iconandlight

Iconography and Hand painted icons


Μετετέθει το λείψανο του Αββά Δουλά αφού υπόμεινε με ταπείνωση και μακροθυμία τον φθόνο των αδελφών του… οι αδικημένοι είναι τα πιο αγαπημένα παιδιά του Θεού, γιατί έχουν στην καρδιά τους τον αδικημένο Χριστό… Όσιος Παΐσιος ο Αγιορείτης

ΕΤΟΙΜΑΣΙΑ ΘΡΟΝΟΥ_Throne-Σταυρός_Holy-Cross_Αποκάλυψη_toixografia_068Άγιος Δουλάς
Άγιος Αυγουστίνος Ιππώνος (430)
Όσιος Ιερώνυμος ο Βηθλεεμιτης (420)
Αμώς ο Προφήτης (8ος αι. π.Χ.)
Ορσίσιος ο Ταβεννησιωτης, μαθ. Αγ. Παχωμίου του Μεγάλου (4ος αι.)
Θεοφάνης Στάρετς των Δασών του Ροσλάβλ Ρωσίας (1819)
Ιωνάς ο διά Χριστόν σαλός στη Μονή Πεσνόσα  (1838)
Κοσμάς ο Βαλααμίτης, της Μονής Νήσων Valaam Ρωσίας, ομολογητής ιεραπόστολος Ρωσίας και Λεττονίας (1968)

Εορτάζουν στις 15 Ιουνίου

Οι αδικημένοι είναι τα πιο αγαπημένα παιδιά του Θεού. Γιατί ως αδικημένοι έχουν στην καρδιά τους τον αδικημένο Χριστό… Η μεγάλη αγάπη προς τον Χριστό υπερνικά τους πόνους και τις ταλαιπωρίες πού τους προξενούν οι άνθρωποι. Άγιος Παΐσιος 

Ερημίτης_Hermit_отшельник- еремит__935190359834536_74913142291381533_nΚάποτε, ενώ περπατούσαμε στις όχθες της Νεκράς Θάλασσας, ο Γέροντας μου κι εγώ, διηγείτο στους Αδερφούς ο Αββάς Δουλάς, ο μαθητής του Οσίου Βησσαρίωνος, κυριεύθηκα από υπερβολική δίψα.
– Διψώ, Αββά, είπα στον Γέροντά μου.
– Πιές από τη θάλασσα, μου είπε.
Τον κύτταξα με απορία. Πινόταν εκείνο το νερό, που ήταν όλο αλμύρα και θειάφι; Ο Γέροντας όμως είχε σταθή σε προσευχή και με το ευλογημένο του χέρι σταύρωνε τα νερά.
– Πιές, μου ξανάπε.
Υπήκουσα. Πήρα με τη χούφτα μου και ήπια. Το πικρό νερό της Νεκράς Θάλασσας είχε γίνει πιο γλυκό από το μέλι.
Σαν να είδα το θαύμα αυτό, ετοιμάστηκα να γεμίσω το μικρό λαγήνι που είχα μαζί μου.
– Γιατί το γεμίζεις; με ρώτησε ο Γέροντας.
– Για να το έχω, όταν διψάσω πάλι, Αββά.
Με κύτταξε με αυστηρό βλέμμα:
– Ο Θεός που είναι εδώ, ολιγόπιστε, είναι παντού.

***

Άλλη φορά θέλαμε να περάσωμε το ποτάμι και δεν βρίσκαμε βάρκα. Ο Γέροντας τότε, που βιαζόταν, έκανε την προσευχή του και πέρασε στην αντίθετη όχθη, περπατώντας πάνω στα νερά.
– Πώς αισθανόσουν; τον ρώτησα αργότερα.
– Ένοιωθα το νερό ως τους αστραγάλους μόνο, μου αποκρίθηκε. Από κει και πέρα, περπατούσα όπως στην ξηρά.

***

Κάποια άλλη φορά πάλι, καθώς πηγαίναμε σε κάποιον Γέροντα, πήγε ο ήλιος να βασιλέψει.
Προσευχήθηκε τότε ο Γέροντας και είπε:
«Σε παρακαλώ, Κύριε, ας σταθεί ο ήλιος ώσπου να φτάσω στον δούλο σου».
Κι έγινε έτσι.

***

Διηγήθηκε ο αββάς Δανιήλ ότι υπήρξε κάποιος μοναχός με το όνομα Δουλάς, ο οποίος μάλιστα συγκαταλέχθηκε μεταξύ των μεγάλων Πατέρων. Αυτός λοιπόν ο Δουλάς αρχικά μόνασε σε κοινόβιο επί σαράντα χρόνια. «Ήταν κάποτε –είπε– ένας αδελφός σε κοινόβιο ο οποίος εξωτερικά φαινόταν άσημος και καταφρονεμένος, στον λογισμό όμως ήταν σπουδαίος και άξιος για κάθε τιμή. Ενώ λοιπόν όλοι τον εξευτέλιζαν και τον πρόσβαλλαν, αυτός χαιρόταν και ένιωθε αγαλλίαση. Κι όλη αυτή η εχθρική στάση των αδελφών απέναντί του ήταν δόλιο σχέδιο του πονηρού, γι’ αυτό άλλοι τον έδερναν, άλλοι τον έφτυναν, άλλοι τον έλουζαν με βρισιές και όλα αυτά τα υπέμεινε για είκοσι ολόκληρα χρόνια οπότε μη μπορώντας πια να ανεχθεί ο εχθρός την ακατάβλητη υπομονή του, ύπουλα γλύστρησε στη ψυχή κάποιου αδελφού και την ώρα που όλοι οι αδελφοί ησύχαζαν, μπήκε αυτός στην εκκλησία και αφού αφαίρεσε όλα τα ιερά σκεύη της, έφυγε κρυφά από το κοινόβιο.

Όταν ήρθε η ώρα για την ακολουθία, πήγε ο κανονάρχης να βάλει θυμίαμα, αλλά είδε ότι όλα τα σκεύη έλειπαν και αμέσως το ανέφερε στον αββά. Χτύπησε ευθύς το σήμαντρο και όλοι οι αδελφοί συγκεντρώθηκαν άρχισε αναταραχή μεταξύ τους και έλεγαν: Κανείς άλλος δεν τα πήρε παρά ο δείνα αδελφός και γι’ αυτό απουσιάζει από την ακολουθία. Γιατί εάν δεν θα το είχε κάνει αυτό, πρώτος θα ερχόταν και τώρα όπως πάντοτε. Πήγαν λοιπόν και τον βρήκαν στο κελί του να προσεύχεται. Χτύπησαν και μπήκαν μέσα και άρχισαν να τον σέρνουν διά της βίας. Κι αυτός τους παρακαλούσε και τους έλεγε: Τί συμβαίνει, πατέρες; Κι εκείνοι με βρισιές και κακόλογα τον χτυπούσαν και του έλεγαν: Ιερόσυλε, είσαι ανάξιος και να ζείς. Δεν σού ‘φτασε τόσα χρόνια που μας τάραξες, και μ’ αυτό πού ‘κανες τώρα μας κατασκανδάλισες. Κι αυτός έλεγε: Συγχωρείστε με πού έσφαλα.
Ιησούς Χριστός ο Νυμφίος_Ίδε ο Άνθρωπος_Christ the Bridegroom of the Church_Христос Жених Церкви_ Byzantine Orthodox Icon_826f2cc7Τον οδήγησαν στον αββά και του λένε: Αββά, αυτός είναι που εξαρχής φέρνει άνω κάτω το κοινόβιο. Και άρχισαν να λένε ο ένας μετά τον άλλο: Τον είδα που έφαγε κρυφά τα χόρτα. Άλλος: Έκλεψε τα ψωμιά και τα έδινε έξω! και άλλος: Τον έπιασα να πίνει το εκλεκτό κρασί. Και όλοι ενώ έλεγαν ψέματα, γινόταν πιστευτοί. Και αυτόν μόνο, αν και έλεγε την αλήθεια, δεν τον άκουγε κανείς. Τραβάει ο αββάς και του αφαιρεί το σχήμα λέγοντας: Αυτά που κάνεις δεν στέκονται σε χριστιανό άνθρωπο. Του φόρεσαν λοιπόν σιδερένια δεσμά και τον παρέδωσαν στον οικονόμο της Λαύρας. Κι εκείνος αφού τον γύμνωσε και τον μαστίγωσε, ρωτούσε να μάθει εάν αληθεύουν όσα λέγονται εναντίον του. Κι αυτός γελώντας έλεγε: Συγχωρείστε με, αδελφοί, γιατί έσφαλα. Εξαγριωμένος λοιπόν με την απάντηση του αδελφού, δίνει εντολή να τον ρίξουν στη φυλακή και να ασφαλίσουν τα πόδια του στο τιμωρητικό ξύλο. Και αναφέρει με γραπτό μήνυμα στον άρχοντα της πόλης το γεγονός.
Καταφθάνουν λοιπόν αμέσως οι δημόσιοι εντεταλμένοι τον παραλαμβάνουν, τον ανεβάζουν πάνω σε ασαμάρωτο ζώο με σιδερωσιά βαριά στον λαιμό του και σέρνοντάς τον μέσα από την πόλη τον οδηγούν στον δικαστή. Ο δικαστής άρχισε να τον ρωτάει σαν ποιό νά ‘ναι το όνομά του και από πού και για ποιόν λόγο έγινε μοναχός. Κι εκείνος τίποτε περισσότερο δεν είπε παρά μόνο: Αμάρτησα, συγχωρείστε με. Ο άρχοντας έξω φρενών διατάζει να τον τεντώσουν και με σκληρά μαστίγια να του λιανίσουν τα νώτα. Τεντωμένος λοιπόν από τα τέσσερα άκρα και την ώρα πού τον μαστίγωναν άσπλαχνα, με πρόσωπο χαμογελαστό έλεγε στον άρχοντα: Χτύπα, χτύπα. Την αμοιβή μου την κάνεις λαμπρότερη. Κι εκείνος του είπε: Εγώ την τιμωρία σου θα σου την αναδείξω πιο αστραφτερή και από το χιόνι. Και διατάζει να στρωθεί φωτιά κάτω από την κοιλιά του και αφού αναμείξουν αλάτι και ξύδι, να το χύνουν πάνω στις πληγές του. Όσοι ήταν παρόντες εκεί, απορούσαν για την τόσο μεγάλη καρτερία του και του έλεγαν: Πές μας πού έβαλες τα ιερά σκεύη και θα σε ελευθερώσει. Κι αυτός απαντούσε: Δεν γνωρίζω τίποτε. Επί τέλους παρήγγειλε να διακόψουν τον βασανισμό και πρόσταξε να τον μεταφέρουν στη φυλακή και να τον φυλάξουν εκεί νηστικό και χωρίς καμιά φροντίδα.
Την άλλη μέρα έστειλε εντολή στη Λαύρα να παρουσιαστούν οι υπεύθυνοι του κοινοβίου μαζί με τον αββά. Όταν πήγαν, ο άρχοντας τους είπε: Πάρα πολλούς τρόπους χρησιμοποίησα και σε πολλές τιμωρίες τον υπέβαλα, αλλά τίποτε περισσότερο δεν μπόρεσα να μάθω. Του λένε τότε οι αδελφοί: Αφέντη, κι άλλα πολλά κακά έκανε αλλά χάριν του Θεού τον κρατήσαμε περιμένοντας να μετανοήσει και να, πού έφτασε στα χειρότερα.
Τους ρωτάει τότε: Τί να τον κάνω λοιπόν; Ό,τι λεν οι νόμοι, του απάντησαν. Ο νόμος –είπε ο άρχοντας– τους ιερόσυλους τους φονεύει. Ας φονευθεί, ήταν η απάντηση. Τους άφησε αυτούς και έφερε τον αδελφό. Καθισμένος στο δικαστικό βήμα του λέει: Ομολόγησε, άθλιε, για να γλυτώσεις τον θάνατο. Και ο αδελφός είπε: Εάν διατάζεις να πώ αυτό πού δεν έγινε, το λέω. Δεν Θέλω –παρατήρησε ο δικαστής– να πεις ψέματα εναντίον σου. Και ο αδελφός πρόσθεσε: Τίποτε απ’ όσα μου ρωτάτε δεν γνωρίζω να τα έκανα ποτέ. Βλέποντας λοιπόν ο άρχοντας ότι δεν μαρτυρεί τίποτε, διατάζει να αποκεφαλισθεί. Τον παίρνουν λοιπόν οι δήμιοι και πάν να τον αποκεφαλίσουν.
Την ώρα όμως που τον πήγαιναν, αυτός που είχε αφαιρέσει τα κειμήλια ένιωσε συντριβή και είπε στον εαυτό του: Είτε τώρα είτε όποτε άλλοτε θα φανερωθεί οπωσδήποτε η υπόθεση. Κι αν ακόμη εδώ ξεφύγεις, τί θα κάνεις την ημέρα εκείνη; Πώς θα απολογηθείς για τέτοιες πράξεις; Πηγαίνει αμέσως στον αββά και του λέει: Στείλε γρήγορα είδηση να μην εκτελεσθεί ο αδελφός, γιατί βρέθηκαν τα ιερά σκεύη. Πληροφορεί ο αββάς τον άρχοντα και αφήνεται ελεύθερος ο αδελφός και τον φέρνουν στο κοινόβιο.
Άρχισαν τότε όλοι να πέφτουν στα πόδια του και να του λένε: Σου φταίξαμε, συγχώρεσέ μας. Κι εκείνος άρχισε με δάκρυα στα μάτια να λέει: Συγχωρείστε με, σας χρωστώ μεγάλη ευγνωμοσύνη, γιατί με τους μικρούς αυτούς κόπους αξιώνομαι μεγάλων αγαθών. Αλήθεια, η χαρά μου ήταν μεγάλη πάντοτε, όταν άκουα να λέγονται από μέρους σας εναντίον μου πράγματα πού δεν είχαν καμιά θέση, γιατί μ’ αυτόν τον λίγο εξευτελισμό επρόκειτο να γίνω άξιος για μεγάλες τιμές τη φοβερή ημέρα της κρίσεως. Και θα χαιρόμουν ακόμη περισσότερο γι’ αυτό που μου κάνατε, αν δεν είχα θλίψη στην καρδιά μου για σας γιατί διέβλεπα την ανταπόδοση της αναπαύσεως στη Βασιλεία των Ουρανών μετά από τέτοιους πειρασμούς.
ασκητές_askites_gerontiko365Μετά απ’ αυτά έζησε τρεις μέρες ο αδελφός και εξεδήμησε προς Κύριον. Και όταν ένας αδελφός πήγε στο κελί του να δεί πώς είναι, τον βρήκε πεσμένο στα γόνατα. Γιατί καθώς έκανε μετάνοιες και προσευχόταν, στη θέση αυτή παρέδωσε την ψυχή του και το σώμα παρέμενε ακόμη στη στάση της μετάνοιας. Πάει ο αδελφός και το ανακοινώνει στον αββά και δίνει εντολή ο αββάς να μεταφερθεί το σώμα του στην εκκλησία για να ενταφιασθεί εκεί. Όταν λοιπόν τοποθετήθηκε ο νεκρός μπροστά από το θυσιαστήριο, παρήγγειλε:νά χτυπήσουν σήμαντρο για να μαζευτεί και όλη η Λαύρα και με τιμές να ενταφιασθεί. Καθώς λοιπόν συγκεντρώνονταν οι αδελφοί, ήθελε ο καθένας να πάρει κάποια ευλογία από το λείψανο. Βλέποντάς το αυτό ο αββάς τοποθέτησε τον νεκρό στο ιερό, το κλείδωσε και περίμενε τον αββά της Λαύρας για να κάνουν μαζί τον ενταφιασμό.
Και όταν ήρθε ο πατήρ της Λαύρας με τους ιερείς και έκαναν την καθιερωμένη προσευχή, είπε στον αββά: Άνοιξε και φέρε τον νεκρό για να γίνει η ταφή, γιατί έφτασε η ενάτη ώρα. Άνοιξε ο αββάς και δεν βρήκε τίποτε μέσα εκτός τα ρούχα του νεκρού και τα σανδάλια. Όλοι θαμπώθηκαν και άρχισαν να θαυμάζουν και να δοξάζουν τον Θεό με δάκρυα στα μάτια και να λένε: Βλέπετε, αδελφοί, τί αγαθά προξενεί η μακροθυμία και η ταπείνωση;
Όπως είδατε λοιπόν το παράδειγμα αυτό, έτσι κι εσείς να αγωνίζεσθε υπομένοντας εξευτελισμούς και πειρασμούς, γιατί αυτά είναι που μας χαρίζουν τη Βασιλεία των Ουρανών με τη χάρη του Κυρίου μας Ιησού Χριστού». (Μέγα Γεροντικόν Τόμος B’, ΚΕΦ. Ζ΄, 11, I.H.«Το Γενέσιον της Θεοτόκου» Πανοράματος Θεσσαλονίκης Σελ. 295 κ.εξ.)

***

Όσιος Παΐσιος ο Αγιορείτης

Η αδικία, δυστυχώς, είναι φαινόμενο «από καταβολής κόσμου». Ο άδικος Κάϊν όχι μόνο φθόνησε, αλλά σκότωσε και τον δίκαιο αδελφό του Άβελ. Με άδικο τρόπο ο Ισαάκ πήρε τα πρωτοτόκια του αδελφού του Ησαύ.
Αδικήθηκε από φθόνο ο πάγκαλος για τις αρετές του Ιωσήφ, ο αγαπημένος γιος του Ιακώβ, που τα αδέλφια του τον πούλησαν ως δούλο μακριά από την πατρίδα… Την αδικία γεύθηκε ο ίδιος ο Θεάνθρωπος Ιησούς. Αδικήθηκαν οι περισσότεροι Πατέρες της Εκκλησίας μας. Ο Άγιος Ιωάννης ο Χρυσόστομος…. Εκείνος που κατηγορεί τον συνάνθρωπό του με φθόνο, έχει κατήγορό του τον Θεό… Μεγάλη υπόθεση να έχη ο άνθρωπος την ευλογία του Θεού! Πλούτος είναι! Ό,τι έχει ευλογία, στέκει, δεν γκρεμίζεται. Ό,τι δεν έχει ευλογία, δεν στέκει. Η αδικία είναι μεγάλη αμαρτία. Όλες οι αμαρτίες έχουν ελαφρυντικά, η αδικία δεν έχει, μαζεύει οργή Θεού. Φοβερό! Αυτοί που αδικούν, βάζουν φωτιά στο κεφάλι τους. 

Σταυρός_ Holy-Cross_Крест Господня_πορεια στην ανω ιερουσαλημ5764821315_3e9821491fΌταν δέχεσαι την αδικία και δικαιολογείς τον πλησίον σου, δέχεσαι τον πολυαδικημένο Χριστό στην καρδιά σου. Τότε ο Χριστός μένει με το ενοικιοστάσιο μέσα σου και σε γεμίζει με ειρήνη και αγαλλίαση… Έχω δει ψυχές που αδικήθηκαν, αλλά υπέμειναν την αδικία με καλούς λογισμούς και τους έλουσε η Χάρις σ’ αυτήν την ζωή. 

Άν σκεφτόμασταν ότι ο πιο αδικημένος είναι ο Χριστός, θα δεχόμασταν με χαρά την αδικία. Ενώ ήταν Θεός, κατέβηκε στην γη από πολλή αγάπη και κλείσθηκε εννιά μήνες στην κοιλιά της Παναγίας. Ύστερα, τριάντα χρόνια έζησε αθόρυβα.
Από δεκαπέντε μέχρι τριάντα χρόνων δούλευε μαραγκός στους Εβραίους. Και τι εργαλεία είχαν τότε; Ξύλινα πριόνια χρησιμοποιούσαν, με κάτι καβίλιες ξύλινες. Τού έδιναν και κάτι σανίδια…και Τού έλεγαν: “Φτιάξε αυτό, φτιάξε εκείνο…”…  Ξυπόλυτος να πηγαίνη από εδώ-από εκεί, για να κηρύττει! Θεράπευε αρρώστους, με λάσπη άνοιγε τα μάτια των τυφλών, και αυτοί ζητούσαν πάλι σημεία. Έβγαζε τα δαιμόνια από τους δαιμονισμένους, αλλά δυστυχώς οι αχάριστοι άνθρωποι Του έλεγαν πώς είχε δαιμόνιο! Και ενώ τόσοι είχαν μιλήσει και προφητεύσει γι’ Αυτόν, τόσα θαύματα έκανε, και τελικά ονειδισμούς, σταύρωμα.
Γι’ αυτό οι αδικημένοι είναι τα πιο αγαπημένα παιδιά του Θεού. Γιατί ως αδικημένοι έχουν στην καρδιά τους τον αδικημένο Χριστό και αγάλλονται στην εξορία και στην φυλακή σαν να βρίσκονται στον Παράδεισο, διότι, όπου Χριστός εκεί Παράδεισος.

Όταν συκοφαντηθούμε ή αδικηθούμε είτε από επιπόλαιους είτε από πονηρούς, που έχουν κακότητα και διαστρέφουν και την αλήθεια, εάν μπορούμε, καλά είναι να μη θέλουμε να δικαιωθούμε από τους ανθρώπους, όταν η αδικία αφορά μόνον το άτομό μας. Ούτε και να πούμε: «να το βρουν από τον Θεό», γιατί και αυτό είναι κατάρα. Καλά είναι να τους συγχωρέσουμε με όλη την καρδιά μας και να παρακαλέσουμε τον Θεό να μας δυναμώσει, να μπορέσουμε να σηκώσουμε το βάρος της συκοφαντίας και να συνεχίζουμε την πνευματική ζωή (στην αφάνεια, όσο μπορούμε), και ας συνεχίζουν οι άνθρωποι που έχουν ως τυπικό να κρίνουν και να κατακρίνουν, διότι συνέχεια με τον τρόπο τους αυτό μας ετοιμάζουν χρυσά στεφάνια για την αληθινή ζωή. (Γέροντος Παϊσίου Αγιορείτου, Λόγοι Γ΄, Πνευματικός Αγώνας)ΠΑΡΑΔΕΙΣΟΣ-Paradise-kingdom of Godw-Царство Божие (Небесное)-bs06_wVIdnO7BFΩ! αδελφοί μου, δεν μπορούμε τίποτε να ψιθυρίζουμε εδώ στη γη, που να μην το ακούσει ο ουρανός. Ο κάθε λόγος μας φθάνει ενώπιον της τάξης των αγγέλων του Θεού. Ο άδης δέχεται κάθε κακό λόγο μας και τον διατηρεί ως εγγύηση του αιωνίου θανάτου μας και ο Παράδεισος δέχεται κάθε καλό λόγο μας και τον διατηρεί ως εγγύηση της αιωνίου ζωής μας. Πράγματι, η σοφία της Παλαιάς Διαθήκης μας μιλά και μας θυμίζει ευκαίρως αυτούς τους λόγους. Θάνατος και ζωή εν χειρί γλώσσης. (Παροιμ. 18,21)
Ω! Κύριε και Σωτήρα μας, Αΐδιε Λόγε του Θεού, βοήθησέ μας να χαλιναγωγούμε τη γλώσσα μας, ώστε αυτή να μην μιλάει ανώφελα, προς καταδίκη μας. Βοήθησέ μας να εκφράζουμε με τη γλώσσα μόνον όσα είναι σύμφωνα με το άγιο θέλημά Σου και ωφέλιμα για την αιώνια σωτηρία μας στην αθάνατη ζωή. Άγιος Νικόλαος Βελιμίροβιτς

Ο Θεός μας εξέλεξε προ καταβολής κόσμου για την αγιότητα, Αγ. Νικολάου Βελιμίροβιτς
https://iconandlight.wordpress.com/2016/06/26/%ce%bf-%ce%b8%ce%b5%cf%8c%cf%82-%ce%bc%ce%b1%cf%82-%ce%b5%ce%be%ce%ad%ce%bb%ce%b5%ce%be%ce%b5-%cf%80%cf%81%ce%bf-%ce%ba%ce%b1%cf%84%ce%b1%ce%b2%ce%bf%ce%bb%ce%ae%cf%82-%ce%ba%cf%8c%cf%83%ce%bc%ce%bf/

Για τους Αγίους του Θεού. Άγιος Παΐσιος Αγιορείτης – Άγιος Νικόλαος Βελιμίροβιτς – Άγιος Λουκάς της Κριμαίας
https://iconandlight.wordpress.com/2019/06/22/%ce%b3%ce%b9%ce%b1-%cf%84%ce%bf%cf%85%cf%82-%ce%b1%ce%b3%ce%af%ce%bf%cf%85%cf%82-%cf%84%ce%bf%cf%85-%ce%b8%ce%b5%ce%bf%cf%8d-%ce%ac%ce%b3%ce%b9%ce%bf%cf%82-%cf%80%ce%b1%ce%90%cf%83%ce%b9%ce%bf%cf%82/

Σύναξη των Αγίων του Ντιβέγιεβο και ο Άγιος Σεραφείμ του Σαρώφ
https://iconandlight.wordpress.com/2015/06/13/%cf%83%cf%8d%ce%bd%ce%b1%ce%be%ce%b7-%cf%84%cf%89%ce%bd-%ce%b1%ce%b3%ce%af%cf%89%ce%bd-%cf%84%ce%bf%cf%85-%ce%bd%cf%84%ce%b9%ce%b2%ce%ad%ce%b3%ce%b9%ce%b5%ce%b2%ce%bf/

Σύναξη των Αγίων του Ντιβέγιεβο – 14 Ιουνίου
https://iconandlight.wordpress.com/2016/06/13/12393/

Απολυτίκιον Ήχος δ’

Ο Θεός των πατέρων ημών, ο ποιών αεί μεθ’ ημών κατά την σην επιείκειαν, μη αποστήσης το έλεός σου αφ’ ημών, αλλά ταις αυτών ικεσίαις εν ειρήνη κυβέρνησον την ζωήν ημών.

Ήχος δ’ Ως γενναίον εν Μάρτυσιν

Στιχ. Θαυμαστός ο Θεός εν τοις Αγίοις αυτού.

Οι την γην ουρανώσαντες, αρετών εν φαιδρότητι, οι Χριστού τον θάνατον μιμησάμενοι, αθανασίας την πρόξενον, οδόν οι βαδίσαντες, οι τα πάθη των βροτών, χειρουργία της χάριτος, εκκαθάραντες, οι εν όλω τω κόσμω ομοψύχως, εναθλήσαντες γενναίως, ανευφημείσθωσαν Μάρτυρες.

Δόξα. Ήχος πλ. δ΄.

Τάδε λέγει Παΐσιος ο θεηγόρος, προς τον νόμον του Σωτήρος Χριστού, κατευθύνων ημάς· Μακάριοί εστε εάν αγάπην και ταπείνωσιν κτήσησθε, ότι του Αγίου Πνεύματος οικητήριον γενήσεσθε· μακάριοί εστε εάν εαυτούς αρνήσησθε, και τον πλησίον αναπαύσητε, ότι της όντως αναπαύσεως απολαύσετε· χαίρετε και αγαλλιάσθε, οι τας θλίψεις και αδικίας ευχαρίστως υπομένοντες, ότι μιμηταί γεγόνατε Χριστού, του εκουσίως υπέρ ημών παθόντος· ούτω πολιτευόμενοι, γεύσεσθε επί της γης ουρανίου ευφροσύνης, και εν ουρανώ της αιωνίου χαράς αξιωθήσεσθε.


Αββάς Δουλάς, Μετετέθει το λείψανό του αφού υπόμεινε με ταπείνωση και μακροθυμία τον φθόνο των αδελφών του.

Άγιος Δουλάς
Άγιος Αυγουστίνος Ιππώνος (430)
Όσιος Ιερώνυμος ο Βηθλεεμιτης (420)

Εορτάζουν στις 15 Ιουνίου

ασκητες_Zy0w6QIw2yIΚάποτε, ενώ περπατούσαμε στις όχθες της Νεκράς Θάλασσας, ο Γέροντας μου κι εγώ, διηγείτο στους Αδερφούς ο Αββάς Δουλάς, ο μαθητής του Οσίου Βησσαρίωνος, κυριεύθηκα από υπερβολική δίψα.
– Διψώ, Αββά, είπα στον Γέροντά μου.
– Πιές από τη θάλασσα, μου είπε.
Τον κύτταξα με απορία. Πινόταν εκείνο το νερό, που ήταν όλο αλμύρα και θειάφι; Ο Γέροντας όμως είχε σταθή σε προσευχή και με το ευλογημένο του χέρι σταύρωνε τα νερά.
– Πιές, μου ξανάπε.
Υπήκουσα. Πήρα με τη χούφτα μου και ήπια. Το πικρό νερό της Νεκράς Θάλασσας είχε γίνει πιο γλυκό από το μέλι.
Σαν να είδα το θαύμα αυτό, ετοιμάστηκα να γεμίσω το μικρό λαγήνι που είχα μαζί μου.
– Γιατί το γεμίζεις; με ρώτησε ο Γέροντας.
– Για να το έχω, όταν διψάσω πάλι, Αββά.
Με κύτταξε με αυστηρό βλέμμα:
– Ο Θεός που είναι εδώ, ολιγόπιστε, είναι παντού.

***

Άλλη φορά θέλαμε να περάσωμε το ποτάμι και δεν βρίσκαμε βάρκα. Ο Γέροντας τότε, που βιαζόταν, έκανε την προσευχή του και πέρασε στην αντίθετη όχθη, περπατώντας πάνω στα νερά.
– Πώς αισθανόσουν; τον ρώτησα αργότερα.
– Ένοιωθα το νερό ως τους αστραγάλους μόνο, μου αποκρίθηκε. Από κει και πέρα, περπατούσα όπως στην ξηρά.

***

Κάποια άλλη φορά πάλι, καθώς πηγαίναμε σε κάποιον Γέροντα, πήγε ο ήλιος να βασιλέψει.
Προσευχήθηκε τότε ο Γέροντας και είπε:
«Σε παρακαλώ, Κύριε, ας σταθεί ο ήλιος ώσπου να φτάσω στον δούλο σου».
Κι έγινε έτσι.

***

Διηγήθηκε ο αββάς Δανιήλ ότι υπήρξε κάποιος μοναχός με το όνομα Δουλάς, ο οποίος μάλιστα συγκαταλέχθηκε μεταξύ των μεγάλων Πατέρων. Αυτός λοιπόν ο Δουλάς αρχικά μόνασε σε κοινόβιο επί σαράντα χρόνια. «Ήταν κάποτε –είπε– ένας αδελφός σε κοινόβιο ο οποίος εξωτερικά φαινόταν άσημος και καταφρονεμένος, στον λογισμό όμως ήταν σπουδαίος και άξιος για κάθε τιμή. Ενώ λοιπόν όλοι τον εξευτέλιζαν και τον πρόσβαλλαν, αυτός χαιρόταν και ένιωθε αγαλλίαση. Κι όλη αυτή η εχθρική στάση των αδελφών απέναντί του ήταν δόλιο σχέδιο του πονηρού, γι’ αυτό άλλοι τον έδερναν, άλλοι τον έφτυναν, άλλοι τον έλουζαν με βρισιές και όλα αυτά τα υπέμεινε για είκοσι ολόκληρα χρόνια οπότε μη μπορώντας πια να ανεχθεί ο εχθρός την ακατάβλητη υπομονή του, ύπουλα γλύστρησε στη ψυχή κάποιου αδελφού και την ώρα που όλοι οι αδελφοί ησύχαζαν, μπήκε αυτός στην εκκλησία και αφού αφαίρεσε όλα τα ιερά σκεύη της, έφυγε κρυφά από το κοινόβιο.

Όταν ήρθε η ώρα για την ακολουθία, πήγε ο κανονάρχης να βάλει θυμίαμα, αλλά είδε ότι όλα τα σκεύη έλειπαν και αμέσως το ανέφερε στον αββά. Χτύπησε ευθύς το σήμαντρο και όλοι οι αδελφοί συγκεντρώθηκαν άρχισε αναταραχή μεταξύ τους και έλεγαν: Κανείς άλλος δεν τα πήρε παρά ο δείνα αδελφός και γι’ αυτό απουσιάζει από την ακολουθία. Γιατί εάν δεν θα το είχε κάνει αυτό, πρώτος θα ερχόταν και τώρα όπως πάντοτε. Πήγαν λοιπόν και τον βρήκαν στο κελί του να προσεύχεται. Χτύπησαν και μπήκαν μέσα και άρχισαν να τον σέρνουν διά της βίας. Κι αυτός τους παρακαλούσε και τους έλεγε: Τί συμβαίνει, πατέρες; Κι εκείνοι με βρισιές και κακόλογα τον χτυπούσαν και του έλεγαν: Ιερόσυλε, είσαι ανάξιος και να ζείς. Δεν σού ‘φτασε τόσα χρόνια που μας τάραξες, και μ’ αυτό πού ‘κανες τώρα μας κατασκανδάλισες. Κι αυτός έλεγε: Συγχωρείστε με πού έσφαλα.
Τον οδήγησαν στον αββά και του λένε: Αββά, αυτός είναι που εξαρχής φέρνει άνω κάτω το κοινόβιο. Και άρχισαν να λένε ο ένας μετά τον άλλο: Τον είδα που έφαγε κρυφά τα χόρτα. Άλλος: Έκλεψε τα ψωμιά και τα έδινε έξω! και άλλος: Τον έπιασα να πίνει το εκλεκτό κρασί. Και όλοι ενώ έλεγαν ψέματα, γινόταν πιστευτοί. Και αυτόν μόνο, αν και έλεγε την αλήθεια, δεν τον άκουγε κανείς. Τραβάει ο αββάς και του αφαιρεί το σχήμα λέγοντας: Αυτά που κάνεις δεν στέκονται σε χριστιανό άνθρωπο. Του φόρεσαν λοιπόν σιδερένια δεσμά και τον παρέδωσαν στον οικονόμο της Λαύρας. Κι εκείνος αφού τον γύμνωσε και τον μαστίγωσε, ρωτούσε να μάθει εάν αληθεύουν όσα λέγονται εναντίον του. Κι αυτός γελώντας έλεγε: Συγχωρείστε με, αδελφοί, γιατί έσφαλα. Εξαγριωμένος λοιπόν με την απάντηση του αδελφού, δίνει εντολή να τον ρίξουν στή φυλακή και να ασφαλίσουν τα πόδια του στο τιμωρητικό ξύλο. Και αναφέρει με γραπτό μήνυμα στον άρχοντα της πόλης το γεγονός.
Καταφθάνουν λοιπόν αμέσως οι δημόσιοι εντεταλμένοι τον παραλαμβάνουν, τον ανεβάζουν πάνω σε ασαμάρωτο ζώο με σιδερωσιά βαριά στον λαιμό του και σέρνοντάς τον μέσα από την πόλη τον οδηγούν στον δικαστή. Ο δικαστής άρχισε να τον ρωτάει σαν ποιό νά ‘ναι το όνομά του και από πού και για ποιόν λόγο έγινε μοναχός. Κι εκείνος τίποτε περισσότερο δεν είπε παρά μόνο: Αμάρτησα, συγχωρείστε με. Ο άρχοντας έξω φρενών διατάζει να τον τεντώσουν και με σκληρά μαστίγια να του λιανίσουν τα νώτα. Τεντωμένος λοιπόν από τα τέσσερα άκρα και την ώρα πού τον μαστίγωναν άσπλαχνα, με πρόσωπο χαμογελαστό έλεγε στον άρχοντα: Χτύπα, χτύπα. Την αμοιβή μου την κάνεις λαμπρότερη. Κι εκείνος του είπε: Εγώ την τιμωρία σου θα σου την αναδείξω πιο αστραφτερή και από το χιόνι. Και διατάζει να στρωθεί φωτιά κάτω από την κοιλιά του και αφού αναμείξουν αλάτι και ξύδι, να το χύνουν πάνω στις πληγές του. Όσοι ήταν παρόντες εκεί, απορούσαν για την τόσο μεγάλη καρτερία του και του έλεγαν: Πές μας πού έβαλες τα ιερά σκεύη και θα σε ελευθερώσει. Κι αυτός απαντούσε: Δεν γνωρίζω τίποτε. Επί τέλους παρήγγειλε να διακόψουν τον βασανισμό και πρόσταξε να τον μεταφέρουν στη φυλακή και να τον φυλάξουν εκεί νηστικό και χωρίς καμιά φροντίδα.
Την άλλη μέρα έστειλε εντολή στη Λαύρα να παρουσιαστούν οι υπεύθυνοι του κοινοβίου μαζί με τον αββά. Όταν πήγαν, ο άρχοντας τους είπε: Πάρα πολλούς τρόπους χρησιμοποίησα και σε πολλές τιμωρίες τον υπέβαλα, αλλά τίποτε περισσότερο δεν μπόρεσα να μάθω. Του λένε τότε οι αδελφοί: Αφέντη, κι άλλα πολλά κακά έκανε αλλά χάριν του Θεού τον κρατήσαμε περιμένοντας να μετανοήσει και να, πού έφτασε στα χειρότερα.
Τους ρωτάει τότε: Τί να τον κάνω λοιπόν; Ό,τι λεν οι νόμοι, του απάντησαν. Ο νόμος –είπε ο άρχοντας– τους ιερόσυλους τους φονεύει. Ας φονευθεί, ήταν η απάντηση. Τους άφησε αυτούς και έφερε τον αδελφό. Καθισμένος στο δικαστικό βήμα του λέει: Ομολόγησε, άθλιε, για να γλυτώσεις τον θάνατο. Και ο αδελφός είπε: Εάν διατάζεις να πώ αυτό πού δεν έγινε, το λέω. Δεν Θέλω –παρατήρησε ο δικαστής– να πεις ψέματα εναντίον σου. Και ο αδελφός πρόσθεσε: Τίποτε απ’ όσα μου ρωτάτε δεν γνωρίζω να τα έκανα ποτέ. Βλέποντας λοιπόν ο άρχοντας ότι δεν μαρτυρεί τίποτε, διατάζει να αποκεφαλισθεί. Τον παίρνουν λοιπόν οι δήμιοι και πάν να τον αποκεφαλίσουν.
Την ώρα όμως που τον πήγαιναν, αυτός που είχε αφαιρέσει τα κειμήλια ένιωσε συντριβή και είπε στον εαυτό του: Είτε τώρα είτε όποτε άλλοτε θα φανερωθεί οπωσδήποτε η υπόθεση. Κι αν ακόμη εδώ ξεφύγεις, τί θα κάνεις την ημέρα εκείνη; Πώς θα απολογηθείς για τέτοιες πράξεις; Πηγαίνει αμέσως στον αββά και του λέει: Στείλε γρήγορα είδηση να μην εκτελεσθεί ο αδελφός, γιατί βρέθηκαν τα ιερά σκεύη. Πληροφορεί ο αββάς τον άρχοντα και αφήνεται ελεύθερος ο αδελφός και τον φέρνουν στο κοινόβιο.
Άρχισαν τότε όλοι να πέφτουν στα πόδια του και να του λένε: Σου φταίξαμε, συγχώρεσέ μας. Κι εκείνος άρχισε με δάκρυα στα μάτια να λέει: Συγχωρείστε με, σας χρωστώ μεγάλη εύγνωμοσύνη, γιατί με τους μικρούς αυτούς κόπους αξιώνομαι μεγάλων αγαθών. Αλήθεια, η χαρά μου ήταν μεγάλη πάντοτε, όταν άκουα να λέγονται από μέρους σας εναντίον μου πράγματα πού δεν είχαν καμιά θέση, γιατί μ’ αυτόν τον λίγο εξευτελισμό επρόκειτο να γίνω άξιος για μεγάλες τιμές τη φοβερή ημέρα της κρίσεως. Και θα χαιρόμουν ακόμη περισσότερο γι’ αυτό που μου κάνατε, αν δεν είχα θλίψη στην καρδιά μου για σας γιατί διέβλεπα την ανταπόδοση της αναπαύσεως στη Βασιλεία των Ουρανών μετά από τέτοιους πειρασμούς.
Μετά απ’ αυτά έζησε τρεις μέρες ο αδελφός και εξεδήμησε προς Κύριον. Και όταν ένας αδελφός πήγε στο κελί του να δεί πώς είναι, τον βρήκε πεσμένο στα γόνατα. Γιατί καθώς έκανε μετάνοιες και προσευχόταν, στη θέση αυτή παρέδωσε την ψυχή του και το σώμα παρέμενε ακόμη στη στάση της μετάνοιας. Πάει ο αδελφός και το ανακοινώνει στον αββά και δίνει εντολή ο αββάς να μεταφερθεί το σώμα του στην εκκλησία για να ενταφιασθεί εκεί. Όταν λοιπόν τοποθετήθηκε ο νεκρός μπροστά από το θυσιαστήριο, παρήγγειλε:νά χτυπήσουν σήμαντρο για να μαζευτεί και όλη η Λαύρα και με τιμές να ενταφιασθεί. Καθώς λοιπόν συγκεντρώνονταν οι αδελφοί, ήθελε ο καθένας να πάρει κάποια ευλογία από το λείψανο. Βλέποντάς το αυτό ο αββάς τοποθέτησε τον νεκρό στο ιερό, το κλείδωσε και περίμενε τον αββά της Λαύρας για να κάνουν μαζί τον ενταφιασμό.
Και όταν ήρθε ο πατήρ της Λαύρας με τους ιερείς και έκαναν την καθιερωμένη προσευχή, είπε στον αββά: Άνοιξε και φέρε τον νεκρό για να γίνει η ταφή, γιατί έφτασε η ενάτη ώρα. Άνοιξε ο αββάς και δεν βρήκε τίποτε μέσα εκτός τα ρούχα του νεκρού και τα σανδάλια. Όλοι θαμπώθηκαν και άρχισαν να θαυμάζουν και να δοξάζουν τον Θεό με δάκρυα στα μάτια και να λένε: Βλέπετε, αδελφοί, τί αγαθά προξενεί η μακροθυμία και η ταπείνωση;
Όπως είδατε λοιπόν το παράδειγμα αυτό, έτσι κι εσείς να αγωνίζεσθε υπομένοντας εξευτελισμούς και πειρασμούς, γιατί αυτά είναι που μας χαρίζουν τη Βασιλεία των Ουρανών με τη χάρη του Κυρίου μας Ιησού Χριστού».(Μέγα Γεροντικόν ΤόμοςB’, ΚΕΦ. Ζ΄, 11, I.H.«Το Γενέσιον της Θεοτόκου» Πανοράματος Θεσσαλονίκης Σελ. 295 Κ.Εξ.)

Απολυτίκιον Ήχος δ’

Ο Θεός των πατέρων ημών, ο ποιών αεί μεθ’ ημών κατά την σην επιείκειαν, μη αποστήσης το έλεός σου αφ’ ημών, αλλά ταις αυτών ικεσίαις εν ειρήνη κυβέρνησον την ζωήν ημών.