Φοίβη Διακόνισσα των Κεγχρέων Κορίνθου (1ος αιώνας)
Αριστίων Αλεξάνδρειας ( Κελλάδιον ) της μικρής, εις Κιλικίαν (σημ. Iskenderun) (περ. 167)
Άνθιμος Νικομηδείας, ίερομάρτυς (302) και Βασίλισσα της Νικομηδείας, μάρτυς (309)
Θεόκτιστος Παλαιστίνης, συνασκητής οσίου Ευθυμίου του Μεγάλου (451)
Ιωάννης “ο δασύτριχος” , ο δια Χριστόν σαλός του Ροστόφ (1580)
Πέτρος του Uglich , ο δια Χριστόν σαλός (1866)
Πολύδωρος Νεομάρτυρας στη Νέα Έφεσο, από Λευκωσία της Κύπρου (1794)
Ανακομιδή των λειψάνων (1953) του Αγίου Νεκταρίου (Κεφαλά) της Αίγινας του Θαυματουργού (1920)
Εορτάζουν στις 3 Σεπτεμβρίου
Η συνάντηση του αγίου Νεκταρίου στο Άγιον Όρος με έναν Ασκητή
Ακριβώς το καλοκαίρι του 1898, όταν πια έληξε η περίοδος μαθημάτων, ο Σεβασμιώτατος Γενικός Διευθυντής της Ριζαρείου, έφθανε με κάνα-δυο φίλους του, Χιώτες καλογέρους, χαμηλά στις Καρυές, στο Πρωτάτο… όταν μαθεύτηκε η επίσκεψή του,… ο ψίθυρος στους λογής – λογής καλογέρους, στους ελεύθερους εργάτες, στους φιλοξενουμένους κοσμικούς, κυκλοφόρησε, πλανήθηκε, διαιρέθηκε σε ανάλογους χαρακτηρισμούς. Μερικοί τον είπαν εκκλησιαστική προσωπικότητα, άλλοι ξεπεσμένο δεσπότη, άπραγο κι αδύναμο, που ζούσε με την ανοχή της Αθηναϊκής Συνόδου, κι άλλοι, δίβουλοι και διχασμένοι σε πονηρίες κι ευσεβοφάνεια, δε δίστασαν να θυμηθούν και να υιοθετήσουν τις κατηγορίες των Πατριαρχικών της Αλεξάνδρειας και να τον αναφέρουν σαν «κρυφή πληγή», λαγήνι με εσωτερικές κηλίδες. […]
Θα βρεθούμε κοντά σε μία επίσκεψη που έκανε μιά από κείνες τις ημέρες στα Καυσοκαλύβια, στη δροσερή Κερασιά κι από εκεί στα Κατουνάκια, …. Ήταν μιά ταλαιπωρία να φτάσει στα Κατουνάκια, στο ησυχαστήριο των ζωγράφων Δανιηλαίων, στην ακροτοπιά, που όπως λένε, ψέλνουν αγγελικά. Αλλά υπερνικήθηκε από τον έρωτα που ένιωθε για βυζαντινές μελωδίες, για κατανυκτικούς ύμνους στην Υπεραγία Θεοτόκο… Οι Δανιηλαίοι δεν είχαν ειδοποιηθεί για την επίσκεψή του, δεν ήξεραν ποιος είναι. Παρουσιάστηκε με καλογερικό σκούφο, με τα παλιά ράσα, που χρησιμοποιούσε στην καλλιέργεια των λουλουδιών του κήπου της Ριζαρείου, με χοντρές καλογερίστικες αρβύλες. Είπε πως ήταν ένας μοναχός από την Αθήνα.
Τον υποδέχτηκαν, όμως, όπως πάντα με εγκαρδιότητα, με αβραμιαία, όπως είπαμε, καλοσύνη και, αφού τον εκέρασαν νωπά συκά, φουντούκια με αγριόμελι,…
Καθώς σε μια στιγμή, ύστερα από τις πρώτες περιποιήσεις, σιγοπερπατούσαν με έναν από τους αδελφούς Δανιηλαίους, κατευθυνόμενοι προς τον φοβερό βράχο του Καρουλίου, συναπάντησαν έναν άγνωστο ερημίτη, μελαψό, με καταμπαλωμένο και τριμμένο ράσο, λιπόσαρκο, με δύο μεγάλα μάτια που σε καθήλωναν…
-Ευλογείτε… ψιθύρισε ο Νεκτάριος. Κι απόμεινε εκστατικός.
-Ο Κύριος, αποκρίθηκε αυτός. Και μονομιάς έκανε παρατήρηση στον αδελφό Δανιήλ.
–Πώς προπορεύεσθε, αδελφέ, από τον Πενταπόλεως, τον πρό πολλού ενταχθέντα μεταξύ των αγίων ιεραρχών; Σα να τους κόπηκε η αναπνοή. Ο Δανιήλ απόμεινε να κυττάζει χαύνος. Εκείνος εκύτταζε τα μάτια του ερημίτη και σώπαινε. Η καρδιά του γοργοκτυπούσε. Είχε λοιπόν δίπλα του μίαν άγνωστη αγωνιστική ψυχή, ευλογημένη με το ποορατικό χάρισμα; Άθελά του δάκρυσε.
-Υπερευλογημένο το όνομα του Κυρίου μας, αδελφέ, ψιθύρισαν τα χείλη του. Μην αναφέρετέ τι δια τον ταπεινόν δούλον του. Παρακαλώ… παρακαλώ, δεχθείτε… τον ασπασμόν μου. Κι επλησίασε κι έσκυψε να φιλήσει το ροζιασμένο χέρι του ερημίτη.
Εκείνος τραβήχθηκε με φόβο. Και σκύβοντας με τη σειρά του να φιλήσει το χέρι του επισκέπτη βρέθηκαν οι δύο πρόσωπο με πρόσωπο. Αντάλλαξαν εγκάρδιο ασπασμό.
-Χθες οι δαίμονες φρύαξαν… ψιθύρισαν τα χείλη του ασκητή. Μεταβλήθησαν σε σμήνος μεγάλων κωνώπων, με έπληττον και προσπαθούσαν να με αφήσουν χάμου αναίσθητον. Πλην όμως δεν ίσχυσαν εις το σημείον του Τιμίου Σταυρού. Εις δε την φράσιν “Αναστήτω ο Θεός και διασκορπισθήτωσαν οι εχθροί Αυτού” εξηφανίσθησαν.
-Διατί;
-Διότι θα μου εδίδετο η ευκαιρία να γνωρίσω έναν φοβερό διώκτην των. Τί νέα από τον κόσμο;
-Τι νέα… Πόλεμοι, ατασθαλίαι, ζυμώσεις και…
-Καταλαμβάνω, συμπλήρωσε ο ερημίτης. Κομπασμός, υπερηφάνεια, νοησιαρχία.
Ακολούθησε σιγή.
Στο μεταξύ ο αδελφός Δανιήλ παρατηρούσε με έκσταση τον απρόσμενο εκείνο επισκέπτη, που ήταν Επίσκοπος, και προσπαθούσε με λόγια συντριβής να επανορθώσει την παράλειψη προσφοράς του ανάλογου σεβασμού.
-Σας αντιλαμβάνομαι, Σεβασμιώτατε, έπιασε να λέει ο ασκητής. Νοσταλγείτε την μόνωσιν. Αλλ’ εφόσον θεωρήσατε καθήκον να υπηρετήσετε αυτοπροσώπως τον λαόν, εφόσον υπελογίσατε τους συνανθρώπους και τους αγαπήσατε εκ μέσης καρδίας… Θάρθει και η μόνωσις.
Τον κύτταξε πάλι στα μάτια και ξαναδάκρυσε.
–Τί φρονείτε δια τον εικοστόν αιώνα που έρχεται; σιγορώτησε.
Ο ερημίτης δεν αποκρίθηκε αμέσως. Σήκωσε το βλέμμα ψηλά, πήρε βαθειά αναπνοή και είπε:
–Τέλος τα βασίλεια. Πόλεμοι… ανησυχίαι, σφαγαί, καταστροφαί. Κυρίαρχος ο φόβος.
–Ο φόβος… επανάλαβαν τα χείλη του Δανιήλ.
Δεν είπαν άλλο τίποτα. Προχώρησαν και οι τρείς για το φοβερό βράχο…”
” Πηγή : *Σώτου Χονδρόπουλου, Ὁ Ἅγιος τοῦ αἰῶνα μας (Ο όσιος Νεκτάριος Κεφαλάς- Αφηγηματική Βιογραφία), εκδ. Καινούργια Γη, σελ. 136-140.
Το τρελλό νερό:
Η αλήθεια, η ψευτιά, η ζωή και ο θάνατος
Φώτης Κόντογλου
Η ψευτιά και ο πνευματικός εκφυλισμός απλώνει μέρα με την ημέρα απάνω στους Έλληνες και τους παραμορφώνει. Έναν λαό που ξεχωρίζει ανάμεσα σ’ όλα τα έθνη και που είναι γεμάτος πνευματική υγεία, πάμε να τον κάνουμε εμείς, οι λογής-λογής καλαμαράδες, κ’ οι άλλοι γραμματιζούμενοι, σαχλόν, χωρίς χαρακτήρα, χωρίς πνευματικό νεύρο, χωρίς πνευματική ανδροπρέπεια, χωρίς χαρακτήρα. Οι διάφοροι φωστήρες βαστάνε από μια πατέντα στα χέρια, και μέρα-νύχτα δουλεύουνε για να «συγχρονίσουν» την Ελλάδα, ενώ στ’ αληθινά σκάβουνε τον λάκκο της. Άμυαλα νευρόσπαστα! Ποιόν θα συγχρονίσετε; Αυτό που λέτε εσείς «συγχρονισμό» και «εξέλιξη» είναι μια άθλια παραμόρφωση, σύμφωνα μ’ ένα βλακώδες μοντέλλο, οπού κάνανε οι σαρακοστιανοί και κάλπικοι άνθρωποι, που τους λέγει η Γραφή «χλιαρούς», δηλαδή σαχλούς, και για τους οποίους λέγει ο Θεός ότι «μέλλει εμέσαι εκ του στόματος αυτού, ει χλιαροί εισι, και ούτε ζεστοί ούτε ψυχροί» (Αποκαλ. γ’ 16). Μέσα σ’ αυτό το καλούπι θέλετε να βάλετε τον λαό, κ’ έτσι να χαθεί από πάνω του κάθε πρωτοτυπία, κάθε σημάδι αληθινής ζωής, κάθε χαρακτήρας. Θέλετε, μ’ άλλα λόγια, να επιβάλετε στον κόσμο ένα πνευματικό «εσπεράντο», που να καταργήσει κάθε ζωντανή ουσία κ’ έκφραση μέσα στους ανθρώπους, δηλαδή έναν πνευματικό θάνατο, ή μια πνευματική παραλυσία. Αυτό το λέτε «συγχρονισμό» και «εξέλιξη»! Ανόητοι κι αναίσθητοι!
«Συγχρονισμένο» και «εξελιγμένο» είναι ό,τι είναι ζωντανό, και μοναχά ό,τι είναι πνευματικά πεθαμένο, όπως είσαστε εσείς, αυτό δε μπορεί νά ‘ναι ούτε συγχρονισμένο ούτε εξελιγμένο, αφού δεν είναι ζωντανό. Ο συγχρονισμός ο αληθινός είναι κάποια ενέργεια, που γίνεται μόνη της μέσα σε κάθε ζωντανό πλάσμα. Λοιπόν, ποιά Ελλάδα και ποιόν λαό θα «συγχρονίσετε», αφού η Ελλάδα είναι ολοζώντανη κι ο λαός της είναι αείζωος; Θα ζωντανέψετε εσείς τη ζωή, εσείς οι πεθαμένοι και θαμμένοι; Θαρρείτε, πως με τις υστερικές φωνές και με τις θεατρικές σκηνοθεσίες φανερώνεται η ζωή;
…Η ψευτιά είναι θάνατος κ’ η ζωή αλήθεια. Γι’ αυτό κ’ εσείς, με όλες τις φωνές που βάζετε, και μ’ όλες τις δραστηριότητες, και με όλα τα υστερικά ξετινάγματα, έχετε απάνω σας τη μπόχα του θανάτου. Κι αντί να πάτε κοντά στον λαό, που είναι πηγή ζωής, για να πάρετε λίγη ζωή κι αλήθεια, εσείς θέλετε να τον κάνετε ζωντανόν, εκείνον΄ εσείς οι πεθαμένοι να ζωντανέψετε τη ζωή, οι ψεύτες να φανερώσετε την αλήθεια, οι βρουκολάκοι να δώσετε δύναμη και νεύρα στον αντρειωμένον!
Όποιος δεν ζει σύμφωνα με το φυσικό του φτιάξιμο και με τα φυσικά κτίσματα που υπάρχουνε γύρω του, αυτός δεν έχει αληθινή ζωή μέσα του, ούτε φυσική ούτε πνευματική. Όπως ζούνε οι Έλληνες σήμερα, δεν είναι η αληθινή ζωή τους. Το νοιώθουνε κ’ οι ίδιοι, κι ας μην το λένε. Λαχταράνε να βρούνε τον εαυτό τους που τον έχουν χαμένον (εκτός από κάποιους, που θαρρούνε πως ζωή είναι μοναχά το φαγοπότι και το «κομφόρ», δίχως κανέναν βαθύν πόθο, χωρίς κανέναν καϋμό).
Και κείνος, ακόμα, που δεν έχει συναίσθηση τι είναι αληθινό, έρχεται στιγμή που καταλαβαίνει, πως η ζωή του είναι ψεύτικη, πως δεν έχει κανέναν αληθινό δεσμό ούτε με τον τόπο του, ούτε με τους προγόνους του, ούτε με τις ντόπιες συνήθειες που βγήκανε από την αγάπη κι από τον πόνο, και πως είναι ορφανός και ξένος μέσα στον ίδιο τον τόπο του, σαν τον άσωτο γυιο, και πως, με όλο που θαρρεί πως τρώγει καλά και νόστιμα φαγητά, στ’ αληθινά μασά ξυλοκέρατα, φερμένα από ξένους τόπους, οπού είναι αλλοιώτικοι από τον δικό μας.
….Φωνάζω και στεναχωριέμαι, γιατί η φυλή μας χάνει τα αληθινά πράγματα και παίρνει τα ψεύτικα, κ’ έτσι δεν χαίρεται τα τόσα πνευματικά πλούτη που κληρονόμησε, και δεν θρέφεται από το αντρειωμένο και ζωογόνο ελληνικό γάλα, που έθρεψε κι αγρίμια ακόμα και τά ‘κανε ανθρώπους. Αυτό το γάλα δεν είναι της δικής μου μάνας, μα της μάνας ολονών μας, που τ’ αρνηθήκανε όσοι σας δίνουνε να πιήτε αντί για γάλα το φαρμάκι της ψευτιάς που τη λένε «πρόοδο», «εξέλιξη», «κοσμοπολιτισμό», «μοντερνισμό» κτλ. Εγώ στενοχωριέμαι για σας, όχι για μένα, γιατί εγώ έχω αυτό που δεν έχετε, μα αυτό δεν είναι δικό μου μοναχά, αλλά δικό μας. Και γιατί, τάχα, θα υπόφερνα, αν δεν αγαπούσα τ’ αδέλφια μου, και δεν φοβόμουνα μην χάσουνε τον θησαυρό; Οι γενεές που έρχουνται από πίσω μας, σαν θάλασσες από το πέλαγο, γιατί να ζήσουνε με την ψευτιά και να μην ζήσουνε αληθινά, γιατί να είναι πεθαμένοι-ζωντανοί, αφού η ζωή με την ψευτιά δεν συνταιριάζουνται;
Λένε πως τα παραλέγω. Μακάρι να τα παράλεγα κι ας έβγαινα γελασμένος. Μα βλέπω καθαρά, πως μέρα με τη μέρα το πνευματικό αίμα φεύγει από την όψη της φυλής μας, το βλέπω και πικραίνουμαι, όπως βλέπει η μάνα το παιδί της που μαραζώνει. Τί παρακάνω και τί παραλέγω; Δεν βλέπετε πως παραπατάμε, σαν ζαλισμένοι, και δεν ξέρουμε που πάμε; Η ξενομανία μάς έδερνε πάντα, αφού κι ο Παυσανίας γράφει: «Έλληνες αεί εν θαύματι τιθέασι τ’ αλλότρια ή τα οικεία». Μα τώρα σαν να χάσαμε ολότελα τα φρένα μας, λες κ’ ήπιαμε το Τρελλό Νερό, που λέγει ένας μύθος ανατολίτικος, και λέμε το ψεύτικο αληθινό, το νόστιμο άνοστο, το μαύρο άσπρο. Και με όλο που πάθαμε αυτή την ξενομανιακή τρέλλα, ωστόσο, επειδή αγαπάμε τον τόπο μας, το αίμα μας και τα δικά μας, θέλουμε να συμβιβάσουμε αυτή την αγάπη μας με την τρέλλα μας (δηλαδή με τη ματαιοδοξία μας), και πάμε σαν το καράβι που δεν έχει τιμόνι, μα που θέλει σώνει και καλά να ισάρει όλα τα πανιά του, για να τσακισθεί πιο γλήγορα απάνω στις ξέρες! Είμαστε σαν τους παλιούς Εβραίους, που αρνηθήκανε τον Θεό τους και προσκυνούσαν τον Βάαλ, μα που φοβόντανε κιόλας μην τους παιδέψει ο Ιεχωβά, κι ο προφήτης Ηλίας τους μάλωνε και τους έλεγε: «Έως πότε υμείς χωλανείτε επ’ αμφοτέραις ταις ιγνύαις;» — «ως πότε θα κουτσαίνετε πότε από τό ‘να το ποδάρι και πότε από τ’ άλλο; Αν είναι θεός ο Βάαλ, πηγαίνετε ξοπίσω του, αν είναι ο θεός ο Ιεχωβά πηγαίνετε ξοπίσω απ’ αυτόν». Έτσι κ’ εμείς θέλουμε να τα συμβιβάσουμε τα αταίριαστα και το χάλι μας είναι ελεεινό. Αγαπάμε την Ελλάδα, πονάμε τον τόπο μας, δίνουμε γι’ αυτόν τη ζωή μας, κι από την άλλη μεριά σιχαινόμαστε τα δικά μας πράγματα, τα πράγματα της Ελλάδας, είτε φυσικά είναι είτε τεχνητά, είτε συνήθειες, είτε τραγούδια, είτε ψαλμωδίες, είτε εικονίσματα, και θέλουμε τα ξενοφερμένα. Είμαστε, λοιπόν, στα συγκαλά μας; Ρωτώ να μάθω…
***
Αυτό με κάνει να θυμηθώ τον ανατολίτικο μύθο που είπα στην αρχή:
«Μια φορά, λέγει ο μύθος, ήτανε ένας σουλτάνος καλός και δίκαιος κι ήτανε και αστρολόγος. Μια μέρα ο βεζύρης λέγει του σουλτάνου πως είδε κάποια σημάδια στον ουρανό, πως θα βρέξει στον κόσμο ένα τρελό νερό και πως όποιος το πιει αυτό το νερό, θα τρελαίνεται και πως όλοι οι άνθρωποι που ζούνε στην επικράτειά τους θα το πιούνε και θα χάσουνε τα λογικά τους και δεν θα νιώθουνε πια τίποτα΄μήτε τι είναι σωστό και τι ψεύτικο, μήτε τι είναι καλό και τι είναι κακό, μήτε τι είναι νόστιμο και τι είναι άνοστο, μήτε τι είναι δίκιο και τι είναι άδικο.
Toυ λέγει ο βεζύρης πως ο λόγος του είναι σωστός και πως θα ΄πρεπε να προστάξει να μαζέψουνε από το καλό νερό που πίνανε και να το φυλάξουνε μέσα στις στέρνες,για να μην πίνουνε από το χαλασμένο και κρίνουνε παλαβά κι άδικα, μα δίκια όπως έχουνε χρέος. Έτσι κι έγινε.
Σε λίγον καιρό έβρεξε στ΄αλήθεια και το νερό ήτανε νερό τρελό και τρελαθήκανε όλοι οι άνθρωποι και δεν γνωρίζανε οι καημένοι τι τους γίνεται κι είχανε το ψεύτικο για αληθινό,το κακό για καλό,το άδικο για δίκιο. Μα ο σουλτάνος κι ο βεζύρης πίνανε από το καλό νερό που είχανε φυλαγμένο και δεν τρελαθήκανε, αλλά κρίνανε τον κόσμο με δικαιοσύνη. Μα ο κόσμος τα΄βλεπε ανάποδα και δεν ήταν ευχαριστημένος από την κρίση του σουλτάνου και του βεζύρη και φωνάζανε πως τους αδικούνε και κοντεύανε να σηκώσουν επανάσταση.
Θαρρώ, λέει , πως κάτι παρόμοιο γίνεται και σήμερα στον τόπο μας. Εμείς όμως δε θα χύσουμε το λίγο νερό που είναι ακόμα φυλαγμένο μέσα στη στέρνα της παράδοσης. Μα θα πίνουμε απ΄αυτό το καλό νερό και θα καλούμε να πιούνε κι οι άλλοι Έλληνες, που τους ξεραίνει ο λίβας της ξενομανίας. Να πιούνε και να δροσιστούνε από το νερό που βγαίνει από την πέτρα, από το καλό και τ΄αθάνατο νερό μας, από το «ύδωρ το ζων».
(Πηγή: Φώτης Κόντογλου «Ευλογημένο Καταφύγιο», Εκδ. Ακρίτας – Από άρθρο του Φώτη Κόντογλου στην εφημερίδα ΕΛΕΥΘΕΡΙΑ)
Η κακία του κόσμου, πήγε να εξαφανίσει τον Άγιο Νεκτάριο από την ιστορία και ο Θεός τον έγραψε στην αιωνιότητα… για να ‘χουν σήμερα στην ζωή τους, όλοι οι συκοφαντημένοι και παρεξηγημένοι, οι κατά κόσμο περιφρονημένοι ένα δικό τους άνθρωπο στο ουρανό.
https://iconandlight.wordpress.com/2019/11/08/34753/
Απολυτίκιον Αγίου Νεκταρίου Αιγίνης. Ήχος α’ Της ερήμου πολίτης
Σηλυβρίας τον γόνον και Αιγίνης τον έφορον, τον εσχάτοις χρόνοις φανέντα, αρετής φίλον γνήσιον, Νεκτάριον τιμήσωμεν πιστοί, ως ένθεον θεράποντα Χριστού αναβλύζεις γαρ ιάσεις παντοδαπάς, τοις ευλαβώς κραυγάζουσι· δόξα τω σε δοξάσαντι Χριστώ, δόξα τω σε θαυμαστώσαντι, δόξα τω ενεργούντι διά σού, πάσιν ιάματα.
Απολυτίκιο της Αγίας Φοίβης Ήχος α’ Της ερήμου πολίτης.
Συνόμιλος του Παύλου και διάκονος ένθεος, της ενδιαφέροντα Κεγχρεαίς Εκκλησίας του Θεού έχρημάτισας, ώ Φοίβη ως θεράπαινα Χριστού, και πλήρης ουρανίων αρετών διά τούτο σε ενδιαφέροντα ύμνοις πνευματικοίς, τιμώμεν ανακράζοντες δόξα τω σε δοξάσαντι Χριστώ, δόξα τω σε στεφανώσαντι, δόξα τω χορηγούντι διά σου, ήμίν τα κρείττονα
Απολυτίκιον Ανθίμου Νικομηδείας:
Ήχος δ’. Ταχύ προκατάλαβε.
Ως φοίνιξ εξήνθισας, τη Εκκλησία Χριστού, καρποίς τοις των λόγων σου, των ευσεβών τας ψυχάς, εκτρέφων εν χάριτι όθεν και εναθλήσας, Πάτερ Άνθιμε χαίρων, ώφθης Ιερομάρτυς, ευκλεής του Σωτήρος, ω πρέσβευε δεόμεθα, υπέρ των ψυχών ημών.
Απολυτίκιο Αγίου Θεοκτίστου Ήχος πλ. δ’
Ταις των δακρύων σου ροαίς, της ερήμου το άγονον εγεώργησας· και τοις εκ βάθους στεναγμοίς, εις εκατόν τους πόνους εκαρποφόρησας· και γέγονας φωστήρ τη οικουμένη, λάμπων τοις θαύμασιν, Θεόκτιστε Πατήρ ημών όσιε, πρέσβευε Χριστώ τω Θεώ, σωθήναι τας ψυχάς ημών.
Απολυτίκιον Νεομάρτυρος Πολυδώρου Νέας Εφέσου
Ήχος γ’.
Μέγα καύχημα της Λευκωσίας, μέγα στήριγμα πέλεις Εφέσου, μέγα κλέος τε των δύο πόλεων· της μεν γαρ γόνος σεπτός εχρημάτισας, την δε τα σα επορφύρωσαν αίματα. Αλλὰ πρέσβευε Χριστώ τω Θεώ, Πολύδωρε, ίνα ρυσθῶμεν κινδύνων και θλίψεων.
Ήχος πλ. α’. Χαίροις ασκητικών.
Χαίροις ο εν εσχάτοις καιροίς, εξανατείλας ως αστήρ ουρανόφωτος και αίγλη των σων θαυμάτων, φωταγωγών νοητώς, τους εσκοτισμένους εν τοις πάθεσιν· ο νούς ο θεόληπτος, ο φωτός θείου έμπλεως, ο εν τω νόμω μελετήσας, ως γέγραπται, του Θεού ημών, εν συνέσει, Νεκτάριε· λύχνος ο παμφαέστατος, ο ήδη τω βίω σου της ευσεβείας το φέγγος αυγάζων, Πάτερ, τοις πέρασι. Χριστόν εκδυσώπει, ταίς ψυχαίς ημών δοθήναι, το μέγα έλεος.
Βίον πνευματικόν διελθών, εν ουρανίω Ιεράρχα φρονήματι, του Πνεύματος του Αγίου, δοχείον ώφθης σεπτόν, ταπεινοφροσύνη σεμνυνόμενος και τρόποις χρηστότητος και απλάστοις σου ήθεσι, την της ψυχής σου, υποφαίνων λαμπρότητα, δι’ ης γέγονεν, εν Αγίοις ο κλήρός σου. Όθεν την των λειψάνων σου σορόν την μυρίπνοον, περικυκλούντες βοώμεν, εν κατανύξει Νεκτάριε· ημίν σωτηρία και ψυχών τε και σωμάτων, δίδου εκάστοτε