Άγιος Σεραφείμ (Ζηνόβιος), Σχήμα-Μητροπολίτης Τετρί-Τσκάρο (Λευκή Πηγή), Γεωργίας, μοναχός της Μονής Glinsk (1985)
Εορτάζει στις 8 Μαρτίου (23 Φεβρουαρίου π.η.)
Ο άγιος ιεράρχης Ζηνόβιος, μητροπολίτης Τέτρι Τσκάρο
[+ 8 Μαρτίου (23 Φεβρουαρίου π.η.) 1985]
Ο άγιος Ζηνόβιος γεννήθηκε στις 14 Σεπτεμβρίου 1896 σε οικογένεια εργατών στο Γκλούκωφ της περιοχής Τσερνιγκώφ, ο οποίος στο άγιο Βάπτισμα έλαβε το όνομα Ζαχαρίας. Έμεινε ορφανός σε ηλικία ένδεκα ετών, και τον ανέλαβαν τα εξαδέρφια του, αλλά η ένδεια [=φτώχεια] τους ανάγκασε να τον στείλουν στην Μονή Γκλίνσκ για την εκπαίδευσή του.
Το αγόρι, που από νεαρή ηλικία έτρεφε θερμή ευλάβεια, εισήλθε με χαρά στην μονή και σε ηλικία δεκαέξι ετών ζήτησε να γίνει δεκτός ως δόκιμος. Σέ αυτή την μονή, που τηρούσε αυστηρά την παράδοση του οσίου Παΐσιου Βελιτσκόφσκυ, δοκιμάζονταν σκληρά οι υποψήφιοι σε διαφορετικά διακονήματα πριν την κουρά τους. Παρά την καλή του θέληση ο νέος Ζαχαρίας απέτυχε σε αρκετά διακονήματα μέχρις ότου ο ηγούμενος του εμπιστεύθηκε την περιποίηση του στάβλου, ενώ από μικρός φοβόταν τα άλογα. Τρομαγμένος έκανε υπακοή και με την χάρη του Θεού και της αγίας υπακοής κατάφερε να νικήσει τον φόβο και να αγαπήσει τα άλογα που περιποιόταν τρυφερά. Διδαγμένος στην αυστηρότητα της μοναχικής τάξεως και της έκκοπης του ιδίου θελήματος από τον γέροντα του μοναχό Γεράσιμο, προόδευσε γοργά στην πνευματική ζωή.
Κατά τον Α’ Παγκόσμιο Πόλεμο αναγκάστηκε όμως να επιστρατευθεί μαζί με τους άλλους δοκίμους. Και αφού έμεινε έξι μήνες στα έλη της Λευκορωσίας, έπαθε έκζεμα πού του προκαλούσε οδυνηρούς πόνους μέχρι το τέλος της ζωής του. Μετά την αποστράτευση του επέστρεψε στην Μονή Γκλίνσκ, αλλά μετά από λίγο ο ηγούμενος συγκέντρωσε τους δοκίμους και τους ανήγγειλε ότι η πολιτική κατάσταση της χώρας προμηνεύει διωγμούς για την Εκκλησία. Τους άφησε ελεύθερους να φύγουν, αλλά όλοι παρέμειναν και ενδύθηκαν το μοναχικό Σχήμα.
Κατά τον φοβερό εμφύλιο πόλεμο που ακολούθησε την Επανάσταση του 1917, η μονή έμεινε ανοιχτή και ο νέος μοναχός Ζηνόβιος ήταν υπεύθυνος για την προμήθεια του σιταριού, διακόνημα που εκτελούσε κάθε φορά με κίνδυνο της ζωής του. Τελικά, το μοναστήρι κλείστηκε το 1922 και οι μοναχοί διασκορπίσθηκαν.
Ο Ζηνόβιος διέσχισε τα Καυκάσια όρη και έφθασε στο Σουχούμι, στις ακτές της Μαύρης Θάλασσας. Χειροτονήθηκε διάκονος και ιερομόναχος το 1925 και υπηρέτησε στον ναό του Αγίου Νικολάου μέχρι το 1936. Τότε, αφού βρήκε και άλλους μοναχούς εξόριστους, αναχώρησαν στα όρη της Αμπχαζίας οπού έκτισαν μία σκήτη. Και ενώ η πνευματική ακτινοβολία του πατρός Ζηνοβίου άρχισε να ελκύει πολλούς πιστούς, οι κομμουνιστές τους ανακάλυψαν και τους διασκόρπισαν. Τότε ο Ζηνόβιος πήγε σε μια περιοχή πού ανέκαθεν κατοικούνταν από Έλληνες. Έμαθε τα ελληνικά και διήγε πλάνητα βίο από χωριό σε χωριό, φιλοξενούμενος από πιστούς για να αποφύγει τις Αρχές. Μία ημέρα, οπού ανήγγειλαν ότι θα γινόταν αιφνίδιος έλεγχος των διαβατηρίων, έφυγε στο δάσος και βρήκε ένα διάσελο που φαινόταν ιδανικό καταφύγιο, αλλά δεν αντιλήφθηκε ότι επρόκειτο για φωλιά μιας αρκούδας των Ιμαλαΐων, φημισμένης για την αγριότητα της. Το θηρίο πλησίασε όταν νύχτωσε, αλλά μόλις ο άγιος ανακάτωσε λίγο την φωτιά εκείνο απομακρύνθηκε λίγο, χωρίς να πειράξει τον άνθρωπο του Θεού.
Πήγε έπειτα στο Ροστώφ του Ντον, όπου ανέλαβε την διακονία της εκκλησίας της Αγίας Σοφίας. Συλληφθείς το 1936, έμεινε φυλακισμένος επτά μήνες στο Ροστώφ, όπου ασθένησε με ελονοσία, ενώ οι δεκατέσσερεις άλλοι συγκρατούμενοί του κληρικοί εστάλησαν στην Τασκένδη, όπου πέθαναν από εξάντληση. Μόνο ο πατέρας Ζηνόβιος στάλθηκε στα Ουράλια, χάρις στην επέμβαση ενός Εβραίου γιατρού. Τον έβαλαν ως συνήθως στο ίδιο κελλι μαζί με εγκληματίες, κατόρθωσε όμως να κερδίσει τον σεβασμό τους και όλοι οι φυλακισμένοι τον αποκαλούσαν «πάτερ». Τελούσε εκεί από μνήμης όλες τις Ακολουθίες και εξομολογούσε. Μετά από τέσσερα χρόνια και οκτώ μήνες απελευθερώθηκε και αφού δεν είχε διαβατήριο για το Σουχούμι πήγε στην Τιφλίδα, όπου από το 1942 έως το 1947 υπηρέτησε στον καθεδρικό ναό της Κοιμήσεως και ήταν πνευματικός πατήρ του κοινοβίου της Αγίας Όλγας. Κατά την περίοδο αυτή εστάλη στην ενορία του Κίροβο στην Αρμενία και έπειτα στην εκκλησία του Αγίου Πνεύματος στο Βατούμι στην νοτιοανατολική Γεωργία, όπου αναζωογόνησε την πνευματική ζωή του χειμαζόμενου λαού. Τελικά διορίσθηκε προϊστάμενος του ναού του Αγίου Αλεξάνδρου Νέφσκι στην Τιφλίδα, όπου έμεινε μέχρι την κοίμησή του.
Μετά την αποκατάσταση της κοινωνίας μεταξύ των Εκκλησιών Γεωργίας και Ρωσίας (1950), διορίσθηκε υπεύθυνος όλων των ρωσικών ενοριών στην Γεωργία και Αρμενία. Δείχνοντας μετριοπάθεια και σύνεση μέσα στις εθνικιστικές εντάσεις, τόνιζε ότι αυτό που προέχει είναι το ότι όλοι ανήκουμε στον νέο περιούσιο λαό του Θεού. Είχε στενές πνευματικές σχέσεις με τον πατριάρχη της Γεωργίας Καλλίστρατο ο οποίος διασώθηκε από θάνατο χάρις στις προσευχές του και ο οποίος ζήτησε στην διαθήκη του να χειροτονηθεί επίσκοπος ο πατέρας Ζηνόβιος. Αυτή η πρώτη χειροτονία Ρώσου επισκόπου στην Εκκλησία της Γεωργίας έγινε το 1956. Ορίσθηκε πρώτα στην επαρχία Στεπάνοβαν και έπειτα στο Τετρί-Τσκάρο (Λευκή Πηγή), πόλη που βρίσκεται δυο ώρες δρόμο νότια της Τιφλίδος. Το 1972 τον προήγαγαν σε μητροπολίτη.
Δείχνοντας μεγάλη αγάπη για την Γεωργία και τον λαό της, ο άγιος ιεράρχης συνέχιζε με ακρίβεια την ασκητική του βιοτή, διατηρώντας σχέσεις με την Μονή Γκλίνσκ και αναλαμβάνοντας μερικούς μοναχούς της όταν έκλεισαν εκ νέου την μονή το 1961. Κατά τα τριάντα πέντε χρόνια της διακονίας του στον ναό του Αγίου Αλεξάνδρου Νέφσκι, ο άγιος Ζηνόβιος διέμεινε σε ένα μικρό δωμάτιο δίπλα στον ναό που ήταν συγχρόνως κελλί [=κατοικία μοναχού] και γραφείο. Αυστηρός σε όλες τις απαιτήσεις της μοναχικής ζωής, τήρησε απόλυτη ακτημοσύνη, μοιράζοντας αυθημερόν όλες τις ελεημοσύνες που του έδιναν.
Σηκωνόταν στην μία την νύχτα και έκανε τον κανόνα του πολλές ώρες, κυρίως με την μονολόγιστο ευχή, και αν λόγω υγείας δεν μπορούσε να συμμετάσχει στις καθημερινές ακολουθίες τις έλεγε από μνήμης στο κελλί. Διατηρώντας σε κάθε περίσταση μια υπερφυσική χαρά που αντλούσε από την νοερά προσευχή, δεχόταν όλους τους επισκέπτες ευμενώς και τους δίδασκε περισσότερο με την παρουσία του παρά με τα λόγια. Στις διδαχές του τόνιζε την σημασία της υπομονής, της ταπεινώσεως και της θερμής προσευχής σε όλες τις δοκιμασίες της ζωής. Όσοι προσέρχονταν με πίστη λάμβαναν όχι μόνον τις γεμάτες διάκριση συμβουλές του, αλλά και πολλές φορές είχαν διαπιστώσει την θαυματουργική δύναμη της προσευχητικής μεσιτείας του.
Εκτός από τα ποιμαντικά του καθήκοντα και την διδασκαλία των πιστών που συγκεντρώθηκαν γύρω του σαν πνευματική οικογένεια, ο άγιος Ζηνόβιος ήταν πνευματικός πατέρας περισσότερων από πεντακοσίων μοναζουσών στην Γεωργία και στην Ρωσία, και πλην του κοινοβίου της Αγίας Όλγας καθοδηγούσε τις εν κρύπτω μονάζουσες [=μυστικές μοναχές, λόγω του αθεϊστικού διωγμού] σε μονή του Μπέγοροντ, κοντά στο Βορονέζ.
Ασθένησε σοβαρά το 1984 και την παραμονή της κοιμήσεως του είπε σε αυτούς που του συμπαραστέκονταν: «Εγώ φεύγω, αλλά εκεί θα προσεύχομαι για σας!» Παρέδωσε την ψυχή του στον Κύριο, ενώ διάβαζαν την Ακολουθία σε ψυχορραγούντα, στις 8 Μαρτίου (23 Φεβρουαρίου) 1985. Κατά την επιθυμία του, τελέστηκε η νεκρώσιμος Ακολουθία εις μοναχόν, ενώ το σκήνωμά του ήταν περικυκλωμένο από μέγα πλήθος των πνευματικών του τέκνων.
πηγή κειμένου: Νέος Συναξαριστής Ορθοδόξου Εκκλησίας, εκδ. Ίνδικτος
***
Η γνωριμία μου με τον Άγιο στάρετς Ζηνόβιο
Όταν βρισκόμουν στη Σιβηρία, ερχόταν σε μας ο Ιερομόναχος Γαβριήλ, πρώην κοινοβιάτης της λαύρας της Αγίας Τριάδος του αγίου Σέργιου, και διηγείτο πώς ζούσαν κοντά στο Σουχούμι, κοντά στον ποταμό Ψόου.
Εκεί βρίσκονταν επίσης ερημίτες από το Ποτσάγεφ, ο πατήρ Ησαΐας και οι πατέρες Μερκούριος και Αβράμιος. Τους στάρετς Ανδρόνικο (Λουκά) και Σεραφείμ (Ρομαντσώφ) ο στάρετς Ζηνόβιος τους είχε ήδη πάρει μαζί του στην Τιφλίδα κι εκεί, στον ναό του Αγίου Αλεξάνδρου Νιέφσκι, έτρεφαν τη ρωσική διασπορά.
Την περίοδο του Χρουστσώφ άρχισαν διωγμοί κατά της Ρωσικής Εκκλησίας. Το 1960 είπε: «Θα σας δείξω στην τηλεόραση τον τελευταίο παπά. Έτσι θα τελειώσουμε με τη θρησκεία. Θα έρθει πραγματικός κομμουνισμός. Δεν θα υπάρχει πια καμία θρησκεία»…
Ο πατήρ Βενέδικτος (κατά το σχήμα Βιτάλιος) ήταν κοντά στον στάρετς Ζηνόβιο. Πηγαίναμε μαζί για παρηγοριά. Τα πόδια του στάρετς ήταν ολόκληρα μέσα στις πληγές, όμως ποτέ δεν παρεπονείτο. Στεκόταν όρθιος πολλή ώρα στις ακολουθίες και μετά του άλλαζαν τους επιδέσμους. Κάποτε πήγα σε ακατάλληλη ώρα και παραβρέθηκα στην αλλαγή των επιδέσμων. Η μητερούλα Ζηνοβία φρόντιζε τον στάρετς κι εκείνος μου είπε να καθίσω, είπα στον στάρετς: «Μπορώ να σας φέρω φάρμακα; Υπάρχει κάποιο αλμυρό νερό από το Τσερμπακούλ στη Σιβηρία. Βοηθά πολύ καλά και επουλώνει τις πληγές». Την επόμενη φορά έφερα αυτό το νεράκι στον στάρετς. Όμως, μου είπε: «Ανακούφιση δεν υπάρχει για τόσο δυνατή φαγούρα».
«Δέσποτα, αν γίνουν δυνατοί διωγμοί, δεχτείτε μας κάτω από τις φτερούγες σας!», τον παρακάλεσα μια φορά. Αυτός μου απάντησε: «Λοιπόν, εντάξει! Τώρα έχουμε τον Καθολικό Πατριάρχη Δαβίδ. Αντιμετωπίζει καλά τους Ρώσους». Πρόφθασα για λίγο τον Πατριάρχη Εφραίμ, αλλά τον Δαβίδ τον ήξερα καλά. Ο στάρετς επίσης, μου είχε πει: «Έχετε μεγάλο Άγιο, τον Ιωάννη του Τομπόλσκ. Τον τελευταίο που αγιοκατετάγη την τσαρική εποχή. Πρέπει να τον τιμάτε. Θα ενισχύει ολόκληρη τη Σιβηρία. Όλα θα φωτιστούν».
Εγώ δεν το πίστευα. Η προφητεία του στάρετς ήταν αυτή: « Η Ρωσία θα ανανήψει!». «Μα δεν μπορεί να γίνει τέτοιο πράγμα!», είπα εγώ κι ο στάρετς απάντησε: «Δεν πιστεύεις στα λόγια μου; Όλα θα ανανήψουν! Εγώ εδώ βρήκα παρηγοριά και δίνω καταφύγιο στους Ρώσους μοναχούς». Κατόπιν, από εδώ η πίεση εξαπλώθηκε και στη Γεωργία κι άρχισαν να καταδιώκουν τους αναχωρητές και τους στάρετς.
Αρχιμανδρίτης Βλάσιος (Περεγκόντσεφ) πνευματικός της μονής του όσιου Παφνουτίου του Μπόροφσκ
Πηγή κειμένου: Νέος Συναξαριστής Ορθοδόξου Εκκλησίας( Εκδόσεις Ίνδικτος’)
***
Ο άγιος αγαπούσε πολύ την Υπεραγία Θεοτόκο και συχνά απευθυνόταν προς αυτή με θερμή προσευχή. Στην ερώτηση κάποιου ιερομονάχου τι ακριβώς πρέπει να κάνει, ώστε να μείνει πιστός στον Χριστό και να υποφέρει όλες τις δοκιμασίες, αν αρχίσουν ξανά αιματηροί διωγμοί κατά της Εκκλησίας, ο στάρετς Ζηνόβιος απάντησε:
«Να προσεύχεσαι στην Παναγία και, όσο μπορείς συχνότερα, να λες το “Θεοτόκε Παρθένε”. Η Υπεραγία Θεοτόκος φυλάει όποιον λέει αυτή την προσευχή.» Ήμουν στην εξορία μαζί με έναν επίσκοπο. Απαιτούσαν από αυτόν να υπογράψει ότι συμμετείχε σε συνωμοσία κατά των αρχών, στην οποία εμπλέκονταν αρκετά ακόμη άτομα. Στις ανακρίσεις τον βασάνιζαν, αλλά άντεχε τα βασανιστήρια και δεν πρόδιδε τους αδελφούς του. Ο επίσκοπος εκείνος μου διηγήθηκε ότι έλεγε αδιαλείπτως την προσευχή “Θεοτόκε Παρθένε” και τις νύχτες τον κανόνα της “Οδηγητρίας”, που τον ήξερε από στήθους. Έλεγε ότι αισθανόταν τον πόνο, αλλά αμβλύ, και μετά έχανε τις αισθήσεις του. Εν τέλει, χωρίς να καταφέρουν τίποτα, τον άφησαν ήσυχο».
Για να αποκτήσουμε διαρκή πόθο για την προσευχή, ο άγιος Ζηνόβιος συμβούλευε να επαναλαμβάνουμε νοερά σύντομες προσευχές, όσο συχνότερα γίνεται: «Κύριε, ελέησον», «Κύριε, βοήθησον», «Κύριε Ιησού Χριστέ, Υιέ του Θεού, ελέησόν με τον αμαρτωλόν». Όμως, να μη στηριζόμαστε στις δικές μας προσπάθειες, αλλά να ζητούμε από τον Κύριο να καταπέμψει μέσα μας το χάρισμα της προσευχής. Όλα αυτά του τα είχε διδάξει ο πνευματικός του, ο στάρετς Γεράσιμος, ο οποίος και ο ίδιος ζητούσε από τον Κύριο τη σωστή οικοδομή στην προσευχή των πνευματικών του τέκνων, ένα από τα οποία ήταν ο άγιος Ζηνόβιος.
Κάποτε αρρώστησε η μοναχή Μαρία. Ήταν βαριά άρρωστη και βρισκόταν ξαπλωμένη στο νοσοκομείο, ετοιμοθάνατη. Αφού προσευχήθηκε, κοιμήθηκε και είδε ένα όραμα. Της εμφανίστηκε ο όσιος Σεραφείμ του Σάρωφ μαζί με κάποιον στάρετς, ο οποίος της έδωσε ένα πρόσφορο που είχε πάνω του την παράσταση της εικόνας της Παναγίας των Ιβήρων. Ο όσιος Σεραφείμ είπε: «Πήγαινε να διακονήσεις κοντά σε αυτόν τον στάρετς στον Άθωνα». Έπειτα από αυτό το όραμα η μοναχή Μαρία ανέρρωσε και έγινε πνευματικό τέκνο του στάρετς Σεραφείμ (Ρομαντσώφ). Μια μέρα την κάλεσε και της είπε να πάει στον στάρετς Ζηνόβιο, στην Τιφλίδα. Όταν έφτασε και αντίκρισε τον στάρετς Ζηνόβιο, της έφυγε η βαλίτσα από τα χέρια. Στο πρόσωπο του στάρετς αναγνώρισε εκείνον τον στάρετς, που είχε δει στο όραμα μαζί με τον όσιο Σεραφείμ. Όταν μπήκε στο κελλί του, εκείνος της είπε: «Θα αρχίσεις να διακονείς στο παρεκκλήσι της Παναγίας των Ιβήρων».
Ο αρχιεπίσκοπος Αλέξιος είχε την ευκαιρία να συλλειτουργήσει αρκετές φορές με τον άγιο Ζηνόβιο, στον ναό του Αγίου ορθοδόξου ηγεμόνα Αλεξάνδρου Νιέφσκι. «Έπρεπε να δείτε πως ο στάρετς βυθιζόταν στην ανάγνωση των ευχών», λέει, «με τι αίσθημα διάβαζε το Ευαγγέλιο στην αγρυπνία, με ήρεμη, αλλά ασυνήθιστα συγκινητική φωνή».
Όταν ο άγιος Ζηνόβιος ήταν στην εξορία, του επέτρεπαν να απομονώνεται στο δάσος για να προσευχηθεί. Επρόκειτο για ανήκουστη εμπιστοσύνη. Η φυγή ενός φυλακισμένου στο δάσος εθεωρείτο δραπέτευση και τον άνθρωπο, που αποφάσιζε κάτι τέτοιο αυθαίρετα, μπορούσαν να τον εκτελέσουν επί τόπου. Ο άγιος έφευγε τις Κυριακές και τις εορτές και προσευχόταν στην ακτή μιας μικρής, έρημης λίμνης. Έλεγε ότι «κάποτε, σε μια γιορτή της Παναγίας, έλαβε εκεί κάποιο σημάδι σχετικό με την απελευθέρωσή του», όμως δεν αποκάλυψε τι σημάδι ήταν αυτό. Ο άγιος Ζηνόβιος από τα παιδικά του χρόνια αγαπούσε και τιμούσε την Παναγία και η Πάναγνος πάντα τον βοηθούσε και δεν τον εγκατέλειπε. Όταν ο άγιος έλαβε το σχήμα, άρχισε να προσεύχεται ακόμη περισσότερο και ενέτεινε τη νηστεία.