Σουρωτή Θεσσαλονίκης)
***
Σκοπός είναι, ο άνθρωπος να τα αξιοποιεί όλα γιά αγώνα! Να προσπαθήσει να αποκτήσει την εσωτερική ησυχία. Να αξιοποιήσει τον θόρυβο βάζοντας δεξιό λογισμό. Όλη η βάση είναι η καλή αντιμετώπιση. Όλα με καλούς λογισμούς να τα αντιμετωπίζει. Μέσα στον θόρυβο, αν πετύχει την εσωτερική ησυχία, έχει πολλή αξία! Αν δεν πετύχει την ησυχία μέσα στην ανησυχία, ούτε στην ησυχία θα ησυχάσει! Όταν έλθη στον άνθρωπο η εσωτερική ησυχία, ησυχάζουν όλα μέσα του, και τίποτε δεν τον ενοχλεί! Αν θέλει την εξωτερική ησυχία, γιά να ησυχάσει εσωτερικά, όταν βρεθή στην ησυχία, την ημέρα θα πάρει ένα καλάμι και θα διώχνει τα τζιτζίκια και το βράδυ θα διώχνει τα τσακάλια, γιά να μην τον ενοχλούν… Θα διώχνει, δηλαδή, αυτά που θα μαζεύει ο διάβολος… Τί νομίζετε; Ποιά είναι η δουλειά του; Όλα μας τα φέρνει ανάποδα ο διάβολος, μέχρι που μας αναποδογυρίζει…
Σε μία Σκήτη, δύο γεροντάκια πήραν ένα γαϊδουράκι, που είχε ένα κουδουνάκι. Ένας νέος με ησυχαστικές τάσεις παραπονιόταν γιά το κουδουνάκι που είχε το ζώο και πήρε όλους τους Κανόνες, γιά να αποδείξει ότι δεν επιτρέπεται να έχουν γαϊδουράκι στην Σκήτη! Οι άλλοι Πατέρες είπαν ότι δεν τους ενοχλεί. Του λέω: “Δεν φθάνει εκεί πέρα που δεν μας απασχολούν τα γεροντάκια, αλλά εξυπηρετούνται με το γαϊδουράκι; Αν δεν είχε κουδουνάκι και το έχαναν, θα έπρεπε να πάμε εμείς να το βρούμε. Παραπονιόμαστε κιόλας;”. Αν δεν έχουμε έτσι καλούς λογισμούς και δεν αξιοποιήσουμε τα πάντα στα πνευματικά, τότε και σε Αγίους κοντά να πάμε, δεν θα κάνουμε προκοπή!
Βρέθηκα λ.χ. σε Στρατόπεδο; Να αξιοποιήσω την σάλπιγγα σαν καμπάνα και το όπλο να μου θυμίζει τα πνευματικά όπλα κατά του διαβόλου. Εάν δεν τα αξιοποιήσουμε όλα στα πνευματικά, θα μας ενοχλεί ακόμη και η καμπάνα. Ή εμείς θα τα αξιοποιήσουμε ή ο διάβολος θα τα εκμεταλλευθή. Ο ανήσυχος, και στην έρημο θα μεταφέρει τον ανήσυχο εαυτό του! Πρώτα απ’ όλα, η ψυχή θα πρέπει να αποκτήσει την εσωτερική ησυχία, μέσα στην εξωτερική ανησυχία, γιά να μπορέσει να ησυχάσει και στην εξωτερική ησυχία!>>!!
Πηγή: Αγίου Παϊσίου Αγιορείτου – ΛΟΓΟΙ Α’ «Με Πόνο και Αγάπη».
«Οι γνήσια σιωπηλοί άνθρωποι «ζουν το άρωμα μιας άλλης ζωής… ».
Οι ταπεινοί μοιάζουν με τα Αηδόνια, που κρύβονται στις λαγκαδιές και σκορπάνε αγαλλίαση στις ψυχές των ανθρώπων με τα γλυκοκελαηδήματα τους. Άγιος Παΐσιος Αγιορείτης
https://iconandlight.wordpress.com/2018/10/12/%ce%bf%ce%b9-%cf%84%ce%b1%cf%80%ce%b5%ce%b9%ce%bd%ce%bf%ce%af-%ce%bc%ce%bf%ce%b9%ce%ac%ce%b6%ce%bf%cf%85%ce%bd-%ce%bc%ce%b5-%cf%84%ce%b1-%ce%b1%ce%b7%ce%b4%cf%8c%ce%bd%ce%b9%ce%b1-%cf%80%ce%bf%cf%85/
Στην Σιναϊτική έρημο με τον Άγιο Παΐσιο τον Αγιορείτη
https://iconandlight.wordpress.com/2020/11/04/%cf%83%cf%84%ce%b7%ce%bd-%cf%83%ce%b9%ce%bd%ce%b1%cf%8a%cf%84%ce%b9%ce%ba%ce%ae-%ce%ad%cf%81%ce%b7%ce%bc%ce%bf-%ce%bc%ce%b5-%cf%84%ce%bf%ce%bd-%ce%ac%ce%b3%ce%b9%ce%bf-%cf%80%ce%b1%ce%90%cf%83%ce%b9/
Κτήσαι δε και ησυχίαν, αδελφέ, ώσπερ τείχος οχυρόν•
η γαρ ησυχία υψηλότερόν σε ποιεί των παθών•
συ γαρ άνωθεν πολεμείς, αυτά δε κάτωθεν.
Κτήσαι ούν την εν φόβω Θεού ησυχίαν, και ου μη σε βλάψη πάντα τα βέλη του Εχθρού•
ησυχία γαρ φόβω Θεού συνεζευγμένη άρμα πύρινόν εστι.
Και πειθέτω σε Ηλίας ο προφήτης αγαπήσας την ησυχίαν, και τον φόβον του Θεού, αναληφθείς ως εις τον ουρανόν.
Ω ησυχία, προκοπή μοναζόντων•
ω ησυχία, κλίμαξ ουράνιος•
ω ησυχία, οδός βασιλείας ουρανών•
ω ησυχία, κατανύξεως μήτηρ•
ω ησυχία, έσοπτρον αμαρτημάτων, η δεικνύουσα ανθρώπω τα πλημμελήματα αυτού•
ω ησυχία, η δάκρυα μη εμποδίζουσα•
ω ησυχία, πραότητος γεννήτρια•
ω ησυχία, ταπεινοφροσύνης σύσκηνε•
ω ησυχία, φόβω Θεού συνεζευγμένη, διανοίας φωταγωγέ•
ω ησυχία, λογισμών κατάσκοπε, και διακρίσεως σύμπονε•
ω ησυχία, γεννήτρια παντός αγαθού, νηστείας εδραίωμα, και γαστριμαργίας εμπόδιον•
ω ησυχία, σχόλασις προσευχής και αναγνώσεως•
ω ησυχία, γαλήνη λογισμών, και λιμήν εύδιος•
ω ησυχία, αμεριμνία ψυχής•
ω ησυχία, ζυγός χρηστός και φορτίον ελαφρόν, αναπαύουσα και βαστάζουσα τον βαστάζοντά σε•
ω ησυχία, ευφροσύνη ψυχής και καρδίας•
ω ησυχία, οφθαλμών και ακοής και γλώσσης χαλινός•
ω ησυχία περπερότητος αναίρεσις, και αναιδείας εχθρά•
ω ησυχία, δεσμωτήριον παθών•
ω ησυχία, πάσης αρετής συνεργέ, ακτημοσύνης πρόξενε, χωρίον Θεού καρποφορούν καρπούς αγαθούς•
ω ησυχία, τείχος και οχύρωμα των βουλομένων αγωνίσασθαι την βασιλείαν των ουρανών.
Ναί, αδελφέ, ταύτην κτήσαι την καλήν μερίδα, ην Μαρία εξελέξατο….
Αύτη γαρ η Μαρία εγένετο υπόδειγμα της ησυχίας, παρακαθίσασα παρά τοις ποσί του Κυρίου, και αυτώ μόνω προσκολληθείσα.
∆ιο και επήνεσεν αυτήν ο Κύριος λέγων•
Μαρία την αγαθήν μερίδα εξελέξατο, ήτις ουκ αφαιρεθήσεται απ’ αυτής.
Βλέπεις, αδελφέ, οία εστίν η ησυχία•
ότι αυτός εστι, και επαινεί τον κτώμενον αυτήν ο ∆εσπότης ημών Θεός.
Ταύτην κτήσαι, αδελφέ μου, και κατατρυφήσεις του Κυρίου σου, παρακαθεζόμενος τοις ποσίν αυτού και αυτώ μόνω προσκολλώμενος, ίνα λέγης και συ μετά παρρησίας•
Εκολλήθη η ψυχή μου οπίσω σου, εμού δε αντελάβετο η δεξιά σου.
∆ια τούτο ως εκ στέατος και πιότητος εμπλησθείη η ψυχή μου.
Ναί, αδελφέ μου, ταύτην κτήσαι την μέλιτος γλυκυτέραν.
Κρείσσων γαρ ψωμός εν άλατι ησυχίας και αμεριμνίας, η παράθεσις εδεσμάτων πολυτελών εν πειρασμοίς και μερίμναις.
Άκουε του λέγοντος ∆εσπότου Θεού•
∆εύτε προς με πάντες οι κοπιώντες και πεφορτισμένοι, καγώ αναπαύσω υμάς.
Αναπαύσαι γαρ σε θέλει ο Κύριος από μεριμνών, από θυμού, από πειρασμού και θλίψεως του αιώνος τούτου•
αμέριμνόν σε θέλει είναι από της πλινθουργίας της Αιγύπτου•
αγαγείν σε βούλεται εις την έρημον, τουτέστιν, εις την ησυχίαν, όπως φωτίση τας οδούς σου τω στύλω της νεφέλης, όπως ψωμιεί σε το μάννα, λέγω δη τον άρτον της ησυχίας και αμεριμνίας•
όπως κληρονομήσης την γην την αγαθήν, λέγω δη την άνω Ιερουσαλήμ.
Ναί, αγαπητέ, ταύτην αγάπησον, ταύτην κτήσαι, όπως τερφθής εν τη οδώ των μαρτυρίων του Θεού, ως επί παντί πλούτω.
Ναί, αδελφέ, κτήσαι την ησυχίαν μετά φόβου Θεού, και ο Θεός της ειρήνης έσται μετά σου, ω πρέπει δόξα εις τους αιώνας.
Αμήν.
(0345-0407 – Iohannes Chrysostomus – De patientia et de consummatione huius saeculi)
Εις τον Στίχον. Ήχος πλ. α΄. Χαίροις ασκητικών.
Στ.: Τίμιος εναντίον Κυρίου, ο θάνατος του Οσίου Αυτού.
Έρωτι θεϊκώ πτερωθείς, την ακροτάτην ησυχίαν επόθησας, και ταύτην ακαταπαύστως ως μανικός εραστής, ανεζήτεις Άγιε έως έφθασας, εις τόπον πανέρημον, ένθα πάθη ενέκρωσας, και των δαιμόνων, τας ενέδρας διέλυσας, δι’ ασκήσεως και πολλής ταπεινώσεως· όθεν Θεώ ενούμενος, Θεού ώφθης όργανον, Όσιε Πάτερ υπείκων Αυτού τω θείω θελήματι, και καύσει καρδίας, ως θυσία προσηνέχθης τω κόσμω άπαντι.
Ἦχος δ΄. Ὁ ὑψωθεὶς ἐν τῷ Σταυρῷ.
Τὸν ἐραστὴν τῆς ἱερᾶς ἡσυχίας, καὶ μιμητὴν τῆς τοῦ Θεοῦ εὐσπλαγχνίας, Παΐσιον τὸν Ὅσιον ὑμνήσωμεν· οὗτος γὰρ εν Ἄθωνι καὶ Σινᾷ καὶ Στομίῳ, ζήσας ὥσπερ ἄσαρκος, ἐκλογῆς ὤφθης σκεῦος· καὶ νῦν προστάτης καὶ χειραγωγός, πάντων ὑπάρχει, καὶ πρέσβυς πρὸς Κύριον.
ᾨδὴ στ΄. Τὴν δέησιν.
Οἰκτίρμων, καὶ πλήρης θείας ἀγάπης, ἱλαρὸς καὶ ἐλεήμων ἐφάνης, ὅτι παθῶν καθαρθεὶς ἐν ἐρήμῳ, ἐλέους σπλάγχνα ἐκέκτησο Ὅσιε· νῦν δὲ πρεσβείαις σου θερμαῖς, τὴν γνησίαν ἀγάπην μοι δώρησαι.
Ἠγάπησας, τὴν ἀφάνειαν Πάτερ, καὶ ἐμίσησας τὴν δόξαν τοῦ κόσμου· ἀλλ’ ὁ τῆς δόξης Θεὸς καὶ Δεσπότης, τὴν σὴν ταπείνωσιν πᾶσιν ἐπέδειξεν· ταύτης ῥανίδα δυσωπῶ, στάλαξόν μοι πρεσβείαις σου Ὅσιε.
Θερμότατος, σὲ θεῖος ἔρως ἥρπαζε, καὶ Θεὸν σὺν τοῖς Ἀγγέλοις ἀνύμνεις· ὅθεν κἀμέ, τῶν γηΐνων φροντίδων, καὶ τῆς ματαίας μερίμνης ἐξάρπασον, ἵνα καρδίᾳ καθαρᾷ, εὐλογῶ καὶ δοξάζω τὸν Κύριον.
Θεοτοκίον.
Ὁ ἔμψυχος, τοῦ Θεοῦ Παράδεισος, τὸ σεπτὸν τῆς εὐωδίας δοχεῖον, τῆς τῶν παθῶν δυσωδίας με ῥῦσαι, καὶ ἀρετῶν οἰκητήριον δεῖξόν με· Σὺ γὰρ χαρίτων ἡ πηγή, καὶ αἰτία ὑπάρχεις πανάμωμε.
Μεγαλυνάρια.
Χαίροις ἡσυχίας ὁ ἐραστής, καὶ τῆς εὐσπλαγχνίας τοῦ Κυρίου ὁ μιμητής· θείας γὰρ ἀγάπης, πληρούμενος ἐδόθης, Θεῷ καὶ τοῖς ἀνθρώποις Πάτερ Παΐσιε.