iconandlight

Iconography and Hand painted icons

Άγιος Γρηγόριος ο Θεολόγος, ο εραστής της ησυχίας, ο ευαίσθητος ποιητής, ο υψιπέτης Θεολόγος, ο πολύτιμος και ιερός φίλος

ΓΡΗΓΟΡΙΟς ΘΕΟΛΟΓΟς-SAN GREGORIO NACIANCENO-HomiliesOfGregoryNazianzusCod6GregoryOfNazianzusAndPaupers-640x417

Άγιος Γρηγόριος ο Θεολόγος
ο υψιπέτης Θεολόγος, ο ευαίσθητος ποιητής, ο άγιος ησυχαστής, ο «φιλόσοφος της ομορφιάς», ο πολύτιμος και ιδανικός φίλος

Εορτάζει στις 25 Ιανουαρίου

Θεού γινώσκειν ορθοδόξως ουσίαν,
Χριστιανοίς λεγάτον εκ Γρηγορίου.
Εικάδι Γρηγόριος θεορρήμων έκθανε πέμπτη.

Ένας ευαίσθητος ποιητής, ένας πληγωμένος αετός του πνεύματος, ένας υμνητικός ερωδιός της εσταυρωμένης Αγάπης, υψιπέτης και ουρανόφρων ησυχαστής που μόνο με ένα βλέμμα του σιωπηλό αναχαίτισε τους εχθρούς του… ο Γρηγόριος. Ποιος τον γνώρισε, έστω και λίγο και δε σαγηνεύτηκε, δε τον αγάπησε!

Η ευαισθησία χαρακτήριζε το είναι του και τον οδηγούσε σε αλλεπάλληλες απογοητεύσεις, σ’ ένα είδος συνεχούς φυγής από καταστάσεις… γιατί δεν μπορούσε ν’ αντέξει τις δολοπλοκίες, τις ίντριγκες. Ποιητής με ευγενική και βαθειά ψυχή. Εκ φύσεως έρρεπε προς τη σιωπή και την αποχώρηση, και πάντα ζητούσε την απομόνωση για να μπορέσει να αφιερωθεί στην προσευχή. Η μόνωση, έλεγε ο ιερός «αετός» της θεολογίας, αποτελεί «έρως του καλού της ησυχίας και της αναχωρήσεως». Σε άλλο έργο του σημειώνει ότι η απομόνωση από τον κόσμο είναι η συνεργός και η μητέρα της θείας και θεοποιού αναβάσεως. Μόνο έτσι η ψυχή θα μπορέσει να προσεγγίσει το Θεό. Η «απραξία», δηλαδή ο μοναχικό βίος που σκοπό έχει τη θεοπτία θεωρείται για το Γρηγόριο ως η μέγιστη πράξη της ζωής του.

Πίστευε ότι «μεγίστη πράξις εστιν η απραξία» (Επιστ. 49), ο θεωρητικός ή θεοπτικός βίος. Η αλλαγή του κόσμου αρχίζει από την εσωτερική μας αλλαγή: “Καθαρθήναι δεί πρώτον, είτα καθάραι∙ σοφισθήναι και ούτω σοφίσαι∙ γενέσθαι φως και φωτίσαι∙ εγγίσαι Θεώ και προσαγαγείν άλλους∙ αγιασθήναι και αγιάσαι, χειραγωγήσαι μετά χειρών, συμβουλεύσαι μετά συνέσεως”.(Λόγος 3. 71. PG 35. 480 B). Απέφευγε συστηματικά την δραστηριοποίηση του στο έργο της Εκκλησίας, αλλά τελικά και ποιμαντική φροντίδα ανέλαβε και τα μεγάλα θεολογικά προβλήματα αντιμετώπισε. 

Γράφει ο ιερός νηπτικός: «Ποιος θα μού δώσει», λέει ο θείος Δαβίδ δυσκολευόμενος από τα κατ’ αυτόν, «φτερά σαν του περιστεριού, για να πετάξω και να ηρεμήσω;» (Ψαλμ. 54.7) Προκειμένου να απομακρυνθεί από τα παρόντα κακά, επιζητεί φτερά περιστεριού• είτε επειδή είναι ελαφρύτερα και ταχύτερα, γιατί τέτοιος είναι ο κάθε δίκαιος• είτε επειδή σκιαγραφούν το Άγιον Πνεύμα, με μόνη την βοήθεια του οποίου αποφεύγουμε τα δεινά. (PG 35.965 εξ.Τίς δώσει μοι πτέρυγας ωσεὶ περιστεράς;)   

Γρηγόριος ο Θεολόγος_Святой Григорий Богослов Иконы_ St. Gregory the Theologian45299Διαβάζουμε στην αφηγηματικὴ βιογραφία του αγίου :
Η Νόννα ανησυχούσε για τον δρόμο που θα ακολουθούσε ο γιος της Γρηγόριος όταν ήδη είχε φτάσει είκοσι χρονών..

Τον είχε αφιερώσει στο Θεό. Και ’κείνος, μικρότερος όταν ήταν, συμφωνούσε. Τώρα…;

Ένα πρωί, που ο πατέρας βγήκε νωρίς παίρνοντας μαζί του τον Καισάριο, η Νόννα έκατσε κοντά στον Γρηγόριο …:
-Θυμάσαι Γρηγόριε, όταν ήσουν μικρός… σου ’λεγα πως γεννήθηκες… σ’ έστειλε ο Θεός… και του υποσχέθηκα, δηλαδή του είπα ότι αν αποκτήσω γιό, θα του τον αφιερώσω. Και μου ’δωσε ο Θεός τα ιερά σημάδια. Είδα τη μορφή σου, παιδί μου, πριν γεννηθείς…. και τ’ όνομά σου ακόμη!
-Ναι μητέρα, όλα τα θυμάμαι καλά. Ποτέ δεν φύγανε απ’το μυαλό μου.

-Γρηγόριέ μου, σε αφιέρωσα στο Θεό πριν γεννηθείς, καταλαβαίνεις τι σημαίνει….. Χωρίς να σε ρωτήσω, παιδί μου, βλέπεις, δε γινόταν. Έτσι ήρθανε τα πράγματα. Πάντως έχουμε μαζί την ευθύνη…..
-Ναι μητέρα, τη διέκοψε ο Γρηγόριος. Να μην ανησυχείς καθόλου. Ποτέ δεν άλλαξα γνώμη. Σκέφτομαι πάντα την αφιέρωσή μου στο Θεό και μάλιστα σαν άγαμος, ο μοναχισμός, οι μοναχοί…. συνεχώς αυτά σκέφτομαι.
Η Νόννα έσκυψε αυθόρμητα και του φίλησε τα δυό χέρια πάνω στο τραπέζι. Με σεβασμό φίλησε κι εκείνος τα δικά της.

Ο Θεός είχε δώσει και σ’ αυτόν σημάδια, για τα οποία δεν είχε μιλήσει. Τα κρατούσε, χρόνια τώρα, στην καρδιά και το νου του με δέος.
-Άκου και μένα, μητέρα, λέει ο Γρηγόριος. Δε σου τα είπα ποτέ…. Τότε που με πήγατε στη Διοκαισάρεια…. στο θείο μου τον Αμφιλόχιο. Τότε, λοιπόν, είδα όνειρο, που δεν το ξεχνώ. Από τότε βαθιά είναι χαραγμένο στην καρδιά μου.
-Έχει, παιδί μου, σχέση με την αφιέρωσή σου, με τον προορισμό σου; διέκοψε η Νόννα.
-Ασφαλώς κι έχει, γιατί από τότε άναψε μέσα μου έρωτας, αγάπη, για την παρθενία. Εμφανίστηκαν, στον ύπνο μου δύο πανέμορφες γλυκύτατες κοπέλλες. Δεν είχαν παράταιρα στη φύση στολίδια. Φορούσαν ασημένια μακριά φορέματα, χυτά στο σεμνό σώμα τους. Δεν είχαν βαμμένα βλέφαρα και μάτια. Τα μάτια τους γλυκά και καθαρά ήτανε σκυμμένα και καθρεφτίζανε την ωραιότητα της ψυχής τους. Ο λαιμός τους δεν είχε αλυσίδες και διαμάντια. Ωραίο πέπλο έπεφτε μέχρι τον αστράγαλο και ζώνη το έσφιγγε στη μέση. Δε μιλούσαν. Τα κλειστά χείλη τους ίδια με ροδοπέταλα σε δροσερούς κάλυκες. Τις έβλεπα, μητέρα, σχεδόν αποσβολωμένος. Από ευχαρίστηση, αγαλλίαση. Δεν μπορώ να σου περιγράψω την ομορφιά τους και τη χαρά που μου έφεραν. Τόσο όμορφες κοπέλλες δεν ξαναείδα. Στέκονταν πλησίον και ήτανε σα να με φιλούσαν. Στην κατάστασή μου αυτή βρήκα το κουράγιο να τις ρωτήσω. Ποιες ήσαστε και από που ερχόσαστε; Και ήρθε ιερή απάντηση: η μια, είπε, είναι η αγνεία, η άλλη η σοφία. Μου είπαν ακόμα ότι στον ουρανό στέκονται δίπλα στο Χριστό και ότι εκεί απολαμβάνουν τη χαρά εκείνων που δεν είχαν παντρευτεί στη γη, που μόναζαν.

Η Νόννα πανευτυχής ακούει…. Κάποια στιγμή γονάτισε αθόρυβα να προσκυνήσει το Θεό που τόσο θαυμαστά καθοδηγούσε το βλαστάρι της.
-Κι ενώ, συνεχίζει ο Γρηγόριος, είχαν χαμηλωμένο το κεφάλι, το ανασήκωσαν λίγο, με κοίταξαν καλά και μου είπαν μαζί: «Έλα, λοιπόν παιδί μου, ένωσε το νου σου με το δικό μας και τη λαμπάδα σου με τη δική μας. Έτσι θα σε οδηγήσουμε ολόλαμπρο μεσ’ από τους αιθέρες και θα σε στήσουμε δίπλα στο φως της αθάνατης Τριάδας».
…και ήταν κυριολεκτικά συνεπαρμένος από τις μορφές των δύο κοριτσιών και από αυτό που του υποσχεθήκανε.
Η Νόννα ρουφούσε τη θεία επέμβαση και απολάμβανε τρίσβαθα την αλλοίωση του γιού της. 
-Ενώ τις έβλεπα, υψώθηκαν στους αιθέρες. Τις παρακολούθησα με τα μάτια μέχρι που χάθηκαν. Έμεινε όμως βαθιά στην καρδιά μου η χαρά, που προξένησαν οι ωραίες και σεμνές μορφές.
Ήταν για μένα οι μορφές αυτές το φως της παρθενίας. Από τότε η σπίθα, που ήταν κάπου χωμένη, έγινε φως, που όλο και μεγάλωνε. Ακόμη και τώρα που μιλάμε, αγαπητή μου μητέρα μ’ έχει κυριεύσει. Δεν το βγάζω από την καρδιά και το νου μου.
Γι’ αυτό και φροντίζω να συναναστρέφομαι μοναχούς, άγαμους κληρικούς. Το ξέρεις, … συ μ’ έμαθες να τιμώ και να σέβομαι τους μοναχούς. Και πραγματικά αισθάνομαι, μόνο που το σκέπτομαι, βαρύ το ζυγό του γάμου, πολύ βαρύ. Δε θα μπορούσα να τον σηκώσω ποτέ.

-Την ευχή του Θεού παιδί μου. Την ευχή του Κυρίου μας να ’χεις και του γέρου πατέρα σου, ακριβέ μου Γρηγόριε… Η παρθενία μεγάλο αγαθό, αλλά με χίλια βάσανα.-Πρόσεχε, παιδί μου, ο κόσμος μέσα σου και γύρω σου θα σε προκαλεί. Θα θέλει να σε κερδίσει, να σε αφαιρέσει από το Θεό.

Τον συνέπαιρνε η ζωή της προσευχής, της ησυχίας, της αναχώρησης. Θαύμαζε τον προφήτη Ηλία πού έζησε στο Κάρμηλο και τρεφότανε από τον αετό, και σταματούσε ο νους του στον Ιωάννη τον Πρόδρομο.. Ο Γρηγόριος όλη του τη ζωή θα την περάσει επιδιώκοντας την ησυχία και αγωνιζόμενος θεολογικά στον κόσμο. Όταν βρισκόταν στον κόσμο νοσταλγούσε ακατανίκητα την ησυχία. Το 358 και το 359 ο μεγάλος φίλος του, ο Βασίλειος, ασκήτευε στ’ Άννησα, κοντά στη Νεοκαισάρεια του Πόντου. Από κεί έγραφε και παρακαλούσε το Γρηγόριο να πάει να μονάσουν μαζί, καθώς το είχε υποσχεθεί ο ένας στον άλλο, στην Αθήνα, του περιέγραφε δε την ωραιότητα του τοπίου με περισσή τέχνη. Τότε ο Γρηγόριος απάντησε ότι δεν τον συγκινούν τα τοπία όσο η πνευματική ζωή.

Το 360 ο Βασίλειος πίεζε περισσότερο το Γρηγόριο για να συμμονάσουν. Τοτε, έτρεξε στο μικρό ασκητήριο, δίπλα στον Ιρη ποταμό, στον Πόντο. Εκεί έζησε μαζί του ασκητικά και ησυχαστικά.

Ο ένας βοηθούσε τον άλλον στην απόκτηση αρετών και στην κατανόηση των θείων αληθειών. Ο καθένας δινότανε ώρες ατελείωτες στην προσευχή. Μελετώντας και προσευχόμενοι ένιωθαν ότι τους καθοδηγεί το άγιο Πνεύμα στη θεία αλήθεια. Έγιναν οι μέρες του ασκητηρίου του Ίρη οι ευτυχέστερες της ζωής τους. Αλλά δε θα διαρκέσουνε πολύ. Μέχρι το Δεκέμβρη του 361 μόνο.
Έλεγε αργότερα: Από το τραπέζι σηκωνόμουνα πριν χορτάσω. Στο χώμα κοιμώμουνα.  Τυλιγόμουνα με κάτι κουρέλια. Ίσα που να με πάρει ο ύπνος –πολύ λίγη ώρα. Έπειτα πάλι όρθιος. Προσευχή και μετάνοιες. Τα γόνατά μου συχνά ματώνανε και οι πληγές έμεναν για πολύ καιρό ανοιχτές. Προσευχόμουνα γονατιστός. Έκλαιγα για τις αδυναμίες μου και τα πικρά δάκρυα μου έκαιγαν τα μάτια.

Ο γερο-Γρηγόριος, ο επίσκοπος Ναζιανζοῦ, έγραφε συνέχεια στο γιό του:
-Ελα, παιδί μου, δεν μπορώ άλλο. Μας βρήκαν πολλά βάσανα. Κι από σένα μόνο περιμένω… Μην αργείς… και θά ’χεις καιρό να μονάσεις.

Το Δεκέμβρη του 361, ο Γρηγόριος γύρισε. Ο γερο- επίσκοπος πατέρας του του λέγει, Θα σε χειροτονήσω πρεσβύτερο, θα υπακούσεις. Είναι θέλημα Θεού… Δεν άντεξε όμως το μυστήριο της Ιερωσύνης, «Πικράθηκα τόσο πολύ από αυτή τη βίαιη ενέργεια», έγραψε ο Γρηγοριος, «ώστε ξέχασα τα πάντα: φίλους, γονείς, την πατρίδα μου και τους συμπατριώτες μου. Σαν βόδι που το τσίμπησε αλογόμυγα, γύρισα στον Πόντο, ελπίζοντας να βρω θεραπεία της λύπης μου στον αφοσιωμένο φίλο μου». Έζησε τρομακτικό δέος και των Θεοφανείων έφυγε γιά τον Ἴρη ποταμό.  Εκεί θα έβρισκε στήριγμα, στον αδελφικό του φίλο Βασίλειο και στη πολυπόθητη ησυχία. Ο Θεός τους έδωσε εσωτερική άγια ειρήνη που εκπλήσσονταν και οι ίδιοι. Και το άγιο Πνεύμα τούς έλουζε ώρες-ώρες με ανεξήγητο και γλυκύτατο φως. Το πρωί δεν τολμούσαν να διηγηθούν μεταξύ τους τις φοβερές ελλάμψεις. Με τα βλέμματα μόνο πληροφορούσε ο ένας τον άλλο πώς κάτι μεγάλο και θεσπέσιο τους συνέβη τη νύχτα. Κι ο ένας χαιρότανε άδολα για τα χαρίσματα του άλλου. 

Η αγάπη του για τον ησυχαστικό βίο ήταν απέραντη. Είχε έρωτα για τη ζωή του αναχωρητή. Το πιο μεγάλο αγαθό, έλεγε, είναι να ελευθερώνεται κανείς οπό τα υλικά. Να συνάγεται στον έσω εαυτό του, ν’ ακούει εκεί το Θεό. Να γίνεται το μέσα του καθρέφτης και να λάμπουν εκεί τα θεία και ο Θεός. Ο άνθρωπος τότε συμπορεύεται με τούς αγγέλους και ζει μακάρια με την αλήθεια…. Οι δύο ασκητές έζησαν τόσες εμπειρίες πνευματικές, πού θα τούς τρέφουν σε όλη τη ζωή τους. 

Κι αργότερα ταξίδευε συχνά στην Καισάρεια για να παρασταθεί στο Βασίλειο. Και ο Βασίλειος αισθανόταν ιδιαίτερη ανακούφιση μόλις τον έβλεπε. Τρώγανε συνήθως μόνο χόρτα. Κοιμόντουσαν ελάχιστα και την υπόλοιπη νύχτα προσεύχονταν και συζητούσαν τα θεολογικά προβλήματα.

Όταν το 370, τον επισκέφτηκε ο Βασίλειος. ήταν η πιο μεγάλη χαρά πού μπορούσε να περιμένει. Ένιωθε μέσα του ευφορία πνευματική. Ήθελε να γιορτάσει αντάξια και μεγαλόπρεπα τον ερχομό του πιο αγαπημένου του ανθρώπου στον κόσμο, του Βασιλείου. Ήτανε μια εποχή πού δε βρισκόταν χόρτα στη Ναζιανζό. Και οι δύο ασκητές τρώγανε κυρίως χόρτα. Έστειλε μήνυμα με άνθρωπο στα Οζίζαλα. Πολλά χιλιόμετρα μακριά, πάνω από τη Νύσσα. Πιό πέρα κι από την Παρνασσό. Εκεί ασκητεύει ο ξάδερφός του Αμφιλόχιος:

– Βιάσου, Αμφιλόχιε, στείλε μου επειγόντως όσα περισσότερα μπορείς. Εδώ σπανίζουν. Τα θέλω, γιατί ξέρεις ποιόν περιμένω; Το Βασίλειο, αγαπητέ μου. Ναι «τον Μέγαν Βασίλειον»!

Και δεν είναι καθόλου τυχαίο πού ο Γρηγόριος πρώτος τον αποκάλεσε «Μέγα». Ο Γρηγόριος τον ήξερε καλύτερα από τον καθένα.

(Από το βιβλίο: Ο Πληγωμένος Αετός, Άγιος Γρηγόριος ο Θεολόγος, Παπαδόπουλου Στυλιανού, Αποστολική διακονία, 2010)Το χέρι του Αγίου Γρηγορίου του Θεολόγου εις Κοπάνους στα Γιάννενα(1)

Το 372 ο Βασίλειος, χειροτόνησε χωρίς τη θέλησή του τον Γρηγόριο επίσκοπο για την άσημη κωμόπολη Σάσιμα. Αντί όμως να μεταβεί εκεί, κατέφυγε σε ορεινό μέρος και γύρισε μόνο όταν ο πατέρας του υποσχέθηκε ότι δεν θα τον πιέσει να πάει στα Σάσιμα, τα οποία και απλώς επισκέφτηκε. Για την πρωτοβουλία αυτή ο Γρηγόριος θα παραπονείται σε όλη του την ζωή γιατί ο Βασίλειος δεν έδειξε καμιά κατανόηση για τη λαχτάρα που είχε να ζήσει με σιωπή και ειρήνη,… Μετά τον θάνατο του πατέρα του (374) επωμίστηκε προσωρινά όλη την ευθύνη της επισκοπής. Όταν όμως διαπίστωσε ότι επίτηδες οι συμπολίτες του δεν φρόντιζαν να εκλεγεί νέος επίσκοπος (για να κρατήσουν εκεί τον ίδιο τον Γρηγόριο), έφυγε «σαν ένας φυγάς» στη Σελεύκεια (Ισαυρία) κι εγκαταστάθηκε για τέσσερα περίπου χρόνια στον εκεί ναό της αγίας Θέκλας, πραγματοποιώντας το παλαιό του όνειρο για μοναστική ζωή, νηπτικό βίο, ησυχία και θεωρία. Στο τέλος του 378 αρρώστησε τόσο, που δεν μπόρεσε να ταξιδέψει στην Καισάρεια, όπου ο Βασίλειος κοιμήθηκε και κηδεύτηκε την 1.1.379. Το γεγονός συγκλόνισε την ευαίσθητη ψυχή του. Τέλος υπέκυψε στις παρακλήσεις ορθοδόξων της Κωνσταντινουπόλεως (379) και μετέβη εκεί, όπου οι ναοί όλοι ανήκαν στους αρειανούς, που κυριαρχούσαν για σαράντα χρόνια. Στήριξε τους ορθοδόξους αλλά οι αρειανοί αντέδρασαν βίαια. Του επιτέθηκαν βάναυσα πετροβολώντας τον, και οι αντίπαλοί του τον κατηγόρησαν ότι προκαλεί φιλονικείες και διαταράσσει την ειρήνη και δεν δίστασαν να επιχειρήσουν την δολοφονία του. Ευτυχώς ο δολοφόνος, μόλις βρέθηκε μπροστά στον ασκητή και θεολόγο επίσκοπο, ξέσπασε σε κλάματα και μετανόησε. Απογοητευμένος ο Γρηγόριος αποφάσισε να φύγει, αλλά οι παρακλήσεις των ορθοδόξων τον έπεισαν να μείνει . Εξελέγη επίσκοπος Κωνσταντινουπόλεως. Η Β’ Οικουμενική Σύνοδος, που συνήλθε τον Μάιο του 381, του επιφύλαξε τιμές αλλά και πικρίες, οι επίσκοποι Μακεδονίας και Αιγύπτου, που κλήθηκαν κι έφτασαν καθυστερημένα, αμφισβήτησαν την κανονικότητα του Γρηγορίου ως επισκόπου Κωνσταντινουπόλεως, με την πρόφαση ότι είχε μετατεθεί από τα Σάσιμα. Η ευαισθησία του Γρηγορίου είχε τρωθεί. Αδύνατος να κάμει διπλωματικούς ελιγμούς, προκάλεσε την δυσαρέσκειαν των αντιφρονούντων. Και είπε ότι εάν αυτός ήταν αίτιος της διαιρέσεως, ας ερρίπτετο στην θάλασσα όπως ο Ιωνάς, για να παύση η τρικυμία. Και απεχώρησε για να πάη να βρη “την φίλη του ησυχία”. Έγραψε στον Βοσπόριο, επίσκοπο Καισαρείας, «θα αποσυρθώ στο Θεό, που είναι ο μόνος καθαρός και χωρίς δολιότητα. Θα αποσυρθώ στον εαυτό μου. Η παροιμία λέγει ότι μόνον οι ανόητοι σκοντάφτουν δυο φορές στην ίδια πέτρα». Έφυγε αμέσως για την πατρίδα και αποσύρθηκε οριστικά στην Αριανζό. Εκεί έζησε με άσκηση και συγγραφή (ποιημάτων) τα τελευταία χρόνια του. Ταξίδεψε στα μοναστήρια της ερήμου στη Λαμίδα και σ’ άλλα μέρη. Εξασθένησε και πολλές φορές ζήτησε ανακούφιση σε λουτροθεραπείες. Κοιμήθηκε το 390.Γρηγορίου του Θεολόγου (Ναζιανζηνός) Η κάρα του. Ιερά Μονή Βατοπεδίου Αγίου Όρους.kara

Η Επιστολή γράφηκε τον πρώτο χρόνο της ασκήσεως του Βασιλείου στα Άννησα του Πόντου, το 358/9.

Μέγας Βασίλειος:
«Προς τον Φίλον Γρηγόριον».

Γρηγόριος ο Θεολόγος_Святой Григорий Богослов_ St. Gregory the Theologian0_ef77d_f3561515_orig…2. Χρέος μας είναι, να φυλάμε το νου μέσα σε ησυχία. Το μάτι, όταν γυροφέρνει διαρκώς και τώρα στα πλάγια πάει κι έρχεται κι ύστερα προς τα ψηλά ή τα χαμηλά ολοένα αλλάζει κατεύθυνση, δεν μπορεί να κοιτάξει καθαρά ο,τι βρίσκεται απέναντί του. Πρέπει το βλέμμα να στερεωθεί πάνω στο ορατό, αν είναι να ιδείς καθαρά. Το ίδιο συμβαίνει και με το νου του ανθρώπου. Όταν μύριες κοσμικές έγνοιες τον τραβούν από παντού, δεν κατορθώνει ν’ ατενίσει ξάστερα την αλήθεια.

Απ’ όλα αυτά, μια είναι η φυγή: Να χωρισθείς απ’ όλο τον κόσμο. Κι αναχώρηση από τον κόσμο δεν είναι το να βρεθείς σωματικά έξω απ’ αυτόν, αλλά ν’ αποσπάσεις την ψυχή από τη συμπάθεια προς το σώμα και να μείνεις χωρίς πόλη, σπίτι, βίος, συντρόφους, χτήματα, μέσα για να ζεις, κοσμικά ενδιαφέροντα, συναλλαγές, γνώση των ανθρωπίνων διδαγμάτων, έτοιμος να εγκολπωθείς τα όσα τυπώνει στην καρδιά η θεία διδασκαλία.
Λοιπόν, γι’ αυτό το σκοπό, πολύ μας ωφελεί η ερημία, κατευνάζοντας τα πάθη μας κι επιτρέποντας στο λογικό να τα ξερριζώσει ολότελα από την ψυχή. Πότε είναι εύκολο να τιθασευθούν τα θηρία; Όταν προηγηθεί το χάδι. Έτσι κι οι επιθυμίες κι οι οργές κι οι φόβοι κι οι λύπες, αυτά τα φαρμάκια της ψυχής, αφού κατευνασθούν μέσα στον ησύχιο βίο και πάψουν να εξαγριώνονται με τον αδιάκοπο ερεθισμό, καταβάλλονται πιο εύκολα από τη δύναμη του λογικού.

Ας είναι λοιπόν ο τόπος όμοιος με το δικό μας τόπο, απαλλαγμένος από το συγχρωτισμό με ανθρώπους, έτσι που τίποτα το απ’ έξω να μη διακόπτει στη συνέχειά της την άσκηση. Η δε άσκηση της ευσέβειας τρέφει την ψυχή με τα θεία διανοήματα- Τι λοιπόν είναι πιο μακάριο από το να μιμείται κανείς στη γη τον αγγελικό κόσμο; Πως; Μόλις αρχίζει η μέρα, να ορμά στην προσευχή και να γεραίρει με ύμνους κι ωδές το Δημιουργό. Κι ύστερα, αφού ξεμυτίσει ο ήλιος, να πηγαίνει να εργασθεί, έχοντας συνοδό του παντού την προσευχή και τους ύμνους, σαν αλάτι να του νοστιμίζουν την εργασία. Γιατί την ιλαρή κι άλυπη κατάσταση της ψυχής τη χαρίζουν οι παρηγοριές των ύμνων.

Η ησυχία λοιπόν είναι η βάση για την κάθαρση της ψυχής. Τότε, ούτε η γλώσσα μιλά για κοσμικά πράγματα, ούτε τα μάτια περιδιαβάζουν πάνω σε προφαντά και καλοκαμωμένα σώματα, ούτε η ακοή λιγώνει την ψυχή με μουσικά ακροάματα συνθεμένα για να προκαλούν ηδονή, ούτε λόγια ευτράπελα και γελωτοποιά γρικάμε, που καθώς η πείρα μαρτυρεί, αποδυναμώνουν στο έπακρο την ψυχή.
Ο νούς που δεν σκορπίζεται προς τα έξω κι ούτε ξεχύνεται στον κόσμο μες από τις αισθήσεις, γυρνά στον εαυτό του. Και μες από τον εαυτό του, υψώνεται στη θεογνωσία. Τότε, τριγυρισμένος και ποτισμένος από τη λάμψη εκείνης της ομορφιάς, ξεχνά και το ίδιο το σώμα του. Δεν τον τραβούν πιά η φροντίδα της τροφής, ούτε η μέριμνα της ενδυμασίας.

Έχοντας ελευθερωθεί από τις γήινες έγνιες, όλη του τη λαχτάρα τη στρέφει τώρα στο να κερδίσει τα αιώνια αγαθά. Δεν τον μέλει άλλο, παρά πως να πετύχει τη σωφροσύνη και την ανδρεία, τη δικαιοσύνη και τη φρόνηση και τις υπόλοιπες αρετές, όσες υπάγονται στις γενικές αυτές αρετές κι υπαγορεύουν στο ζηλωτή σωστά να ζει σε κάθε λεπτομέρεια.

3. Σπουδαιότατος δρόμος για να βρεί κανείς το τι πρέπει να κάνει, είναι η μελέτη των θεοπνεύστων Γραφών. Γιατί εκεί μέσα θα δεί τις εντολές που πρέπει να εφαρμόζει και τους βίους των μακαρίων ανδρών δοσμένους μες από τα γράμματα. Είναι σαν έμψυχες εικόνες, που δείχνουν πως να πολιτεύεσαι σύμφωνα με το θείο θέλημα. Είναι πρότυπα αγαθών έργων, που καλείσαι να μιμείσαι. Έτσι, όποια έλλειψη αισθάνεσαι στον εαυτό σου, σαν σε κοινό ιατρείο εκεί παραμένοντας, βρίσκεις το κατάλληλο για την πάθησή σου φάρμακο….

Ας έχουμε υπ’ όψη τι κάνουν οι ζωγράφοι. Όταν αντιγράφουν κάποιο πρότυπο, δεν αποσπούν την προσοχή τους απ’ αυτό. Κι έτσι πασχίζουν να μεταφέρουν στο δικό τους έργο τέχνης όλα τα χαρακτηριστικά που βλέπουν εκεί. Το ίδιο πρέπει να κάνει κι όποιος πασχίζει ν’ απεργασθεί τον εαυτό του τέλειο σε όλα τα μέρη της αρετής, θα κοιτά με προσοχή, σαν αγάλματα που κινούνται και δρούν, τους βίους των αγίων και θα κάνει δικό του ο,τι καλό έχουν, αντιγράφοντάς τους.

Αυτό, άλλωστε, σημαίνει το να κατοικεί μέσα μας ο Θεός: Να τον έχουμε με τη μνήμη θρονιασμένο στα μύχιά μας. Έτσι γινόμαστε ναός του Θεού, όταν δεν διασπούν τη μνήμη οι γήινες φροντίδες.
Ο,τι στους άλλους είναι ο όρθρος, τα μεσάνυχτα είναι σε όσους ασκούνται στην ευσέβεια. Γιατί η νυχτερινή ησυχία χαρίζει στην ψυχή μεγάλη άνεση….

Μέγας Βασίλειος: Απ’ την 2η Επιστολή του, «Προς τον Φίλον Γρηγόριον».

Γρηγόριος ο Θεολόγος_Святой Григорий Богослов Иконы_ St. Gregory the Theologian_Сербия (10 Часть). Богородица Левишка (Сербия)1390025686--17Ο άγιος Γρηγόριος τελικώς είναι δώρο του Θεού στην Εκκλησία μας : «Ο Λόγος ο άναρχος… Σε, μάκαρ, τη Εκκλησία, οία Μητρί, λόγω και σοφία χαριτώσας σου τον νουν, δώρον χαρίζεται» (Ο άναρχος Θεός Λόγος, μακάριε, σε χαρίζει σαν δώρο στην Εκκλησία, σαν σε Μητέρα, αφού χαρίτωσε τον νου σου με λόγο και σοφία).

Το κύριο μήνυμα της ποίησης Γρηγορίου είναι η εμπιστοσύνη στο Θεό.

Του μεγάλου Θεού κληρονομιά, ντυμένος σάρκα, εικόνα αρχέτυπη, θα σμίξω με των ουρανών τα πνεύματα. Μας προσκαλεί ο Θεός, φτερά ας ανοίξουμε κι ας πάμε…
Το εύκολο στεφάνι Βασιλιά, κράτα το γι’ άλλους…για με χαρά να σε δεχτώ με τα παθήματα τους πόνους…
Δικός Σου είμαι Χριστέ μου, και λύτρωσέ με ως θέλεις…
PG 37, 1023-1450

Απολυτίκιον Αγίου Γρηγορίου του Θεολόγου.  Ήχος α’.

 Ο ποιμενικός αυλός της θεολογίας σου, τας των ρητόρων ενίκησε σάλπιγγας• ως γαρ τα βάθη του Πνεύματος εκζητήσαντι, και τα κάλλη του φθέγματος προσετέθη σοι. Αλλά πρέσβευε Χριστώ τω Θεώ, πάτερ Γρηγόριε, σωθήναι τας ψυχάς ημών.

Ήχος πλ. α’
Χαίροις ασκητικών αληθώς

Χαίροις ο ποταμός του Θεού, ο αεί πλήρης των υδάτων της χάριτος, ο πάσαν ευφραίνων πόλιν, του Βασιλέως Χριστού, τοις ενθέοις λόγοις και διδάγμασι, τρυφής ο χειμάρρους, το ανεξάντλητον πέλαγος· ο των δογμάτων, ακριβής φύλαξ έννομος· ο θερμότατος, της Τριάδος υπέρμαχος, όργανον το του Πνεύματος, ο νούς ο εγρήγορος· εύηχος γλώσσα το βάθος, το των Γραφών ερμηνεύουσα, Χριστόν νυν δυσώπει, ταίς ψυχαίς ημών δοθήναι, το μέγα έλεος.

Δόξα… Ήχος πλ. δ’

Τας καρδίας των πιστών, γεηπονών τη γλώσση σου Γρηγόριε, ευσεβείας εν αυταίς, αειθαλείς εβλάστησας καρπούς τω Θεώ, τας ακανθώδεις αιρέσεις πρόρριζον εκτεμών, και κοσμών τους λογισμούς καθαρότητι. Διό δεχόμενος ημών τα εγκώμια, η θεία λύρα, ο γρήγορος οφθαλμός, των ποιμένων ο Ποιμήν, ο των λύκων αγρευτής, πρέσβευε εκτενώς, Θεολόγε τω Λόγω, υπέρ των ψυχών ημών.

Κανών β’, Ωδή ε’,
Ήχος α’ Θεός ων ειρήνης, Πατήρ οικτιρμών

Ηράσθης της όντως, σοφίας Θεού, και των λόγων το κάλλος ηγάπησας, και πάντων προτετίμηκας, τερπνών των επί γης· διό σε τω στεφάνω, Παμμάκαρ των χαρίτων, ευπρεπώς εκόσμησε, και θεολόγον απειργάσατο.

Γνωστώς συ τον Όντα, ως πάλαι Μωσής, καθοράν θεορρήμον επόθησας, και τούτου τα οπίσθια, τη πέτρα σκεπασθείς, ιδείν κατηξιώθης, και πέλαγος της θείας, εμυήθης ουσίας, ακαταλήπτως φανερούμενον. (Κατά τρόπο γνωστό πόθησες και συ, όπως παλιά ο Μωυσής, να δεις τον αιώνιο Θεό. Και αξιώθηκες να δεις τα «οπίσθια» αυτού, δηλαδή όχι την ουσία αλλά την ενέργειά Του, αφού είχες το κάλυμμα του Χριστού, που είναι η πέτρα, και μυήθηκες έτσι στο πέλαγος της θείας ουσίας, το οποίο φανερώνεται κατά τρόπο ακατάληπτο).

Κανών γ’, ᾨδὴ θ’, Ήχος α’

«Ο το ευτελές ένδυμα του νομικού περιρρήξας γράμματος και το εν αυτώ θείον κάλλος και μυστικόν των θείων του Πνεύματος ημίν αναπτύξας Γραφών, παμμακάριστε Πάτερ, σε μεγαλύνομεν» (Συ, παμμακάριστε Πατέρα, που έσχισες το επιφανειακό ένδυμα του νομικού γράμματος, τον τρόπο δηλαδή με τον οποίο ερμήνευαν την Γραφή οι Ιουδαίοι, και μας άνοιξες τη θεϊκή και μυστική ομορφιά των θείων Γραφών του Πνεύματος, που κρύβεται στο γράμμα της Γραφής, εσένα δοξάζουμε).

Comments are closed.