iconandlight

Iconography and Hand painted icons


Η απεριόριστη ταπείνωση ενώπιον του Θεού, σε όποιες συνθήκες της ζωής του, ήταν όλη η ουσία της ζωής του αγίου Ανδρονίκου (Λουκάς) του Γκλίνσκ, έτσι ζούσε μέσα του η Βασιλεία του Θεού.

ασκητές_Αββάς-Ρωμαίος-Αββάς-Σισώης-Αββάς-Σεραπίων-Αββάς-Σιλουανός3454Ὁ λαὸς ἵσταται διὰ τὴν ἀνάγνωσιν τοῦ Συναξαρίου.
Συναξάριον.
Τῇ ΚΑ΄(21ῃ) τοῦ μηνὸς Μαρτίου, ἡ Ἐαρινὴ Ἰσημερία παρατηρεῖται, ἤτοι, ἀμφότεραι, ἥ τε ἡμέρα, ἥ τε νὺξ ἔχουσιν ὥρας ιβ´. Ἀρχὴ τοῦ Ἔαρος, ἐν ἐλέει τοῦ Φιλανθρώπου Θεοῦ ἡμῶν.
Τῇ αὐτῇ ἡμέρᾳ, Μνήμη τοῦ Ὁσίου Σεραπίωνος τοῦ Σινδώνιου (365)
Τῇ αὐτῇ ἡμέρᾳ, Μνήμη τοῦ Ὁσίου Ἰακώβου τοῦ Ὁμολογητοῦ τοῦ Στουδίτου. (818)
Τῇ αὐτῇ ἡμέρᾳ, Μνήμη τοῦ Ἁγίου Θωμᾶ τοῦ Α´, Πατριάρχου Κωνσταντινουπόλεως (610)
Τῇ αὐτῇ ἡμέρᾳ, οἱ Ἅγιοι Μάρτυρες Φιλήμων καὶ Δομνίνος ἐν Ρώμῃ ξίφει τελειοῦνται.
Τῇ αὐτῇ ἡμέρᾳ, Μνήμη τοῦ Ὁσίου Βηρύλλου τοῦ Ἀντιοχέως, ἐπισκόπου Κατάνης μαθητοῦ τοῦ Ἀποστόλου Πέτρου( 90)
Τῇ αὐτῇ ἡμέρᾳ, Μνήμη τοῦ Ὁσίου Σεραπίωνος τοῦ Ὁμολογητοῦ, ἐπισκόπου Θμουέως, ἐν Ἀρσινόῃ τῆς Αἰγύπτου. ( 358)
Τῇ αὐτῇ ἡμέρᾳ, Μνήμη τοῦ Ὁσίου Πατρὸς ἡμῶν Σωφρονίου, Ἡγουμένου τῆς Μονῆς τοῦ Ἁγίου Θεοδοσίου, ἐν ἔτει πεντακοσιοστῷ τεσσαρακοστῷ καὶ δευτέρῳ (542) τελειωθέντος.
Τῇ αὐτῇ ἡμέρᾳ, Μνήμη τῆς Ἁγίας Μάρτυρος Μαρίας, τῆς ἐν Πέργῃ
Τῇ αὐτῇ ἡμέρᾳ, Μνήμη τοῦ Ὁσίου Πατρὸς ἡμῶν Λουπικίνου, τοῦ ἐρημίτου, τῶν ὀρέων Γιούρα ἐν Γαλατίᾳ, ἐν ἔτει τετρακοσιοστῷ καὶ ὀγδοηκοστῷ (480) κοιμηθέντος.
Τῇ αὕτη ἡμέρα, μνήμη τοῦ ἁγίου ἐνδόξου νεομάρτυρος Μιχαὴλ τοῦ Ἀρτοποιοῦ, τοῦ ἐκ Γρανίτσης τῶν Ἀγράφων, πυρὶ τελειωθέντος ἐν Θεσσαλονίκῃ ἐν ἔτει αψμδ΄ (1544).
Τῇ αὐτῇ ἡμέρᾳ, ὁ Ἅγιος Νεομάρτυς Γεώργιος, ἐν ἔτει 1800ῳ τελειοῦται.
Τῇ αὐτῇ ἡμέρᾳ, Μνήμη τοῦ Ὁσίου Πατρὸς ἡμῶν Ἀνδρονίκου (Λούκας) τοῦ ἐν Τιφλίδι Γεωργίας εἰρηνικῶς κοιμηθέντος κατὰ τὸ ἔτος ͵αϠοδ´ (1974). [8 Μαρτίου π.η.] [καί τῇ 9ῃ Σεπτεμβρίου, Σύναξις τῶν Ὁσίων Πατέρων ἐν τῷ Ἐρημητηρίῳ τοῦ Γκλίνσκ]
Τῇ αὐτῇ ἡμέρᾳ οἱ Ἅγιοι νεο-ἱερομάρτυρες καὶ ὁμολογητές: Βλαδίμηρος Οὐσκόφ (1942), Γρηγόριος Βοΐτοφ, Τιμόθεος Ζελένεφ, Ἰβάν Ζναμένσκι, Ἰννοκέντιος (Shishkin, 1938), Ἰωάννης (Moiseev), Πέτρος (Koval), Ἀρσένιος (Osadchiy), Νικόλαος Ἀλεξάντροφ, Νικόλαος Μπρέβ, μοναχή Παυλίνα (Khomkova, 1938), Σεργκέι Ἰβάνοφ, Σαββάτιος (Γκρουτζίνοφ, 1982) ἐν πολλαῖς βασάνοις, φυλακαῖς καὶ διωγμοῖς ὑπὸ τῶν ἀθέων μπολσεβίκων τελειωθέντες ἐν Ῥωσίᾳ.

Στίχοι
Τὸ ἔαρ τῆς φύσεως ἄρχεται νῦν, σελήνης φάσεως,
Τῆς Πίστεως προοιμιάζον Ἔαρ τῆς Ἀναστάσεως.

Σεραπίων της Αιγυπτου ο Σινδωνίτης_Serapion of Egypt_св. Серапион Синдони́т_ΣΕΡΑΠΙΩΝ ΟΣΙΟΣ (2)Σε ενα κείμενο του Σεραπίωνος Θμουπόλεως (4ος αιών.) για τον μοναχισμό διαβάζουμε,
«Πόσο υπερέχει στην τιμή το άγιο σχήμα σας! Πόση ευωδία πνευματική αποπνέει! Πόσο μεγάλο είναι το επάγγελμα που διαλέξατε! Κανένας λόγος δεν μπορεί να το εξυμνήσει! Ώ επάγγελμα που αγγίζεις τον ουρανό! Ώ επάγγελμα που συνδέεσαι με το Θεό! Ώ επάγγελμα που μοιάζεις με αγγέλους! Ώ επάγγελμα που διασώζεις το «κατ’ εικόνα»! Ώ επάγγελμα που παραστέκεσαι κοντά στο Θεό! Ώ επάγγελμα που είσαι για το Θεό το πιο τίμιο! Ώ επάγγελμα με το οποίο σώζεται ο κόσμος!Μακαρίζοντάς σας κάποιος δίκαια θα μπορούσε να πει: “μακάριοι οι άμωμοι εν οδώ, οι πορευόμενοι εν νόμω Κυρίου” ».

***

Άγιος Ανδρόνικος (Λουκάς) της Τιφλίδας

Ο πατήρ Ανδρόνικος οικειοθελώς ακολούθησε τον επίσκοπο Παυλίνο στην εξορία. Εκεί λειτουργούσε μια εκκλησία, όπου ο επίσκοπος προσευχόταν και σπανίως λειτουργούσε. Ζούσαν φτωχικά και τρέφονταν με λιγοστή τροφή. Κάποιες φορές δεν υπήρχε ούτε ψωμί. Ο πατήρ Ανδρόνικος στερούσε τον εαυτό του απ’ όλα για να μπορέσει να δώσει κάτι στον επίσκοπο. Κάποτε πέρασε απ’ αυτόν ένας φτωχός. Ο πατήρ Ανδρόνικος είχε ήδη κάποιες μέρες, πού δεν είχε βάλει μπουκιά στο στόμα του, φυλάγοντας το τελευταίο κομματάκι ψωμί για τον δεσπότη. Αλλά έρχεται ο φτωχός και ζητάει κάτι για την Αγάπη του Χριστού. «Δώσε του!» ακούγεται η φωνή του δεσπότη. Ταραγμένος ο πατήρ Ανδρόνικος προειδοποιεί: «Έμεινε ένα τελευταίο, μικρό κομμάτι. Αύριο για σάς δεν θα υπάρχει τίποτε». Ο επίσκοπος επαναλαμβάνει: «Δώσε του!».
Το πρωί, μόλις άρχισε να φέγγει, κάποιος χτύπησε το παράθυρο. Ο πατήρ Ανδρόνικος είδε ότι είχε έρθει ο νεωκόρος της εκκλησίας. Έφερε ένα μεγάλο, φρεσκοψημένο ψωμί. Ο δεσπότης γέλασε: «Να, λοιπόν! Αν δεν έδινες χθες στον φτωχό, δεν θα έπαιρνες σήμερα τέτοιο καρβέλι».

Η ακακία των Γερόντων

Ο επίσκοπος Ζηνόβιος διηγήθηκε ότι όταν βασάνιζαν και κατανάγκαζαν τον πατέρα Ανδρόνικο να συκοφαντήσει και να διαβάλει τον επίσκοπο Παυλίνο, εκείνος ασφαλώς δεν συγκατατέθηκε και οι ανακριτές για πολύ ασχολούνταν μαζί του. Μια μέρα στο γραφείο, την ώρα της ανακρίσεως, μπήκε κάποιος κρεμανταλάς και είπε: «Γιατί ασχολείσθε μ’ αυτόν τον γέρο;» και χτύπησε δυνατά τον Γέροντα στο κεφάλι. Ο πατήρ Ανδρόνικος έχασε τις αισθήσεις του.
Όταν τον οδήγησαν στο νοσοκομείο τον βοήθησαν να συνέλθει και ύστερα άρχισαν να τον ρωτούν: «Πώς σάς συνέβη αυτό;». Εκείνος δεν αποκάλυψε αυτόν τον άνθρωπο. Τούς είπε ότι περπατούσε, έπεσε, χτύπησε σε μια πέτρα και έχασε τις αισθήσεις του. Αυτό είναι το σχολείο των Γερόντων, πού για μάς σήμερα αποτελεί μια ζωντανή διδασκαλία, την οποία δυστυχώς εμείς δεν εφαρμόζουμε συχνά.

Κάποτε έφεραν στο μοναστήρι μια εικόνα της Υπεραγίας Θεοτόκου «πάντων θλιβόμενων η Χαρά» βαριά τραυματισμένη από τα μαχαίρια των στρατιωτών του κόκκινου στρατού, τα οποία πέταξαν περιπαικτικά στην εικόνα. Ο πατήρ Ανδρόνικος, βλέποντάς την, έπεσε στα γόνατα: «Συγχώρεσε, Κυρία μου, όσους τόλμησαν να το κάνουν αυτό!». Χωρίς να προφέρει ούτε μια λέξη επίκρισης, χωρίς αγανάκτηση εναντίον εκείνων που βεβήλωσαν τη ιερή εικόνα, χωρίς απειλές, παρά μόνο προσευχήθηκε για άφεση των αμαρτιών όσων το έκαναν αυτό.

***

Ουράνια συμπροσευχή στον ναό του Αγίου Αλεξάνδρου

Ο νεωκόρος του ναού του Αγίου Αλεξάνδρου Νιέφσκι διηγήθηκε ένα περιστατικό, πού δίνει μια ιδέα για το πώς προσευχόταν ο πατήρ Ανδρόνικος. Ό Γέροντας πριν από την τέλεση της Θείας Λειτουργίας συνήθως «Αποβραδίς παρέμενε στον ναό και μέχρι το πρωί δεν έκλεινε μάτι. Όλη την ώρα αυτή προσευχόταν. Μια τέτοια νύχτα στο τέλος της δεκαετίας τού ’60 ο νεωκόρος είχε υπηρεσία στη φύλαξη του ναού. Τη νύχτα βλέπει τον ναό γεμάτο από προσευχομένους. Του πέρασε από το μυαλό η σκέψη ότι τον πήρε ο ύπνος και ότι χωρίς να τον ρωτήσουν άνοιξαν τις πόρτες.
Κοιτάζει το ρολόι. Ήταν 2 μετά τα μεσάνυχτα. Ψάχνει τα κλειδιά και τα βρίσκει στη θέση τους. Με μεγάλο φόβο κοίταξε ακόμη μια φορά στο εσωτερικό τού ναού. Ο πατήρ Ανδρόνικος προσευχόταν και έκανε μετάνοιες μπροστά στην εικόνα τού εορταζομένου αγίου και γύρω του ήταν πλήθος λαού, πού επίσης προσευχόταν. Ο νεωκόρος έντρομος πάγωσε από τον φόβο του. Μόλις ο στάρετς τελείωσε την προσευχή του ο ναός άδειασε.
Το πρωί με μεγάλη συγκίνηση ο νεωκόρος διηγήθηκε τί συνέβη, αλλά δεν ήταν σε θέση να εξηγήσει όσα είδε. Γνωρίζοντας όμως την θεάρεστη ζωή τού στάρετς και τη δύναμη της προσευχής του, μπορούμε να συμπεράνουμε ότι η εν ουρανούς θριαμβεύουσα εκκλησία συμπροσευχόταν με τον μεγάλο ασκητή κατά τη διάρκεια των προσευχών του.

***

Ο πατήρ Ανδρόνικος έλεγε συχνά: “Φοβούμαι τρία πράγματα: Πώς θα πεθάνω, πότε θα πεθάνω και πού θα βρεθώ. Κατάλαβες;”
Απάντησα: “Κατάλαβα, μπάτουσκα”.
Στο κελί του πατρός Ανδρονίκου, στον τοίχο, ήταν κρεμασμένος ένας ασπρόμαυρος πίνακας. Εικόνιζε έναν μοναχό, τον θάνατο με την κόσα και έναν τάφο. Υπήρχε και η επιγραφή: “Μιμνήσκου τα έσχατα σου και εις τον αιώνα ούχ αμαρτήσει” (Σοφ. Σειρ. 7, 36). Όταν περιέγραψα στον Γέροντα Ανδρόνικο τούς λογισμούς και τις πνευματικές μου αδυναμίες, εκείνος μού έδωσε ένα αντίγραφο τού πίνακα και μου είπε: “Κρέμασε τον και κοίταξε τί γράφει. Κοίτα τί μάς περιμένει: Θάνατος, τάφος και… πώς θα παρασταθούμε ενώπιον τού Κυρίου”».
Κρασνοντάρ 2012
Από τα απομνημονεύματα του Μητροπολίτου Αικατερινοντάρ (Κρασνοντάρ) και Κουμπάν Ισίδωρου (Κιριτσένκο) για τον Άγιο Ανδρόνικο

***

Άγιος Ανδρόνικος (Λουκάς, 1889 – 1974) της Τιφλίδας

Ο μεγαλόσχημος-Αρχιμανδρίτης Ανδρόνικος (κατά κόσμον Ἀλεξέι Ἀντρέεβιτς Λουκάς), ήταν ένας γέροντας μεγάλης προσευχής και ταπεινωσης, γεννήθηκε στις 12 Φεβρουαρίου 1889 , σε μια οικογένεια αγροτών του Ανδρέα και της Ακυλίνας, στο χωριό Λούπα, στην περιοχή Ρομέν της επαρχίας Πολτάβα. Η ευσεβής μητέρα του, Ακυλίνα, είχε πλούσια τα χαρίσματα του Αγίου Πνεύματος πίστη, ταπείνωση, υπομονή, σεμνότητα, αγάπη για τον Θεό και τον πλησίον. Σε στιγμές θυμού του συζύγου της ή όταν ήταν μεθυσμένος, παρέμενε σιωπηλή, προσευχόμενη. Αυτή φρόντισε να γεμίσει την ψυχή του μικρού Αλέξιου με αληθινή χριστιανική αγάπη, η ταπεινή Ακυλίνα δίδαξε στον γιο της τις προσευχές, το σημείο του σταυρού και τον συνήθισε στην εκκλησιαστική ζωή, του μιλούσε συχνά για τα μοναστήρια και τη μοναχική ασκητική ζωή. Κι ο Αλέξιος, από την παιδική του ηλικία, φλεγόταν από αγάπη για τη μοναχική ζωή.
Το 1906 ο Αλεξέι ήρθε στο Ερημητήριο της Γεννήσεως της Υπεραγίας Θεοτόκου του Γκλίνσκ με την επιθυμία να αφιερώσει τη ζωή του στον Θεό.

Το 1915 κλήθηκε στο στρατό, πρώτα υπηρέτησε στο Περμ και στη συνέχεια στο μέτωπο του Πρώτου Παγκοσμίου Πολέμου, όπου πιάστηκε αιχμάλωτος από τους Αυστριακούς και παρέμεινε στην Αυστρία για τρεισήμισι χρόνια. Στους κρατούμενους δεν έδιναν σχεδόν καθόλου φαγητό και τους έβαζαν στις πιο δύσκολες δουλειές. Πολλοί κρατούμενοι πέθαναν. Ο Αλεξέι προσευχόταν έντονα και δεχόταν όλη αυτή την δοκιμασία με πίστη από το χέρι του Θεού. Για τα βάσανα εκείνων των χρόνων, έλεγε ο γέροντας με τη χαρακτηριστική του πραότητα: «… τα θαύματα του Θεού μας συνόδευαν». Μετά το τέλος του πολέμου το 1918, επέστρεψε στο μοναστήρι, όπου έλαβε τη μοναχική κουρα το 1921 με το όνομα Ανδρόνικος .
Το 1922, όταν οι αθεϊστικές αρχές έκλεισαν το ερημητήριο, έπρεπε να ζήσει στον κόσμο. Έμεινε στην πόλη Putivl, όπου η μητέρα του του ζήτησε να την πάρει μαζί του, ο πατέρας του δεν ζούσε πια κι ο μεγαλύτερος αδελφός του Γιάννης της φέρονταν με ασέβεια. Ο π. Ανδρόνικος την πήρε κι η ηλικιωμένη μητέρα του έμεινε μαζί του μόνο δύο χρόνια. Η αυστηρή μοναχική ζωή του π. Ανδρονίκου και η ταπείνωση του τράβηξαν την προσοχή του επισκόπου Παυλίνου (Κροσέτσνικ) του Κουρσκ, ο οποίος τον πήρε ως διακονητή στο κελί του. Με συμπόνια και απρόθυμα αποχαιρέτησε τη μητέρα του, την οποία πήρε πάλι ο αδερφός του.
Σύντομα, το 1926, τον χειροτόνησε ιεροδιάκονο, και το 1928, τον χειροτόνησε ιερομόναχο.
Τον Ιούλιο του 1930, ο π. Ανδρόνικος συνελήφθη στην Καλούγκα κατά το άρθρο 58-10* και καταδικάστηκε σε πενταετή φυλάκιση στα στρατόπεδα του Κολιμά**.
Ο γέροντας έλεγε: «Κάποτε στην εκκλησία μια γυναίκα ήρθε κοντά μου και μου είπε με δάκρυα ότι όλες οι εκκλησίες ήταν κλειστές, οι καμπάνες σταμάτησαν να χτυπούν, και της είπα: «Θεού θέλοντος, θα ξαναχτυπήσουν.» Για αυτά τα λόγια με εξόρισαν στον Κολιμά για πέντε χρόνια».
Στην εξορία ο π. Ανδρόνικος υπηρέτησε ως βοηθός νοσηλευτή στο νοσοκομείο των φυλακών. Φρόντιζε τους αρρώστους με αληθινή αγάπη, πλένοντάς τους ο ίδιος. Όλοι τον λάτρευαν, οι Ουζμπέκοι κρατούμενοι τον αποκαλούσαν ακόμη και «μαμά».
Όταν αφέθηκε ελεύθερος με αμνηστία, συνέχισε να υπηρετεί ως διακονητής στο κελί του επισκόπου Παυλίνου.

Το 1939 ο Ανδρόνικος καταδικάστηκε ξανά και εξορίζεται στον Κολύμα. Στην αρχή τον κράτησαν έντεκα μήνες στη φυλακή, όπου κάθε βράδυ τον καλούσαν για ανάκριση και τον εξανάγκαζαν να συκοφαντήσει τον επίσκοπο Παυλίνο, αλλά ο γέροντας σιωπούσε. Τον απειλούσαν: «Θα σε στήσουμε στον τοίχο και θα αρχίσουν να σε πυροβολούν…», και τον έβγαζαν επανειλημμένα τη νύχτα για να τον «εκτελέσουν». Οι βασανιστικές ανακρίσεις διαρκούσαν έως και δέκα ώρες τη φορά. Ο ανακριτής μια μέρα φώναξε στον πατέρα Ανδρόνικο: «Θα σε σκοτώσω» και του άρπαξε το σταυρό και τον πέταξε στο φούρνο.
Ο πατέρας Ανδρόνικος του είπε: «Τι κάνεις; Βαφτίστηκα, η μητέρα μου μου έδωσε έναν σταυρό και εσύ τον πετάς». Μόνο μια φορά κατά τη διάρκεια της ανάκρισης μπήκε «κάποιος μεγάλος» στο δωμάτιο και τον χτύπησε ώστε να χάσει τις αισθήσεις του. «Ξύπνησε στο νοσοκομείο της φυλακής και όταν τον ρώτησαν τι του συνέβη, απάντησε ταπεινά ότι πήγαινε για ανάκριση, έπεσε και χτύπησε σε μια πέτρα».
Παναγία του ΚύκκουPanagia_Kykkotisa_by_teopa1Στο κελί της φυλακής ο π. Ανδρόνικος κάθε βράδυ διάβαζε τον Ακάθιστο στα Πάθη του Κυρίου. Κάποτε, κατά τη διάρκεια αυτής της προσευχής, ο γέροντας άκουσε την πόρτα του κελιού του να ανοίγει και σκέφτηκε ότι έρχονταν να τον τιμωρήσουν για παράβαση των κανονισμών του στρατοπέδου, όταν είδε την αείμνηστη μητέρα του να μπαίνει στο κελί. “Μαμά!” – φώναξε ο π. Ανδρόνικος. «Γιε μου», του είπε αυτή, «μη λυπάσαι, η Μητέρα του Θεού δεν θα σε αφήσει». Η μητέρα του πατέρα Ανδρόνικου, μια απλή χωρική, μιλούσε ουκρανικά και δεν ήξερε ρωσικά, αλλά εδώ μίλησε πολύ καθαρά ρωσικά. Προφανώς, στις πιο δύσκολες μέρες του ήλθε η ίδια η Θεοτόκος να τον παρηγορήσει και να τον ενθαρρύνει.. Αργότερα κατάλαβε ότι ήταν η Μητέρα του Θεού. Κατά τη διάρκεια των θλίψεων της ζωής του υπήρχαν κι άλλες πολλές θαυματουργές εκδηλώσεις της αγάπης του Θεού .
Στη συνέχεια, ο π. Ανδρόνικος μεταφέρθηκε σε ένα στρατόπεδο, όπου έμενε στο ίδιο κελί με εγκληματίες. Μια μέρα ο π. Ανδρόνικος, για να σώσει έναν από τους αιχμαλώτους από βέβαιο θάνατο, πήρε την ενοχή του πάνω του. Ξυλοκοπήθηκε έως θανάτου από τους εγκληματίες, αλλά ο Κύριος τον έσωσε. Μετά από αυτό, ο π. Ανδρόνικος ήταν βαριά άρρωστος για πολύ καιρό, και κατά την Πρόνοια του Θεού, ο αρχηγός του στρατοπέδου τον πήρε στο σπίτι του ως εργάτη.

Στις 28 Σεπτεμβρίου του 1948 ο π. Ανδρόνικος επέστρεψε στο Ερημητήριο του Γκλίνσκ, που είχε ανοίξει ξανά.
Η ψυχή του π. Ανδρόνικου, καθαρισμένη από τις πολλές θλίψεις, γέμισε με τα χαρίσματα του Αγίου Πνεύματος. Έχοντας υπομείνει μεγαλόψυχα όλα τα βάσανα, εκπλήρωσε την εντολή: «Αγαπάτε τους εχθρούς υμών» στην πράξη και απέκτησε στην καρδιά του το μεγαλύτερο δώρο της Θείας Χάρης – την αγάπη για τον πλησίον, τόσο που ζούσε μέσα του η Βασιλεία του Θεού. Η ταπεινοφροσύνη και η πραότητα βασίλευαν στην ψυχή του, γι’ αυτό και ο γέροντας βάδιζε πάντα υποκλιμένος με ταπεινότητα.
Ο γέροντας δεν πήρε ποτέ, ούτε μια απόφαση χωρίς θερμή προσευχή. Προσευχόταν ακατάπαυστα για τα πνευματικά του παιδιά.

Όταν το μοναστήρι έκλεισε ξανά στις 14 Ιουλίου του 1961, ο π. Ανδρόνικος πήγε με τον πνευματικό του αδελφό π. Σεραφείμ (Ρομάντσοφ) στο Σουχούμι, δεν έμεινε όμως εκεί συνέχισε και πήγε στον πνευματικό του γιο π. Παυλίνο που ήταν ιερέας στη γυναικεία Μονή στο χωριό Αχκέρπη, 60 χλμ από την πόλη της Τιφλίδας στα σύνορα με την Αρμενία. Η Ηγουμένη Μαρία και οι αδερφές χάρηκαν που τον είδαν. Η καλύβα που διέμενε ο Γέροντας Ανδρόνικος βρισκόταν στην όχθη ενός θορυβώδους ποταμού, κοντά σε ένα δάσος εκπληκτικής ομορφιάς,όπου αποσυρόταν για ησυχαστική προσευχή. Ο γέροντας επισκεπτόταν συχνά το νεκροταφείο, όπου προσευχόταν . Έτσι πέρασε με ησυχία σε αυτό το μέρος για έξι μήνες. Στα τέλη του 1961, ο Ιερομόναχος Παυλίνος μετατέθηκε σε μια ενορία στο Νταγκεστάν στην πόλη Χασαβούρτ. Ακολούθησε τον πνευματικό του γιό και τον βοηθούσε σε όλα στις ακολουθίες, λειτουργίες, εξομολογήσεις . Ο πατέρας ήταν ευχαριστημένος με τα πάντα και, όπως πάντα, ευγνώμων στον Κύριο. Όμως δεν εμειναν για πολύ λόγω των δύσκολων συνθηκών. Ευλογεί τον π. Παυλίνο να σπουδάσει στο σεμινάριο, και του ζήτησε να τον αφήσει στην Τιφλίδα υπό την φροντίδα του Μητροπολίτη Τετριτσκάρου Ζηνόβιου (Μαζούγκα), ο οποίος αγαπούσε και σεβόταν πολύ τον γέροντα. Εκει τελούσε θείες λειτουργίες και εξομολογούσε στον καθεδρικό ναό του Αγίου Αλεξάνδρου Νιέφσκι.
Ακριβώς όπως στο Γκλίνσκ, κι εδώ οι άνθρωποι έρχονταν στον π. Ανδρόνικο στη Γεωργία από όλη τη Σοβιετική Ένωση αναζητώντας τη σωτηρία. Όλη του η ζωή στρεφόταν σε έναν στόχο – τη σωτηρία της ψυχής του και των ψυχών των πλησίων του.
Με τον ευγενικό λόγο του θεράπευε τις πληγές των πονεμενων, τους παρηγορούσε με αγάπη, με συμπόνια και αληθινή πατρική στοργή, μοιράζονταν τις θλίψεις και έδινε χαρά και πνευματική ενθάρρυνση. Με τις προσευχές του δεν επουλώθηκαν μόνο πνευματικές πληγές, αλλά και σωματικές ασθένειες.
Στην πραγματικότητα, η κύρια διδασκαλία του γέροντα ήταν ένα πράγμα – να μάθουν την απεριόριστη ταπείνωση ενώπιον του Θεού, στις όποιες συνθήκες της ζωής του ο κάθε ανθρωπος. Αυτή ήταν όλη η ουσία της ζωής του πατρός Ανδρονίκου.
Ο π. Μιχαήλ Didenko, του ναού αγίου Αλεξάνδρου Νεφσκυ στην Τιφλίδα, γράφει στα απομνημονεύματά του:« Ο π. Ανδρόνικος γινόταν δούλος όλων. Στα χείλη του, σαν τον άγιο Σεραφείμ του Σάρωφ, είχε το: αγαπητέ μου, αγαπητέ μου – Χριστός ανέστη! Περιέβαλλε τον μετανοημένο αμαρτωλό με αγάπη και με μεγάλη χαρα, έδινε ένα κανόνα μετανοίας όπου μπορούσε και έπαιρνε τα υπόλοιπα πάνω του. Έτσι ήταν στο μοναστήρι, στη φυλακή και έξω από το μοναστήρι. »
Ο γέροντας επισκέφτηκε όλους τους ιερούς τόπους της Γεωργίας. Τη Μτσχέτα, όπου ο χιτώνας του Σωτήρος, το Bodbe (Sighnaghi) – τον τόπο ασκήσεως και κοίμησης της Αγίας Νίνας. Ο πατέρας θαύμαζε τις γραφικές ομορφιές του Καυκάσου. Γεμάτος χαρά, αναφωνούσε: «Αυτή είναι η Παλαιστίνη, αυτή είναι η Παλαιστίνη!» Αγαπούσε πολύ τη φύση του Καυκάσου.

***

Πλησιάζοντας στο τέλος της ζωής του έλεγε συχνά στους μοναχούς μαθητές του: «Σε εμπιστεύομαι στη Μητέρα του Θεού. Δεν θα σε αφήσει. Αυτή σε διάλεξε, θα σε σώσει». Το ίδιο έλεγε και στους λαϊκούς.
Η τελευταία λειτουργία για τον πατέρα Ανδρόνικο ήταν στις 8 Νοεμβρίου του 1973, ημέρα Αγίων των Αρχαγγέλων Μιχαήλ και Γαβριήλ. Μετά τη λειτουργία βγαίνοντας από την εκκλησία συνάντησε τον Γεωργιανό Πατριάρχη Δαυίδ. Αυτός, ευλογώντας τον γέροντα του είπε: «Πάτερ Ανρδόνικε, σε ευλογώ να φοράς μίτρα κατά τη λειτουργία». Ο γέροντας ντράπηκε, σάστισε και είπε: «Είμαι μοναχός, δεν είμαι άξιος γι’ αυτό». «Τίποτα, ευλογώ», επέμεινε ο Πατριάρχης. Ο γέροντας στενοχωρήθηκε πολύ. «Δεν έχω φορέσει ποτέ μίτρα, πουθενά και δεν μπορώ…» είπε στον πνευματικό του γιό ηγούμενο Παυλίνο. Την επόμενη μέρα ο γέροντας έπαθε εγκεφαλικό.
Ενώ διάβαζε την πρωινή προσευχή «Θεέ μου, καθάρισε με, τον αμαρτωλό…» άρχισε να μιλά μπερδεμένα, και σύντομα έχασε την ομιλία του και η αριστερή πλευρά του σώματός του παρέλυσε. Οι γιατροί νόμιζαν ότι επρόκειτο να πεθάνει, αλλά μετά από είκοσι πέντε ημέρες, ο λόγος του αποκαταστάθηκε, αλλά η παράλυση της αριστερής πλευράς παρέμεινε μέχρι το θάνατό του. Υπέμεινε με πραότητα την ασθένεια χωρίς παράπονο και προσευχόμενος αδιάλειπτα, λαμβάνοντας καθημερινά την Θεία Κοινωνία.
Την τρίτη εβδομάδα της Μεγάλης Τεσσαρακοστής η υγεία του επιδεινώθηκε και σταμάτησε να τρώει.
Προβλέποντας την επικείμενη αναχώρησή του προς τον Κύριο, ο π Ανδρόνικος κάλεσε τον βλαντικα Ζηνόβιο: «Σε αφήνω πάω στους πατέρες μας. Σε παρακαλώ, Βλαντύκα, προστάτεψε τους μοναχούς του μοναστηριού μας, μην τους εγκαταλείψεις, και η Μητέρα του Θεού δεν θα σε αφήσει». Ο Βλαντύκα Ζηνόβιος ​​άρχισε να κλαίει και μαζί του κι ο γέροντας.
Στις 17 Μαρτίου 1974, ημέρα Κυριακή, στις πέντε και μισή το πρωί, έμεινε αναίσθητος. Αυτή η κατάσταση συνεχίστηκε μέχρι τις 10 το βράδυ, όταν πρόφερε ξεκάθαρα τα λόγια: «Το έλεος του Θεού θα σκεπάσει τα πάντα» και μετά, χαμογέλασε, κάποιον ευλόγησε και έπεσε πάλι σε βαθύ ύπνο. Ίσως, για την αυστηρή ασκητική του ζωή, ο Κύριος του έδωσε χάρη να δει τους κατά πνεύμα αδελφούς του που είχαν αναχωρήσει. Στις 19 Μαρτίου ανέκτησε τις αισθήσεις του και είπε ήσυχα στους μοναχούς πατέρες που ήταν κοντά του: «Θα πεθάνω», έκλεισε τα μάτια του και δεν μίλησε πλέον σε κανέναν, αν και καταλάβαινε τα πάντα και είχε τις αισθήσεις του. Στις 21 Μαρτίου, ημέρα Πέμπτη, στις έξι η ώρα το πρωί, παρέδωσε το πνεύμα του ήσυχα και ειρηνικά στον Θεό.
Ετάφη στο νεκροταφείο Grmagele της Τιφλίδας.
Την τρίτη μέρα μετά την κοίμηση του γέροντα, η πνευματική του κόρη, μοναχή Μαρία Βορονίνα, που ήταν πολύ λυπημένη για τον θάνατό του, είδε ένα καταπληκτικό όνειρο: «Βλέπω τον γέροντα περιτριγυρισμένο από αγγέλους. Έτρεξα κοντά του και τον είδα ως ιερέα με χρυσά ενδύματα, διακονούσε στο θρόνο. Ήρθε κοντά μου και μου είπε: «Γιατί κλαις; Πες στους αδελφούς ότι βλέπω και ακούω όλες τις λύπες τους. Ας μου τα λένε όλοι, θα τους βοηθάω».
Όσοι προσεύχονται στον τάφο του του φέρνουν λουλούδια, φυτεύουν τριανταφυλλιές , κάτι που ο ίδιος ζήτησε από πολλούς να του φέρουν λουλούδια στον τάφο του και είπε επίσης ότι τα λουλούδια θυμίζουν την ομορφιά του Παραδείσου.
Πολλοί, με τις προσευχές του και τη μεσιτεία του ενώπιον του Θεού, άρρωστοι έλαβαν θεραπεία, θλιμμένοι παρηγοριά, κι όλοι όσοι τον παρακαλούν θαυματουργική βοήθεια.
Η μνήμη του στοργικού και φιλεύσπλαχνου πατρός Ανδρόνικου, του αγίου της παράκλησης του Θεού, ζει πάντα βαθιά χαραγμένη στις καρδιές των ευσεβών ανθρώπων. Πραγματικά «τὸν ἀγῶνα τὸν καλὸν ἠγώνισμαι, τὸν δρόμον τετέλεκα, τὴν πίστιν τετήρηκα· λοιπὸν ἀπόκειταί μοι ὁ τῆς δικαιοσύνης στέφανος, ὃν ἀποδώσει μοι ὁ Κύριος ἐν ἐκείνῃ τῇ ἡμέρᾳ, ὁ δίκαιος κριτής, οὐ μόνον δὲ ἐμοί, ἀλλὰ καὶ πᾶσι τοῖς ἠγαπηκόσι τὴν ἐπιφάνειαν αὐτοῦ.» (Β Τιμ. δ΄: 7-8).

*Είναι η περιοχή γύρω από τον ποταμό Κολιμά στην περιφέρεια της πόλης Μαγκαντάν στην Άπω Ανατολή. Από τα στρατόπεδα της Γκουλάγκ (Κεντρική Διεύθυνση Σωφρονιστικών Στρατοπέδων Εργασίας του Ν.Κ.Β.Ντ, του υπουργείου Εσωτερικών της ΕΣΣΔ, του υπουργείου Δικαιοσύνης ΕΣΣΔ) στην περιοχή του Κολιμά πέρασαν ως 850.000 φυλακισμένοι.
**Με το άρθρο 58-10 του ποινικού κώδικα, οσοι καταδικάζονταν, συνήθως με κατασκευασμένες ενοχοποιήσεις, για αντισοβιετική προπαγάνδα, ονομάζονταν «εχθροί του λαού» και θεωρούνταν προδότες της πατρίδας.

Ο αββάς Σεραπίων της Αιγύπτου και η Αγία Ταϊσία
https://iconandlight.wordpress.com/2020/04/06/41866/

πιστη_αγαπη_ελπίδα_Pistis-Elpis-Agapi-me-dakrya (1)Ἀπολυτίκιον τοῦ Ὁσίου Σεραπίωνος τοῦ Σιδώνιου
(Ἀθανασίου ἱερομονάχου Σιμωνοπετρίτου)
῏Ηχος πλ.α΄. Τὸν Συνάναρχον Λόγον.

Γυμνωθεὶς προσπαθείας ἁπάσης ὅσιε, Σεραπίων ὀπίσω Κυρίου ἔδραμες, τὴν πτωχείαν τὴν Αὐτοῦ, ἔχων ὑπόδειγμα, καὶ ποθῶν τὴν ἀδελφῶν, σωτηρίαν ἐκ ψυχῆς, διό σε πόθῳ τιμῶμεν, καὶ τὰς εὐχάς σου τὰς θείας, ἐπικαλούμεθα μακάριε.

Ἀπολυτίκιον τοῦ Ὁσίου Ἰακώβου τοῦ Ὁμολογητοῦ τοῦ Στουδίτου.
Ἦχος δ´.

Θεὸς τῶν Πατέρων ἡμῶν, ὁ ποιῶν ἀεὶ μεθ᾿ ἡμῶν, κατὰ τὴν σὴν ἐπιείκειαν, μὴ ἀποστήσῃς τὸ ἔλεός σου ἀφ᾿ ἡμῶν, ἀλλὰ ταῖς αὐτῶν ἱκεσίαις, ἐν εἰρήνῃ κυβέρνησον τὴν ζωὴν ἡμῶν.

Ἕτερον Ἀπολυτίκιον τοῦ Ὁσίου Ἰακώβου τοῦ Ὁμολογητοῦ τοῦ Στουδίτου. (Γερασίμου Μικραγιαννανίτου)
Ἦχος πλ. α´. Τὸν συνάναρχον Λόγον.

γκρατείᾳ ἐκλάμψας Πάτερ Ἰάκωβε, ὡς Ἱεράρχης τοῦ Λόγου καὶ ἀληθὴς λειτουργός, ὠρθοτόμησας πιστῶς λόγον τὸν ἔνθεον· οὗπέρ τὴν χάριν βεβαιῶν, δι᾿ ἀγώνων εὐαγῶν, ἐδίδαξας προσκυνεῖσθαι, τὴν τοῦ Σωτῆρος εἰκόνα, ᾧ καὶ πρεσβεύεις ὑπὲρ πάντων ἡμῶν.

Ἀπολυτίκιον τοῦ Ἁγίου Νεομάρτυρος Μιχαὴλ τοῦ ἐκ Γρανίτσης
Ἦχος πλ. α’. Τὸν συνάναρχον Λόγον.

Μιχαὴλ Νεομάρτυρα νῦν τιμήσωμεν, Ταξιάρχου συνώνυμον μακαρίσωμεν καὶ Χριστὸν τὸν Λυτρωτὴν ἠμῶν δοξάσωμεν· ὅτι ἀθλήσει καὶ πυρὶ οὗτος μετήλλαξε τὸ ζῆν τὴ πόλει τοῦ Δημητρίου, πορείαν Γένους φωτίζων, ὡς ἄστρον θεῖον ἀεὶ δεικνύμενος.

Ἀπολυτίκιον τοῦ Ἁγίου Νεομάρτυρος Μιχαὴλ τοῦ ἐκ Γρανίτσης
Ἦχος α’. Τῆς ἐρήμου πολίτης.

Σοφίᾳ τῇ θεόθεν δεδομένῃ κοσμούμενος, ἐξήρυξας εὐτόλμως τοῦ Σωτῆρος τὸ ὄνομα, καὶ τούτῳ ὡς θυσία καθαρά, προσήχθης τῷ πυρὶ τελειωθείς· διὰ τοῦτο Νεομάρτυς σε Μιχαήλ, τιμῶμεν ἀνακράζοντες· δόξα τῷ παρασχόντι σοι ἰσχύν, δόξα τῷ σὲ στεφανώσαντι, δόξα τῷ χορηγοῦντι διὰ σοῦ, ἡμῖν πταισμάτων ἄφεσιν.

Ἀπολυτίκιον Ἁγίου Νεομάρτυρος Μιχαὴλ τοῦ ἐκ Γρανίτσης της Ευρυτανίας
(ποίημα Λάμπρου Παπαντωνίου)
Ἦχος α´. Τῆς ἐρήμου πολίτης .

Τῶν Ἀγράφων τόν γόνον καί Ἑλλάδος ἀγλάϊσμα, τῆς Θεσσαλονίκης τό κλέος, Μιχαήλ τόν θεορρήμονα, τόν τῶν ἀσεβῶν τήν πλάνην ἐλέγξαντα καί ἐν κριτηρίω ἀνόμων, εὐθαρσώς θεολογήσαντα, τόν ἐν εἱρκτή τόν Χριστόν θεασάμενον, καί παρ’ Αὐτοῦ τήν ἰσχύν κομισάμενον· τόν ἐν πυρί διά Χριστόν ὁλοκαυθέντα, καί εὐωδία τό σύμπαν καί τόν Κτίστιν τέρποντα, τόν ὄντως μέγαν καί ἔνδοξον τοῦτον μάρτυρα ἐγκωμίοις εὐφημήσωμεν.

Ἀπολυτίκιον τῶν Ὁσίων Στάρετς τοῦ Ἐρημητηρίου τοῦ Γκλίνσκ (Ἀντ. Μάρκου)
 Ἦχος α΄. Τῆς ἐρήμου πολίτης.

Τῶν Ὁσίων Πατέρων τῶν τοῦ Γκλίνσκ μνήμην σήμερον* δεῦτε φιλεόρτως οἱ τούτων* τάς πρεσβείας αἰτούμενοι,* τιμήσωμεν ἐν ὕμνοις ἱεροῖς,* εὐήχως καί εὐμόλπως ἐκ ψυχῆς* ἀνακράζοντες, Πατέρες θεοφανεῖς* πρεσβεύσατε πρός Κύριον,* ἵνα ἄρῃ ἁμαρτίας τόν ζυγόν* ἐκ τῶν ὑμῖν ἐκβοώντων·* δόξα τῷ ἀναδείξαντι Χριστῷ,* δόξα τῷ στεφανώσαντι,* δόξα τῷ δωρησαμένῳ ὑμᾶς ἡμῖν* πρέσβεις οὐρανοπόθητους.

Ἦχος α΄. Τῶν οὐρανίων Ταγμάτων.

ρχιερέα Κυρίου* σεπτόν Ζηνόβιον,* Ἀνδρόνικόν τε Στάρετς,* Σεραφείμ ὁμοῦ θεῖον,* τιμῶμεν ὡς βαστάσαντας τοῦ Χριστοῦ* τά θειότατα στίγματα* ἐνώπιον τῶν ἀθέων καί διωκτῶν* τῆς ἁγίας ἡμῶν Πίστεως.

ᾨδή  γ΄.  Οὐρανίας  ἁψίδος.

Σταυρόν ὑπέμεινας, Πάτερ,* ὁμοῦ τοῖς  ἄλλοις, Ἀνδρόνικε,* Ἁγίοις Μάρτυσι  ἀθέων* χερσί βασανιζόμενος,* τήν τοῦ Χριστοῦ μαρτυρών* ὁμολογίαν ἁγίαν,* καί τῆς Ἐκκλησίας Του τήν ἁγιότητα.