iconandlight

Iconography and Hand painted icons


Ο άγιος Νικόλαος ο θαυματουργός, ο «γοργοϋπήκοος», ο μέγας και θερμός προστάτης και βοηθός των πλεόντων στο τρικυμισμένο πέλαγος της ζωής…

Γέννηση του Ιησού Χριστού_ Рождество Христово_ Nativity of Christ Τί σοι προσενέγκωμεν, Χριστέ ti-soi-prosenegkomen72334ΤΙ ΠΡΟΣΦΕΡΩΜΕΝ ΣΟΙ.....Ὁ λαὸς ἵσταται διὰ τὴν ἀνάγνωσιν τοῦ Συναξαρίου.
Συναξάριον
Τῇ Ϛ´ (6ῃ) τοῦ μηνὸς Δεκεμβρίου, Μνήμη τοῦ ἐν Ἁγίοις Πατρὸς ἡμῶν Νικολάου, Ἀρχιεπισκόπου Μύρων τῆς Λυκίας, τοῦ Θαυματουργοῦ καὶ Ὁμολογητοῦ, ἑνὸς ἐκ τῶν Τριακοσίων Δέκα καὶ Ὀκτὼ Πατέρων τῆς Πρώτης Οἰκουμενικῆς Συνόδου, ἐν ἔτει τριακοσιοστῷ καὶ τριακοστῷ (τλ´-330) κοιμηθέντος.
Τῇ αὐτῇ ἡμέρᾳ, Μνήμη τοῦ Ἁγίου Ἐνδόξου Νεομάρτυρος Νικολάου, τοῦ Καραμάνου ἢ Κασσίτη ἐπονομαζομένου, τοῦ ἐν Σμύρνῃ μαρτυρήσαντος κατὰ τὸ χιλιοστὸν ἑξακοσιοστὸν πεντηκοστὸν καὶ ἕβδομον (͵αχνζ´ -1657) ἔτος.
Τῇ αὐτῇ ἡμέρᾳ, Μνήμη τοῦ ἐν Ἁγίοις Πατρὸς ἡμῶν Θεοφίλου ἐπισκόπου Ἀντιοχείας, τοῦ Ἀπολογητοῦ, ἐν ἔτει ἑκατοστῷ ὀγδοηκοστῷ καὶ πέμπτῳ (ρπε´- 185) εἰρηνικῶς τελειωθέντος.
Τῇ αὐτῇ ἡμέρᾳ, Μνήμη τοῦ Ἁγίου Ἐνδόξου Μάρτυρος Νίσερ, τοῦ κατὰ τὸν διωγμὸν τοῦ Διοκλητιανοῦ τὴν καλὴν ὁμολογίαν δόντος καὶ πυρὶ τελειωθέντος. (286-305)
Τῇ αὐτῇ ἡμέρᾳ, Μνήμη τοῦ Ὁσίου Πατρὸς ἡμῶν Ἀβρααμίου τοῦ Σύρου, ἐπισκόπου Κρατείας τῆς Βιθυνίας, ὕστερον δὲ ἐν Παλαιστίνῃ μονάσαντος, ἐν εἰρήνῃ δὲ τελειωθέντος κατὰ τὸ ἔτος πεντακοσιοστὸν πεντηκοστὸν καὶ ἕβδομον (φνζ´- 557).
Τῇ αὐτῇ ἡμέρᾳ, Αὐξίλιος, Ἰσσερνίνος, Σεκοῦνδος, Ἰσάποστολοι Ἰρλανδίας, συνεργάτες Ἁγ. Πατρικίου Ἰρλανδίας (5ος αἰ.)
Τῇ αὐτῇ ἡμέρᾳ, Μνήμη τοῦ Ὁσίου Ἀντωνίου, τοῦ ἐν Σιήσκῳ
Τῇ αὐτῇ ἡμέρᾳ, Μνήμη τοῦ Ἁγίου Ἀέρος τoῦ ἐπισκόπου
Τῇ αὐτῇ ἡμέρᾳ, Μνήμη τοῦ ἐν Ἁγίοις Πατρὸς ἡμῶν Μαξίμου Μητροπολίτου Κιέβου καὶ Βλαδιμήρ, τοῦ καταπολεμήσαντος τὴν μετὰ τῶν Παπικῶν ψευδοένωσιν ἐν Λυὼν (͵ασοδ´- 1274) καὶ ἐν εἰρήνῃ τελειωθέντος, ἐν ἔτει χιλιοστῷ τριακοσιοστῷ καὶ πέμπτῳ (1305). Τὸ δὲ τίμιον σκῆνος αὐτοῦ διατηρεῖται ἀλώβητον ἐν τῷ Καθεδρικῷ Ναῷ τοῦ Βλαδιμήρ.
Τῇ αὐτῇ ἡμέρᾳ, Μνήμη τοῦ Ὁσίου Νείλου, τοῦ ἐν τῇ νήσῳ Στολοβνόε, ἐν τῇ λίμνῃ Σεληγέρα, Ῥωσίας.
Τῇ αὐτῇ ἡμέρᾳ, Μνήμην εὐγνώμονα ἐπιτελοῦμεν φοβερᾶς τινος ἀπειλῆς σεισμοῦ, μετὰ φιλανθρωπίας ἐπενεχθείσης ἡμῖν καὶ διασώσεως τοῦ εὐσεβοῦς λαοῦ.
Τῇ αὐτῇ ἡμέρᾳ, μνήμη τοῦ Ἁγίου ἐνδόξου Ἱερομάρτυρος Γρηγορίου Περάτζε, τοῦ Γεωργιανοῦ, τοῦ ἐν Ἄουσβιτς μαρτυρήσαντος ἐν ἔτει ͵αϠμβ´ (1942).

Στίχοι
Νικόλαος, πρέσβυς ὢν ἐν γῇ μέγας,
Καὶ γῆς ἀποστὰς εἰς τὸ πρεσβεύειν ζέει.
Ἕκτῃ Νικόλεώ γε φάνη βιότοιο τελευτή.

Ο όσιος Γεώργιος Καρσλίδης και η καντήλα του αγίου Νικολάου

Νικόλαος Μύρων της Λυκίας_Святой Николай Мирликийский_St. Nicholas Archbishop of Myra_s1565010Ο πατέρας μου – διηγήθηκε μία γυναίκα από τη Σίψα – που τόσο αγάπησε και διακόνησε τον Γέροντα και ευλαβικά κοιμήθηκε, στην αρχή δεν πίστευε, ήταν άπιστος. Πήγαινε από το κακό στο χειρότερο. Τα πρώτα του παιδιά δεν έζησαν, πέθαναν. Τότε ήταν που πρωτοήρθε εδώ στο χωριό ο άγιος Γέροντας και νονός μου. Ήταν σχεδόν παράλυτος και έμενε σε κάποιο σπίτι, του κ. Σπυριδόπουλου. Όλο το χωριό πήγαινε κοντά του, να πάρει την ευχή του.

Πήγε και ο πατέρας μου, κρατώντας μία καντήλα και λίγο λάδι, για να την ανάβει εκεί που έμενε. Όταν όμως ξαναπήγε, είδε την κανδήλα σβηστή και ρώτησε τον Γέροντα, γιατί δεν την ανάβει. Τότε εκείνος του διηγήθηκε το όνειρο που είχε δει:
«Ήμουν επάνω σ’ ένα άλογο, πέρασα πολλά δύσβατα μέρη και πάνω σ’ ένα ύψωμα σας είδα μπροστά σε μία εκκλησία. Είχατε ένα τραπέζι και τρώγατε και η κανδήλα ήταν εκεί αναμμένη. Τότε σας ρώτησα, γιατί αυτή είναι εδώ, ενώ εσείς την φέρατε σε μένα; Αμέσως από την εκκλησία βγήκε ένας ασπρογένης γέροντας και μου είπε· “μην αγγίξεις, αυτοί δεν την έφεραν, εγώ την πήρα, εσύ έχεις, εγώ είμαι πολύ φτωχός”. Ήταν ο άγιος Νικόλαος στα Δενδράκια, ένα γειτονικό χωριό. Γι’ αυτό εδώ σ’ εμένα η καντήλα σου δεν ανάβει. Θα την πάρεις λοιπόν και θα την πας εκεί».

Οι καϋμένοι οι γονείς μου – σαν πρόσφυγες που ήρθαν – ούτε τον δρόμο ήξεραν, πώς να πάνε. Πήραν το ζώο και αφού ταλαιπωρήθηκαν πολύ, κάποτε έφτασαν. Η μητέρα μου έλεγε πως παρ’ όλη την ταλαιπωρία δεν ένιωσε καθόλου κούραση, ήταν ανάλαφρη. Την άφησαν εκεί στον άγιο Νικόλαο και από τότε τα άλλα πέντε παιδιά που γεννηθήκαμε ζήσαμε όλα. Το πρώτο μάλιστα παιδί το ονόμασαν Νικόλαο.
Κάθε χρόνο του αγίου Νικολάου πήγαιναν εκεί, λειτουργούσαν και έκαναν αρτοκλασία. Ο Γέροντας ζήτησε να βαφτίσει το πρώτο από τ’ αδέλφια μου. Στην αρχή ο παππούς έφερε τις αντιρρήσεις του και δεν τον άφησε να βαφτίσει κανένα από τ’ αγόρια. Τελευταία γεννήθηκα εγώ και ήμουν πολύ τυχερή, που με βάφτισε ο Γέροντας.
Από το βιβλίο: (†) Μοναχού Μωυσέως Αγιορείτου, Ο Όσιος Γεώργιος της Δράμας. Έκδοσις Ι. Μ. Αναλήψεως του Σωτήρος, Ταξιάρχες (Σίψα) Δράμα 2016, σελ. 235.

***

Η εμφάνιση του αγίου Νικολάου στον Άγιο Γεώργιο τον Χατζηγιώργη(1886)

Από την Κωνσταντινούπολη ο Γαβριήλ (ο Χατζή-Γεώργης) έφυγε το 1828 και μετά από λίγες ήμερες έφθασε με το πλοίο στη μονή του Γρηγορίου. Βγήκε και ο Γαβριήλ και έπεσε στα πόδια Ηγουμένου λέγοντας· «η Παναγία με έφερε στο Άγιον Όρος» και έτρεχαν δάκρυα από τα μάτια του. Ο ηγούμενος όμως και πάλι δεν ήθελε να τον πάρει στην Μονή· απέφευγε ακόμη και να τον βλέπει. Άλλα οι Πατέρες τής Μονής έκαμναν τον Ηγούμενο και τον δέχτηκε. Του έδωσαν αμέσως το διακόνημα του παραμάγειρα, και διακονούσε πρόθυμα και αγωνιζόταν φιλότιμα στα πνευματικά. Ήταν ακόμη αρχάριος, όταν έτυχε και η Πανήγυρη της Μονής, του Αγίου Νικολάου. Λόγω κακοκαιρίας όμως, δεν μπόρεσαν να ψαρέψουν, και οι Πατέρες ήταν στεναχωρημένοι που δεν θα είχαν ψάρια να φιλέψουν τους Πανηγυριώτες. Άλλ’ ο Γαβριήλ δεν στεναχωρέθηκε γι ‘αυτό, γιατί θεωρούσε πολύ απλό για τον Άγιο Νικόλαο να τα οικονομήσει. Παρακάλεσε λοιπόν τον Άγιο Νικόλαο, και πετάχτηκαν θαυματουργικές στον Αρσανά της Μονής αρκετά μεγάλα και καλά ψάρια, την παραμονή της Εορτής. Οι αδελφοί τα ανέβασαν στη Μονή με χαρά, και τα ετοίμασαν δοξάζοντας τον Θεό.
Μετά από αυτό το Θείο γεγονός, ο Γαβριήλ έφυγε για τα Καυσοκαλύβια, για να μην τον ευλαβούνται οι Πατέρες της Μονής. 

Όσοι γνώρισαν τον Γέροντα τον ευλαβούνταν ως Άγιο, όπως φυσικά και ήταν Άγιος. Μάλιστα, πολλοί ευλαβείς προσκυνηταί Ρώσοι έπαιρναν φωτογραφίες του Χατζή-Γεώργη και τις πήγαιναν στους άρρωστους στην Ρωσία, οι οποίοι τις ασπάζονταν με πίστη και θεραπεύονταν. Οι φωτογραφίες του Χατζή-Γεώργη βρίσκονταν στα εικονοστάσια των Ρώσων μαζί με τις εικόνες των Άγιων. Και οι πονεμένοι άνθρωποι τον επικαλούνταν στις προσευχές τους και βοηθούσε ο Άγιος Γέροντας με την Χάρη του Θεού, όπως οι Άγιοι, ενώ βρισκόταν ακόμη στην Κερασιά του Άθωνος….* Εμφανίστηκε κάποτε ο Άγιος Νικόλαος στον Γέροντα Χατζη-Γεώργη τον Αθωνίτη που προσευχόταν πολύ για τον Τσάρο και την ορθόδοξη Ρωσία, και του είπε ότι αυτός δεν έπινε το γάλα της μητέρας του τις Τετάρτες και τις Παρασκευές και «σήμερα στη Ρωσία δεν τηρούν τις νηστείες, για αυτό πέφτουν πολλά δεινά και συμφορές. Βοηθάω πολύ τους Ρώσους, αλλά ζουν άσχημα».**
*Από το βιβλίο: Αγίου Παϊσίου Αγιορείτου-Ο Γέρων Χατζηγεώργης ο Αθωνίτης (1809-1886) Ι. Ησυχαστήριον ” Ευαγγελιστής Ιωάννης ο Θεολόγος” Σουρωτή Θεσσαλονίκης
**https://azbyka.ru/otechnik/Varvara_Pylneva/nikola-milostivyj/#0_10

***

Ο Όσιος Ηλίας Διαμαντίδης, ο Μυροβλύτης εκ Πόντου εκτός από τα πολλά θαύματα που έκανε προέλεγε γεγονότα που επαληθεύονταν, γιατί είχε το προορατικό χάρισμα. Είπε στην ορφανή Αυγούλα κάποτε: «Κορίτσι μου, Αυγή, αυτόν τον δρόμο που βαδίζεις σ’ αυτόν θα μείνεις και θα βγεις στο τέλος καθαρή. Θα πας στον ουρανό, Χριστού νύμφη. Ρώτησα τον Άη-Νικόλα και μου είπε πως η Αυγή θα πάει Χριστού νύμφη επάνω. Εσύ δεν θα παντρευτείς». Πολλοί την ζήτησαν να την παντρευτούν. Έγινε όμως όπως προέβλεψε ο π. Ηλίας.

Στα τελευταία του χρόνια δεν μπορούσε να περπατήση. Οι συχνές γαστρορραγίες, ο καρκίνος του προστάτη, η αιματουρία τον είχαν καταβάλει αφάνταστα. Σηκωτό τον πήγαιναν στην Εκκλησία,  λειτουργούσε και κοινωνούσε τους ανθρώπους που έρχονταν από μακρυά μέσα στα χιόνια.

Στις 6 Δεκεμβρίου 1939 ημέρα Παρασκευή, ανήμερα της γιορτής του Αγίου Νικολάου, άργησε, δεν σηκώθηκε κατά το σύνηθες στις 3. Ο άγιος Νικόλαος τον αγαπούσε πολύ, συχνά του εμφανιζόταν και συνομιλούσαν. Ήρθε λοιπόν εκείνη την ημέρα ο άγιος Νικόλαος λουσμένος σε φως, τον ξύπνησε μ’ ένα θωπευτικό απαλό χτύπημα και γελούσε όλος από ιλαρότηταΑπό το βιβλίο «Ασκητές μέσα στον κόσμο», 5η διήγηση, Ιερόν Ησυχαστήριον «Άγιος Ιωάννης ο Πρόδρομος», Μεταμόρφωσις Χαλκιδικής

***

«Ήταν στη Μόσχα, πριν από 5-6 χρόνια (δηλαδή στις αρχές του 20ού αιώνα). Σε μια φτωχή οικογένεια, η μητέρα βγήκε για να κάνει τις δουλειές του σπιτιού, αφήνοντας τον μικρό τρίχρονο παιδί της μόνο στο δωμάτιο. Όταν η μητέρα έκλεισε την πόρτα πίσω της, ο γάντζος της πόρτας έπεσε στη γροθιά και η πόρτα κλειδώθηκε από μέσα. Το μικρο τριγύρισε στο δωμάτιο, έφτασε στη βρύση και την άνοιξε. Το νερό άρχισε να τρέχει. Δεν κατάφερε να το κλείσει. Φοβήθηκε και άρχισε να ουρλιάζει. Η μητέρα του ήρθε, αλλά η πόρτα ήταν κλειδωμένη. Ενώ πήγε να φωνάξει τον κλειδαρά, να ανοίξει την πόρτα… το παιδί ησύχασε. Ανήσυχη, η μητέρα έτρεξε μες στο δωμάτιο – το παιδί της δεν το βλεπε πουθενά. Έτρεξε στην κούνια και το μωρό ήταν ήρεμα ξαπλωμένο κι όλο βρεγμένο. Η κούνια ήταν φτιαγμένη με ψηλές πλευρές, ώστε το παιδί να μην μπορεί να μπει μόνο του μέσα…
– Πώς μπήκες εδώ; – αναφώνησε έκπληκτη η μητέρα.
«Ο παππούς με έβαλε μέσα», απάντησε το παιδί χαμογελώντας.
-Ποιος παππούς;
-Αυτός εκεί! – και το μικρό έδειξε με το χέρι του την εικόνα του Αγίου Νικολάου.
Εδώ η πιστή μητέρα έπεσε με δάκρυα τρυφερότητας μπροστά στην εικόνα του Θαυματουργού-Ελεήμονος: κατάλαβε ότι ο ίδιος ο Άγιος είχε εμφανιστεί στο αθώο μωρό της και πατρικά το χάιδεψε, βάζοντάς το στην κούνια του. Και η ευγνώμων καρδιά του παιδιού, του έμαθε να ευχαριστεί τον Άγιο, χωρίς καμία προτροπή, όπως μπορούσε: έκτοτε, το παιδί άρχισε να βάζει τα περισσότερα από τα δώρα που του έφερναν στην εικόνα του Ιεραρχου του Χριστού. «Αυτό είναι για τον παππούλη», έλεγε συνήθως το παιδί, βάζοντας την παιδική του προσφορά στην εικόνα, και μόνο τότε του επέτρεπαν να πάρει τα δώρα από την εικόνα όταν του έλεγαν ότι ο «παππούς» έδωσε εντολή να τα δώσουν στα φτωχά παιδιά. ”
Να, ένα συγκινητικό παράδειγμα όχι μόνο της βοήθειας του Αγίου, που εκείνη τη στιγμή δεν του ζητήθηκε, αλλά και μιας εκπληκτικής ευαισθησίας και ευγνωμοσύνης που φούντωσε ξαφνικά σε τόσο μικρή ηλικία.
Από το βιβλίο «Πώς ζει η Ρωσική Ορθόδοξη Ψυχή μας» του Επισκοπου Βόλογκντα και Τοτέμσκι Νίκωνος, που δημοσιεύτηκε το 1909.

***

Μια αρμάθα κουλούρια

Το 1942 η οικογένειά μας εκτοπίστηκε από το Λένινγκραντ στην περιοχή Γιαροσλάβλ. Εκεί αγοράσαμε μια μικρή καλύβα. Η μητέρα μου ήταν άρρωστη εκείνο τον καιρό, αλλά κάπως έπρεπε να ζήσουμε. Πεινούσαμε και έτσι βοσκούσαμε ζώα για να βγάλουμε λίγα χρήματα για να τραφούμε ελάχιστα.
Μια χειμωνιάτικη μέρα η μικρότερη αδερφή μου άρχισε να παρακαλεί τη μητέρα μου για ένα μικρό αποξηραμένο κουλούρι, ένα sushechka . Δεν είχαμε αλεύρι στο σπίτι, πόσο μάλλον οτίδηποτε άλλο, αλλά το κορίτσι επέμενε. Τότε η μητέρα μου, χάνοντας την υπομονή της, την γύρισε στην εικόνα του Αγίου Νικολάου και της είπε: «Στάσου εδώ και ζήτησε από τον Άγιο Νικόλαο να σου στείλει ένα sushechka »
 .
Μετά από αυτό ήρθε μια τρομερή χιονοθύελλα για δύο ημέρες. Τεράστιοι σωροί χιονιού συσωρεύτηκαν στην είσοδο της καλύβας μας. Το πρωί της δεύτερης μέρας, όταν επιτέλους βγήκε ο ήλιος, η μητέρα άκουσε κάποιον να χτυπάει απαλά την εξώπορτά μας. Με έστειλε να ανοίξω, νομίζοντας ότι ήταν ο γείτονάς μας. Από την πόρτα μας μπορούσα να δω μια μεγάλη αρμαθιά από φρεσκοψημένα κουλούρια κρεμασμένα στον φράχτη μας. Έτρεξα στη μητέρα μου και της είπα το θαύμα. Η μητέρα δεν πείστηκε. Μας έβαλε να φορέσουμε τα πανωφόρια μας και να παμε στο χωριό να δούμε μήπως κάποιος τα είχε ξεχάσει.
Το χιόνι ήταν φρέσκο και δεν υπήρχαν πουθενά ίχνη. Ο γείτονάς μας δεν ήξερε τίποτα. Κανείς στο χωριό δεν είχε ιδέα γι’ αυτά. Δεν βρήκαμε σε ποιον ανήκαν τα κουλούρια και γυρίσαμε σπίτι.
Αυτό ήταν πραγματικά ένα θαύμα, γιατί κανείς στο χωριό δεν θα μπορούσε να μας κάνει ένα τέτοιο δώρο: όλοι εκεί λιμοκτονούσαν. Μόλις φτάσαμε στο σπίτι, η μητέρα μου μας έβαλε μπροστά στην εικόνα του θαυματουργού αγίου και είπε: «Ευχαριστήστε τον Άγιο Νικόλαο τον Θαυματουργό» και μας έδωσε στον καθένα ένα κουλούρι. Αυτό το πακέτο μας κράτησε για πολύ.
Irina Soboleva

***

Ο παπα-Δημήτριος Παπαδημητρίου γεννήθηκε στην Αραδίπου της Κύπρου το έτος 1890 από τον Νικόλαο και την Άννα. Είχε και άλλες δύο αδελφές. Ο πατέρας του εκοιμήθη, και ο Δημήτρης ωρφάνεψε από πολύ μικρός. Η ευλαβής και εργατική μητέρα του τον έστειλε στο σχολείο να μάθη γράμματα. Σε ηλικία 10 ετών του συνέβη ένα περιστατικό το οποίο σημάδεψε και επηρέασε όλη την ζωή του. Έβοσκε αγελάδες και ξαφνικά μία απ’ αυτές αγρίεψε και άρχισε να τρέχη χωρίς κάποια αφορμή, ίσως και από δαιμονική ενέργεια. Ο μικρός Δημήτριος για να την συγκρατήση άρπαξε το σχοινί που ήταν δεμένη και προσπαθούσε να την κρατήση. Όμως αυτήν τον παρέσυρε και τον έρριξε μέσα σ’ ένα πηγάδι με νερό. Ο μικρός βλέποντας τον κίνδυνο να πνιγή ζητούσε βοήθεια. Αλλά ποιος να τον ακούση και να τον βγάλη από το πηγάδι; Τότε, ξαφνικά στο βάθος του πηγαδιού εμφανίζεται ο άγιος Νικόλαος, ο οποίος τον ευλόγησε. Ένιωσε τότε τα νερά του πηγαδιού να ανεβαίνουν ως την επιφάνεια της γης μέχρι που ξεχείλισαν, ανεβάζοντας συγχρόνως και τον μικρό Δημήτριο, ο οποίος πλέον βγήκε εύκολα από το πηγάδι. Πάτησε στη γη και είδε τα νερά πάλι να κατεβαίνουν. Τότε ο άγιος Νικόλαος τον ευλόγησε και πάλι και του είπε9: «Πρόσεχε την ζωή σου γιατί θα γίνεις ιερέας», και αμέσως εξαφανίστηκε.

Αυτό το γεγονός τον συγκλόνισε και έλαβε υπ’ όψη του όσα του είπε ο άγιος Νικόλαος. Είχε ζήλο για την πνευματική ζωή, πήγαινε συχνά στην Εκκλησία και καλλιεργούσε την κλίση του για την ιερωσύνη. Από 12 ετών πήγε στο μοναστήρι του Αγίου Γεωργίου Κοντού και για τρία χρόνια βοηθούσε τον ιερομόναχο Λαυρέντιο. Από το βιβλίο «Ασκητές μέσα στον κόσμο», Β’ τόμος , Ιερόν Ησυχαστήριον «Άγιος Ιωάννης ο Πρόδρομος», Μεταμόρφωσις Χαλκιδικής

***

«Τι έκανες, χαζουλάκι μου;…»

Νικόλαος Μύρων της Λυκίας_Св Николай Мирликийский_St. Nicholas of Myra_ΣΤΡΕΙΔΑς mon_Stavronikita_AfonΒρέθηκα στη θάλασσα για πρώτη φορά πέντε χρονών, τότε που στους γονείς μου είχαν δώσει από τη δουλειά τους κουπόνι διακοπών στο Σότσι. Ο καιρός κάθε μέρα μας έκανε να το χαιρόμαστε πολύ. Η διάθεση ήταν υπέροχη, και πώς μπορεί να ήταν αλλιώς, όταν ο μπαμπάς και η μαμά είναι δίπλα, όταν γύρω μου όλοι γελάνε, κολυμπάνε στη θάλασσα, τρώνε παγωτό, παίζουν μπάλα…
Μετά από μερικές μέρες διακοπών, ένιωσα ότι έχω εξοικειωθεί πολύ με το νερό, αν και δεν ήξερα να κολυμπώ. Με το που οι γονείς μου αφαιρέθηκαν για ένα δευτερόλεπτο, μπήκα μόνη μου στη θάλασσα. Αποφάσισα ότι δεν είναι αρκετό να μείνω στα ρηχά και άρχισα να απομακρύνομαι από την ακτή. Ένα βήμα, δεύτερο, είναι ακίνδυνα. Τα πόδια μου νιώθουν το βυθό. Προχωρώ παραπέρα, το νερό φτάνει στους ώμους. Κάτι μου ψιθύριζε: «Σταμάτα!». Όμως, ήθελα τόσο πολύ να είμαι αυτόνομη και ενήλικη… Λέω στον εαυτό μου: «Είμαι αθλήτρια ενόργανης γυμναστικής και δε φοβάμαι καθόλου τη δοκό, τους ασύμμετρους ζυγούς ούτε τον αυστηρό προπονητή. Είμαι τόσο θαρραλέα! Και η γλυκιά θάλασσα δεν μπορεί να προκαλέσει πόνο, δεν μπορεί να με μαλώσει». Προχωρώ.
Ξαφνικά, νιώθω ότι κάτω από τα πόδια μου δεν υπάρχει τίποτα! Μέσα στον πανικό χτυπάω στο νερό με τις γροθιές μου, το νερό απότομα σκεπάζει το κεφάλι μου. Κατάφερα, κάποιες φορές, να τιναχτώ από τον βυθό προς τα πάνω και να βγω έξω από το νερό. Αυτή η ανώφελη πάλη κράτησε μερικά δευτερόλεπτα ώσπου μετά μόνο κενό και σκοτάδι.
Συνήλθα στην παραλία. Δεν έχω καταλάβει τι είχε γίνει. Φοβόμουν. Τα δόντια μου κτυπούσαν από το κρύο, τα χέρια μου έτρεμαν. Βλέπω οι γιατροί κοντά μου ψαχουλεύουν, κάτι λένε στους γονείς μου και κλείνουν τη βαλίτσα. Βέβαια, οι κινήσεις τους είναι κάπως παράξενες, αργές ίσως. Έτσι, στους Ολυμπιακούς αγώνες, στα πρωταθλήματα δείχνουν σε αργή κίνηση την επανάληψη της εκκίνησης των αθλητών, τις κινήσεις των χορευτών του καλλιτεχνικού πατινάζ. Δίπλα μου βλέπω έναν άνθρωπο με μεγάλα καλοκάγαθα μάτια και ξανθή γενειάδα. Μου βάζει το χέρι του στο κεφάλι μου: «Τι έκανες, χαζουλάκι μου; Η μαμά σου έχει καρδιά, ανέβηκε η πίεση…» – η φωνή του είναι ήρεμη και γλυκιά.

Με πλησίασε η μαμά, με αγκάλιασε και αισθάνθηκα τη μυρωδιά από πικρό φάρμακο. «Σάσα, Σάσενκα…» (Υποκοριστικά για το Αλεξάνδρα – σημ.μεταφρ.) – το μοναδικό που μπορούσε να πει η μαμά κλαίγοντας. Αποχαιρετώντας μας ο γιατρός από την ομάδα της Άμεσης Βοήθειας αστειεύτηκε: «Να της στερήσετε το επιδόρπιο για μερικές μέρες, αλλά ακόμα καλύτερα να της δώσετε τη βιταμίνη “Λουρί”!». Σκέφτηκα μέσα μου: «Τι άκομψος, επιτρέπεται να μιλάει στα παιδιά με τόσο βραχνή φωνή;»

Όταν έφυγαν οι γιατροί, διαπίστωσα ότι αυτός ο άγνωστος που μόλις ήταν δίπλα μου, δεν υπήρχε πια. Παρά το φόβο και την ηλικία μου, καταλάβαινα ότι ο καλοπροαίρετος συνομιλητής μου δεν έμοιαζε με γιατρό ή υγειονομικό: δεν είχε στηθοσκόπιο ούτε άσπρη μπλούζα… Και τα χέρια του ήταν διαφορετικά. Όταν με ακούμπησε στο μέτωπο, αισθάνθηκα ζέστη. Μια ζέστη που δεν έχει σχέση με τον καιρό ούτε μετριέται με θερμόμετρο. Είναι αυτό που συμβαίνει, καμιά φορά, όταν είσαι χάλια και μόλις αγκαλιάζεις τη μαμά, το κακό εξανεμίζεται. Δεν μπορούσες να τον πεις και παραθεριστή. Τι ρούχα είχε, δεν είμαι σίγουρη: κάτι μπλε, αλλά η ενδυμασία του, σίγουρα, δεν ήταν για κολύμπι.   

Οι γονείς μου πολύ συχνά διηγούνταν το επεισόδιο εκείνης της ημέρας, διακόπτοντας ο ένας τον άλλον. Ο μπαμπάς έλεγε ότι είχε δει ότι το μικρό μου κεφαλάκι εμφανίστηκε πάνω από το νερό και εξαφανίστηκε, και, βεβαίως, αμέσως ρίχτηκε στη θάλασσα. Η μαμά, από την άλλη, η οποία ποτέ δεν ήξερε να κολυμπάει, έλεγε ότι στέκονταν στην ακτή και φώναζε για βοήθεια. Στην παραλία είχε επικρατήσει αναβρασμός: άλλοι βουτούσαν στο νερό, κάποιοι έλεγαν προς τα που να κολυμπήσουν για να με βρουν, άλλοι έτρεχαν για γιατρούς και διασώστες. Όμως, αρκετά γρήγορα, ενώ ήμουν πνιγμένη, ένα κύμα με είχε ρίξει προς την ακτή, ακριβώς στα χέρια της μαμάς μου. Ενδιαφέρον είναι ότι εκείνη την ημέρα αν και η θάλασσα ήταν πολύ ήρεμη, εμφανίστηκε αυτό το «σωτήριο κύμα» και αμέσως η θάλασσα ξανά ηρέμησε.

Η διήγηση πάντοτε τελείωνε πολύ συναισθηματικά: «Τι θαύμα ήταν αυτό που έγινε! Κανένας δεν κατάλαβε πώς βρέθηκε αυτό το κύμα πάνω στην ώρα!»

Εμένα τότε με ενδιέφερε ένα ερώτημα: ποιος ήταν εκείνος ο άνδρας με τη γενειάδα που δε φορούσε ενδυμασία παραλίας. Ρωτούσα τη μαμά για αυτόν, και αυτή με κοιτούσε παράξενα και με τρόμο:

– Ποιος άνδρας; Δεν υπήρχε κανένας δίπλα με γενειάδα!

Όμως, εγώ αντιδρούσα:   

– Δεν είναι αλήθεια, εκεί ήταν ένας θείος, εγώ φοβόμουν πολύ και σκεφτόμουν ότι έτσι πεθαίνουν οι άνθρωποι. Αισθάνθηκα ότι πέθανα. Εκείνος ο θείος με χάιδεψε στο κεφάλι, σταμάτησα να φοβάμαι και χάρηκα που ήμουν ζωντανή. Είχε φωνή σαν του μπαμπά, τρυφερή, και τα χέρια του ήταν ζεστά σαν τα δικά σου. Δεν με μάλωνε, δεν ήθελε να μου δώσει τη βιταμίνη “Λουρί”. Με παρηγορούσε! Ίσως, και ο ίδιος, όταν ήταν μικρός, παραλίγο να είχε πνιγεί και να ήξερε πόσο χάλια ήμουν.

– Απλώς τρόμαξες, και επειδή κάποιο διάστημα δεν ανέπνεες, μπορεί να σου φάνηκε πως είδες κάτι. Συμβαίνει καμιά φορά, θα περάσει. –Με παρηγορούσε η μαμά.

Δεν αντέλεγα και δε ρωτούσα πλέον για τον άγνωστο για να μην στεναχωρώ και να μην τρομάζω τους γονείς μου. Όμως, ήξερα σίγουρα ότι ο συμπονετικός άγνωστος υπήρχε στην πραγματικότητα.

Τα χρόνια περνούσαν και αυτό το περιστατικό, δυστυχώς, άρχισε να σβήνει από τη μνήμη μου. Ξεχάστηκε και ο συμπονετικός άγνωστος. Για πολύ καιρό φοβόμουν όχι μόνο τη θάλασσα αλλά και την πισίνα.

Αργότερα, σιγά-σιγά, αυτός ο φόβος έφευγε και έμαθα να κολυμπώ πολύ καλά.

Μετά από είκοσι χρόνια και βάλε συναντήθηκα και πάλι με τον συμπονετικό άγνωστο.
Και πάλι με έσωσε. Μόνο δεν ήταν στη Μαύρη Θάλασσα, αλλά στη Μόσχα και χειμώνα, όχι καλοκαίρι. Περίμενα μωρό. Η εγκυμοσύνη δεν ήταν εύκολη. Είχα τοξίκωση, ζαλάδες, αδυναμία, με κίνδυνο αποβολής. Οι γιατροί με προειδοποιούσαν ότι πρέπει να ζω χωρίς στρες, μόνο καλές σκέψεις και αισθήματα, γιατί αλλιώς θα έχανα το μωρό μου. Μου έλεγαν ότι πρέπει να αντέξω το πρώτο τρίμηνο, και ότι μετά θα είναι πιο εύκολα. Με την βοήθεια του Θεού το «επικίνδυνο» διάστημα πέρασε.
Οι γιατροί με συμβούλεψαν να βρίσκομαι περισσότερο χρόνο έξω και να βαδίζω. Και εμένα μου αρέσει να περπατώ στο πάρκο-δάσος Ισμάϊλοβσκιϊ. Εκείνη τη χειμερινή μέρα ακολούθησα το συνηθισμένο μου δρομολόγιο, δηλαδή πέρασα μέσα από όλο το δάσος μέχρι τη στάση του μετρό «Ισμάϊλοβσκαγια». Περίπου 50 μέτρα προτού βγω από το δάσος, μπροστά μου βρέθηκαν τέσσερα σκυλιά. Πολύ επιθετικά και τεράστια.

Να πω ότι φοβήθηκα είναι πολύ λίγο. Έμεινα σύξυλη! Ήθελα πολύ να τρέξω, όμως, δόξα τω Θεώ, από τον τρόμο μου, τα πόδια μου δεν κουνούσαν. Προσπάθησα να βγάλω κραυγή για βοήθεια, όμως η «κραυγή» μου έμοιαζε με λυπητερό τσίριγμα. Τριγύρω δεν υπήρχε κανείς. Κοιτούσα τα εξαγριωμένα σκυλιά και αυτά εμένα. Έκρυβα αφελώς την κοιλιά μου με τη γυναικεία μου τσάντα και επαναλάμβανα μέσα μου: «Κύριε, σώσε με! Κύριε, ελέησον το παιδί μου! Μπορεί να είμαι η χειρότερη όλων και να μου αξίζει κάτι κακό, όμως το μωράκι μου δεν φταίει σε κάτι. Σώσε το!»
Πόσο κράτησε αυτό το επεισόδιο, δεν ξέρω. Ξαφνικά, ακούω μια φωνή να λέει:
– Κορούλα μου, μη φοβάσαι! Θα φύγουν αμέσως και δε θα σε πειράξουν!
Στο μυαλό μου πέρασε η σκέψη: «Ο μπαμπάς; Και τι κάνει στο δάσος αφού μένει σε άλλη πόλη;»
Γύρισα και βλέπω ότι έρχεται ένας κύριος, μου χαμογελάει πολύ γλυκά και στα άγρια τετράποδα που με είχαν απειλήσει λέει:   
– Ελάτε, ελάτε! Δεν ντρέπεστε! Σε λίγους μήνες θα γίνει μαμά, και εσείς την τρομάξατε τόσο! Δεν πρέπει να αγχώνεται!
Τα αδέσποτα με κοίταξαν με ενοχή (σταμάτησαν κιόλας να φαίνονται τόσο τρομακτικά), γύρισαν και υπάκουα ακολούθησαν τον καλοπροαίρετο περαστικό.
Κάθισα για πολύ σε εκείνο το μέρος και δεν μπορούσα να καταλάβω τι είχε συμβεί. Έφτασα στο μετρό. Τότε, τη δεκαετία του 1990, στις προσβάσεις πριν από τις στάσεις του μετρό, γιαγιάδες πουλούσαν ηλιόσπορους, πλεχτά, σπιτικές μαρμελάδες. Τις ρώτησα αν είδαν που πήγε ένας κύριος περικυκλωμένος από αδέσποτα σκυλιά. Η απάντηση ήταν αρνητική.
Μπήκα στο μετρό και, χωρίς να το καταλάβω, κάθισα στο τρένο που πήγαινε προς αντίθετη κατεύθυνση από το σπίτι μου. Έτσι, βρέθηκα στη στάση «Μπάουμανσκαγια», όπου βρίσκεται ο Ιερός Ναός των Θεοφανείων. Εδώ είχα βαφτισθεί μερικά χρόνια πριν το γάμο μου.
Στο ναό πλησίασα το κιόσκι της έκθεσης και αφηρημένη έπαιζα το μολύβι και έκανα θόρυβο με τα φύλλα όπου ήθελα να γράψω ονόματα για μνημόνευση.
Μάλλον, φαινόμουν πολύ τρομαγμένη και παράξενη. Η γυναίκα από την έκθεση με ρώτησε:
– Δεν είστε καλά; Να σας προσφέρω νερό; Να καλέσω την Άμεση Βοήθεια; Είστε άσπρη σαν σεντόνι. Μην ντρέπεστε, πείτε μου!
– Μου είχαν επιτεθεί κάτι σκυλιά και ένας άγνωστος περαστικός με έσωσε. Απλά έκανε μια χειρονομία, είπε λίγα λόγια στα σκυλιά και αυτά με άφησαν ήσυχη.
– Τι καλός περαστικός! Δόξα τω Θεώ, υπάρχουν γενναίοι και φιλεύσπλαχνοι άνθρωποι! Ανάψτε κεράκι και γράψτε το όνομά του για μνημόνευση υπέρ υγείας…
– Αυτό είναι το θέμα! Ούτε τον ευχαρίστησα ούτε το όνομά του ρώτησα!
– Τα χάσατε, συμβαίνει… Είναι τρομερό όταν σε περικυκλώνουν σκυλιά…
Οι άνθρωποι άρχισαν να με παρηγορούν. Η ώρα πλησίαζε στην απογευματινή ακολουθία και οι άνθρωποι ήθελαν να γράψουν ονόματα, να ανάψουν κεριά.
– Είναι μια απίστευτη ιστορία. Στην αρχή, μου είχε φανεί ότι ο άγνωστος μιλούσε με τη φωνή του μπαμπά μου, και ύστερα θυμήθηκα την ιστορία από την παιδική μου ηλικία, τότε που παραλίγο να είχα πνιγεί…
– Τι σχέση έχει η παιδική σας ηλικία; – με διέκοψε κάποιος.
– Όταν είχα συνέλθει από τον πνιγμό στην ακτή, είδα έναν άγνωστο με γενειάδα. Μοιάζει πολύ με τον περαστικό που με έσωσε από τα σκυλιά. Δεν άλλαξε μετά από τόσα χρόνια! Τα μάτια του δε θα τα ξεχάσω ποτέ, ήταν καλοκάγαθα και τρυφερά. Και εγώ δεν είπα ούτε ένα «ευχαριστώ»! Όταν καλούσα για βοήθεια, δε τα έχασα, όμως, για να τον ευχαριστήσω το ξέχασα. Και εσείς μου λέτε να γράψω όνομα…

Κάποιες από τις συνομιλήτριές μου με συμβούλεψαν να πλησιάσω τις εικόνες και να ευχαριστήσω τους αγίους και απλά να προσευχηθώ για τον φιλεύσπλαχνο περαστικό. Η γυναίκα της έκθεσης με πήρε αγκαζέ και με πήγε στο ναό. Την ρώτησα αν μπορώ να προσκυνήσω τη μεγάλη εικόνα του Αγίου Ιεράρχη Νικολάου του Θαυματουργού. Μου έκανε θετικό νεύμα και μου έδωσε ένα μεγάλο κερί.
Άναψα το κερί και καθώς πλησίασα την εικόνα, φώναξα δυνατά:
Αυτός είναι!
Η γυναίκα τρόμαξε:
– Ποιος αυτός;
Αυτός είναι, ο Άγιος Νικόλαος που με έσωσε πριν από λίγο στο δάσος. Και όταν ήμουν μικρή, στη θάλασσα, αυτός ήταν που δε με άφησε να πνιγώ και που με παρηγορούσε μετά. Πώς και δεν το κατάλαβα αμέσως! Μου αρέσει πολύ να προσεύχομαι μπροστά σε αυτή την εικόνα και στις άλλες εικόνες του Αγίου Νικολάου. Τόσα πολλά έχω διαβάσει για τη βοήθεια του Αγίου Νικολάου στη θάλασσα, στις φυλακές, σε κάθε περίσταση. Γιατί μόνο τώρα συνέδεσα αυτά τα γεγονότα και γνώρισα τον «άγνωστό» μου;
Η γυναίκα χαμογέλασε:
– Άρα, δεν ήσασταν έτοιμη να τον γνωρίσετε νωρίτερα. Ο Κύριος, η Μητέρα του Θεού, οι Άγιοί Του είναι πάντα δίπλα μας, μόνο που δε βλέπουμε.
Είναι ενδιαφέρον ότι αυτό το τελευταίο περιστατικό μού συνέβη λίγες μέρες πριν από τις 19 Δεκεμβρίου (6 Δεκεμβρίου π.η. στη Ρωσία )…
Αλεξάνδρα Γκριπάς
Μετάφραση για την πύλη gr.pravolavie.ru: Αναστασία Νταβίντοβα
https://gr.pravoslavie.ru/136435.html

***

Ο Άγιος Νικόλαος κατέβηκε στα χαρακώματα, στους στρατιώτες
Μια αληθινή ιστορία του 1944
Μοναχός Βαρσανούφιος (Κουζνετσόβ)

Άγιος Νικόλαος Μύρων της Λυκίας_Святой Николай Мирликийский_St. Nicholas Archbishop of Myra0_71570_bb5e84c3_XXXLΟ παππούς μου, ο Φιόντορ Σίντοροβιτς, είχε πάει στο μέτωπο του πολέμου το 1941. Είχε καταταγεί στο 282ο Σύνταγμα Πεζικού Τυφεκιοφόρων της 19ης Μεραρχίας Τυφεκιοφόρων. Οι μάχες στο Δυτικό Μέτωπο, κατά τους πρώτους μήνες του πολέμου, ήταν πολύ σκληρές και ήδη τον Αύγουστο του 1941 είχε τραυματιστεί βαριά στο κεφάλι, στα δυο του πόδια και το δεξί χέρι. Μετά την ανάρρωση, τον έστειλαν στο Βαλτικό Μέτωπο. .. Τη φλόγα της πίστης την είχαν ανάψει στην καρδιά του οι γονείς του για να την στερεώσει μέσα από το χωνευτήρι του Μεγάλου Πολέμου. Όταν θυμόταν τη μητέρα του, ο παππούς με δάκρια διηγούταν ένα θαύμα… 
…Ήταν το 1944. Σε ένα από τα χαρακώματα κάθονταν τρείς σοβιετικοί στρατιώτες, ο Σίντορ, ο Βασίλης και ο Φιόντορ. Κάπνιζαν σιωπηλά και σκέφτονταν ο καθένας τα δικά του…
Ο Φιόντορ, ο παππούς μου, σκεφτόταν εκείνη τη στιγμή τη μητέρα του. Ο πόλεμος τη βρήκε βαριά άρρωστη και ο Φιόντορ τη φρόντιζε. Η άρρωστη μητέρα του χρειαζόταν φροντίδα. Δεν έμεινε κανένας από τους συγγενείς τους. Ο Φιόντορ πολύ συχνά θυμόταν τη στιγμή του αποχωρισμού, όταν η μητέρα τον φίλησε στο μέτωπο, τον σταύρωσε με φαρδιές κινήσεις και είπε: «Να σε φυλάει ο Κύριος, γιόκα μου!».

Εκείνη τη στιγμή που αυτοί οι τρείς ήταν απασχολημένοι με αυτές τις σκέψεις, στο χαράκωμα κατέβηκε ένας παππούλης. Αγαθά μάτια, φαλάκρα, απλό ντύσιμο. Τους φαινόταν ότι κάπου τον έχουν δει, αλλά δεν μπορούσαν να θυμηθούν που ακριβώς…. πώς αυτός ο άνθρωπος μπόρεσε να περάσει το ναρκοπέδιο, κάτω από το σύριγμα από αδέσποτες σφαίρες.

Στον πόλεμο τα θαύματα δεν εκπλήσσουν. Το γεγονός ότι ζεις, ήδη θεωρείται θαύμα.
Και εδώ, ο Σίντορ θυμήθηκε ότι είχε δει αυτόν τον παππούλη στο σπίτι του. Εκεί, στο εικονοστάσι του σπιτιού του, ήταν η εικόνα του Αγίου Ιεράρχη Νικολάου ολόσωμη, και η μακαρίτισσα μητέρα του συχνά προσευχόταν μπροστά της.

Παππούκα, πότε θα τελειώσει αυτός ο καταραμένος πόλεμος; – ρώτησε ντροπαλά ο Φιόντορ.
Σύντομα, σύντομα, παιδάκια μου! – απάντησε ο αγαθός παππούλης και αινιγματικά συνέχισε: – Αλλά αυτός ο πόλεμος δε θα είναι ο τελευταίος, θα δώσουν μάχη ακόμα τέσσερα άλογα και θα νικήσει το κόκκινο!

Τη συνομιλία την διέκοψε ο θόρυβος εχθρικού αεροπλάνου. Ακούστηκε η εντολή του αρχηγού: «Στα όπλα!». Ο παππούς σηκώθηκε ήσυχα και βγήκε.

Ο Φιόντορ σκέφτηκε να φωνάξει στον άγνωστο επισκέπτη να περιμένει μέσα στο χαράκωμα όσο κρατάει η επίθεση του εχθρού, αλλά πλέον εκεί δεν υπήρχε κανένας. Και τότε κατάλαβε ότι μόλις τους είχε επισκεφτεί ο Άγιος Νικόλαος. Λυπήθηκε που η συνάντηση ήταν τόσο σύντομη. Ο Φιόντορ ήθελε να τον ρωτήσει πώς είναι η μάνα του. Ταυτόχρονα όμως, κατάλαβε ότι ο Άγιος Νικόλαος δεν τους είχε επισκεφτεί τυχαία. Άρα, κάποιος αυτή την ώρα προσευχόταν με δάκρυα μπροστά στην εικόνα του Αγίου Ιεράρχη, όχι μόνο για το παιδί του, αλλά και για κάθε Ρώσο στρατιώτη, ζωντανό ή νεκρό, που θυσιάζει τη ζωή του για χάρη των φίλων του στο πεδίο της μάχης.
Μοναχός Βαρσανούφιος (Κουζνετσόβ)
Μετάφραση για την πύλη gr.pravoslavie.ru: Αναστασία Νταβίντοβα
https://gr.pravoslavie.ru/134458.html

***

«Πήγαινε τώρα στην μάνα σου»

Στα μέσα της δεκαετίας του’40 βρέθηκα στο Μόναχο, στην Δυτ.Γερμανία. Η πόλη ήταν ακόμη ερειπωμένη από τον πόλεμο και δεν είχα που να μείνω. Τελικά βρέθηκε ο «Καλός Σαμαρείτης», κάποια δωμάτια που ανήκαν στην εκκλησία.  Εκεί βρήκα και έναν κύριο γύρω στα 40-45 και συστηθήκαμε. Έπρεπε να κοιμηθούμε πάνω σε κάτι σανίδες και καρέκλες και για να περάσει η ώρα μας αρχίσαμε να συζητάμε.
Σε μία στιγμή μου λέει:
«Έχεις ακούσει για το θαύμα του Αγίου Νικολάου στο Κίεβο την δεκαετία του ’20»; Εγώ δεν είχα ακούσει τίποτα και τότε άρχισε να μου διηγείται τα παρακάτω:
«Στο Κίεβο, στο Πόντολ (στο βόρειο τμήμα της πόλης) ζούσε μία χήρα με τον γιό της και την θυγατέρα της. Αυτή η γυναίκα προσευχόνταν συχνά μπροστά στην εικόνα του Αγίου Νικολάου και ζητούσε την βοήθειά του σε όλες τις δύσκολες περιστάσεις. Τελικά ο γιός της έγινε αξιωματικός.
Οι αναταραχές και οι αλλαγές στην διακυβέρνηση της πόλης (Λευκοί, Κόκκινοι κ.τ.λ.) είχαν ως αποτέλεσμα οι πρώην αξιωματικοί να συλληφθούν. Αμέσως η αδελφή του έτρεξε στις «γνωριμίες» τους, για να τον ελευθερώσουν, αλλά χωρίς αποτέλεσμα.
Η ηλικιωμένη γυναίκα γρήγορα έτρεξε στον Άγιο Νικόλαο και προσευχήθηκε για πολλή ώρα.. Όταν γύρισε στο σπίτι της είχε την εσωτερική πληροφορία ότι όλα θα πάνε καλά. Καθισε να πίει ένα τσάι όταν η κόρη της της είπε ότι ο αδελφός της είχε εξαφανιστεί!
Κατά το χάραμα της επομένης ημέρας ο γιός της γύρισε. Ήταν πεινασμένος, χτυπημένος και βρώμικος.
Άρχισε να διηγείται πως μετέφεραν όλους τους κρατουμένους αξιωματικούς έξω από την πόλη στην Πετσέρσκα προς την μεριά της Λαύρας των Σπηλαίων. Ξαφνικά εμφανίστηκε ένας κοντός ηλικιωμένος άντρας. Πλησίασε τον διοικητή και τον ρώτησε: «Πού τους πάτε»;
Στο «Ντουκχόνιν» απάντησε αυτός υπονοώντας τον τόπο όπου θα τους εκτελούσαν. «Φύγε τώρα γέρο», φώναξε. Ο ηλικιωμένος άντρας κινήθηκε να φύγει πλησίασε όμως την γιό της χήρας και τον πήρε από το χέρι λέγοντας: «Αυτόν δεν θα τον πάρεις, τον γνωρίζω»!
Ο διοικητής και οι φρουροί δεν είπαν λέξη και ούτε τον εμπόδισαν! Αφού προχώρησαν είπε στον νεαρό: «Πήγαινε τώρα στην μάνα σου», και εξαφανίστηκε.
Η χήρα αμέσως πήγε να ευχαριστήσει τον Άγιο Νικόλαο. Ο γιός δεν ήθελε να κάνει τίποτα άλλο από το να κοιμηθεί και να ξεκουραστεί. Η μητέρα του όμως τον πήρε μαζί του. Είχε πάει και άλλες φορές αλλά ήταν αδιάφορος, όταν βρέθηκαν μπροστά στην εικόνα. 
Ο γιος χλώμιασε και άρχισε να τρέμει, λέγοντας: «Αγαπημένη μητέρα, αυτός είναι ο ηλικιωμένος άντρας που με οδήγησε στην ελευθερία…»!
Ποιός άραγε ήταν αυτός ο κύριος που μου διηγήθηκε με τόσες λεπτομέρειες το θαύμα;
Translated from the Russian text appearing in «Pravoslavnaya Rus’» («Orthodox Russia»), No. 13, 1997 by G. Spruksts.

***

Άγιος Νικόλαος Βελιμίροβιτς 

«Μας διηγήθηκε ο Ρώσος Επίσκοπος Δημήτριος, απ᾽ την πόλι Χαρμπίν της Κίνας το εξής: “Κάποτε οι Ρώσοι, στο σιδηροδρομικό σταθμό της πόλεως Χαρμπίν, τοποθέτησαν μία μεγάλη εικόνα του Αγίου Νικολάου. Η εικόνα αυτή βρισκόταν στην ίδια θέσι για πολλά χρόνια και οι ευλαβείς Ρώσοι, άναβαν στον Άγιο κεριά, είτε όταν αναχωρούσαν για το ταξίδι τους είτε όταν επέστρεφαν. Τους Ρώσους μιμούνταν και οι Κινέζοι, και έτσι και αυτοί σεβόντουσαν την εικόνα του Αγίου Νικολάου. Όταν οι άθεοι Ρώσοι μπολσεβίκοι κατέλαβαν την πόλι Χαρμπίν, έδωσαν διαταγή να απομακρυνθή απ᾽ το σιδηροδρομικό σταθμό αυτή η θαυματουργική εικόνα. Ο λαός αντιστάθηκε και δεν υπάκουσε στη διαταγή και περισσότερο απ᾽ όλους αντιστάθηκαν οι Κινέζοι λέγοντας: ‘Τι σας πειράζει αυτός ο καλός γέροντας; Η εικόνα του βρίσκεται εδώ τόσα χρόνια και εμείς όχι δεν πάθαμε από αυτόν καμμία ζημιά, αντίθετα μόνο καλό μας έκανε. Δεν θα επιτρέψουμε όχι μόνο να τον μετακινήσετε αλλά ούτε καν να τον αγγίξετε!’. Οι άθεοι μπολσεβίκοι φοβήθηκαν απ᾽ την έντονη αντίδρασι του λαού και άφησαν την εικόνα στη θέσι της. Έτσι, σαν από θαύμα αυτή η εικόνα συνέχισε να βρίσκεται στο σταθμό της πόλεως Χαρμπίν κατά την διάρκεια της δεκαετούς εξουσίας των Μπολσεβίκων. Το γεγονός αυτό ενθάρρυνε ακόμη περισσότερο τους Ορθόδοξους Ρώσους και τους μη Χριστιανούς Κινέζους οι οποίοι συνέχισαν να προσεύχονται και να ανάβουν τα κεριά τους μπροστά απ᾽ την εικόνα. Αργότερα, ο σιδηροδρομικός σταθμός πέρασε στα χέρια των Ιαπώνων, και φυσικά η εικόνα και τότε έμεινε στη θέσι της και βρίσκεται εκεί μέχρι και σήμερα.

Το 1935 συνέβη ένα γεγονός που έστρεψε την προσοχή όλων των κατοίκων της πόλεως Χαρμπίν προς την εικόνα αυτή. Εκεί, στην περιφέρεια της πόλεως, υπάρχει ένας λόφος κοντά στο ποτάμι Σουνγκάρα. Η διοίκησι της πόλεως αποφάσισε να κτίση κάτι και έπρεπε να σκάψουν το λόφο. Έσκαβαν για μεγάλο χρονικό διάστημα και έκαναν μία μεγάλη σήραγγα. Μία ημέρα που τα παιδιά των Κινέζων έπαιζαν μέσα στη σήραγγα απ᾽ το πουθενά εμφανίσθηκε ένας γέροντας με άσπρη γενειάδα και είπε στα παιδιά να φύγουν αμέσως μακρυά από εκεί. Τα παιδιά άκουσαν το γέροντα, όχι τόσο από υπακοή σ᾽ αυτόν όσο γιατί φοβήθηκαν απ᾽ τον ίδιο και απ᾽ την εμφάνισί του. Μόλις αυτά απομακρύνθηκαν ένα μέρος της στοάς έπεσε κάνοντας δυνατό κρότο. Αν τα παιδιά είχαν μείνει εκεί, θα είχαν σκοτωθή όλα! Στη συνέχεια τα παιδιά είπαν στους μεγάλους τι συνέβη, και ανέφεραν ότι ένας γέροντας σκοτώθηκε εκεί. Πήγαν εργάτες και άρχισαν να σκάβουν για να βρούν το γέροντα, όμως, δεν βρήκαν κανέναν. Μερικά από εκείνα τα παιδιά, αργότερα βρέθηκαν στο σταθμό, και όταν είδαν την εικόνα, του Αγίου Νικολάου, φώναξαν: ‘Να, κοιτάξτε, αυτός είναι ο γέροντας που μας είπε να φύγουμε απ᾽ τη σήραγγα!’”.

Άγιος Νικόλαος Μύρων της Λυκίας, ο Θαυματουργός κατέβηκε στο χαράκωμα, – Παππούκα, πότε θα τελειώσει αυτός ο καταραμένος πόλεμος; – Σύντομα, σύντομα, παιδάκια μου! Αλλά δε θα είναι ο τελευταίος, θα δώσουν μάχη ακόμα τέσσερα άλογα και θα νικήσει το κόκκινο!”
https://iconandlight.wordpress.com/2021/12/05/%ce%ac%ce%b3%ce%b9%ce%bf%cf%82-%ce%bd%ce%b9%ce%ba%cf%8c%ce%bb%ce%b1%ce%bf%cf%82-%ce%bc%cf%8d%cf%81%cf%89%ce%bd-%cf%84%ce%b7%cf%82-%ce%bb%cf%85%ce%ba%ce%af%ce%b1%cf%82-%ce%bf-%ce%b8%ce%b1%cf%85%ce%bc-2/

Ἀπολυτίκιον τοῦ Ἁγίου Νικολάου Μύρων τῆς Λυκίας
Ἦχος δ´.

Κανόνα πίστεως καὶ εἰκόνα πρᾳότητος, ἐγκρατείας Διδάσκαλον, ἀνέδειξέ σε τῇ ποίμνῃ σου, ἡ τῶν πραγμάτων ἀλήθεια, διὰ τοῦτο ἐκτήσω τῇ ταπεινώσει τὰ ὑψηλά, τῇ πτωχείᾳ τὰ πλούσια, Πάτερ Ἱεράρχα Νικόλαε, πρέσβευε Χριστῷ τῷ Θεῷ, σωθῆναι τὰς ψυχὰς ἡμῶν.

Ἕτερον Ἀπολυτίκιον τοῦ Ἱεράρχου.
Ἦχος δ´. Ταχὺ προκατάλαβε.

ς κρήνη ἀκένωτος, τῶν θεϊκῶν δωρεῶν, πηγάζεις, Νικόλαε, τῇ οἰκουμένη ἀεί, θαυμάτων τὰ ῥεύματα, παύεις τῶν πολυπλόκων, πειρασμῶν τὰς ἑφόδους, σῴζεις τοὺς ἐν κινδύνοις, ὡς θερ‐ μὸς ἀντιλήπτωρ· διὸ τὴν προστασίαν σου, πάντες κηρύττομεν.

Ἀπολυτίκιον τοῦ Νεομάρτυρος. (Χαραλάμπους Μπούσια)
Ἦχος πλ. α´. Τὸν συνάναρχον Λόγον.

ν ἠρνήσω, Νικόλαε, ὡμολόγησας Χριστὸν πολλῇ παῤῥησίᾳ ἐν δυσχειμέροις καιροῖς τῆς δουλώσεως ἀνόμων πρὸ τοῦ βήματος καὶ ἐν τῇ Σμύρνῃ, ἀθλητά, νεομάρτυς εὐσθενές, ἀγχόνῃ ἀπηῳρήθης, ὁ ἱλεούμενος Κτίστην ἡμῖν τιμῶσί σου τὴν ἄθλησιν.

Στιχηρά. Τοῦ Ἁγίου
Ἦχος βʹ. Ὅτε ἐκ τοῦ ξύλου.

Μύροις, παροικήσας αἰσθητῶς, μύρον ἀληθῶς ἀνεδείχθης, μύρῳ χρισθεὶς νοητῷ Ἅγιε Νικόλαε, Ἀρχιεράρχα Χριστοῦ, καὶ μυρίζεις τὰ πρόσωπα, τῶν πίστει καὶ πόθῳ, σοῦ τὴν παναοίδιμον, μνήμην τελούντων ἀεί, λύων συμφορῶν καὶ κινδύνων, τούτους καὶ τῶν θλίψεων Πάτερ, ἐν ταῖς πρὸς τὸν Κύριον πρεσβείαις σου.

Νίκη, φερωνύμως ἀληθῶς, τοῦ πιστοῦ λαοῦ ἀνεδείχθης, ἐν πειρασμοῖς κραταιά, Ἅγιε Νικόλαε, θεράπων ὄντως Χριστοῦ· πανταχοῦ γὰρ καλούμενος, ὀξέως προφθάνεις, πόθῳ τοὺς προστρέχοντας, ὑπὸ τὴν σκέπην σου· σὺ γὰρ ἐν νυκτὶ καὶ ἡμέρᾳ, πίστει ὀπτανόμενος σῴζεις, ἐκ τῶν πειρασμῶν καὶ περιστασεων.

Μέγας, ἀντιλήπτωρ καὶ θερμός, τοῖς ἐν τοῖς κινδύνοις τελοῦσιν, ὑπάρχεις ἔνδοξε, Ἅγιε Νικόλαε, Ἱεροκήρυξ Χριστοῦ, τοῖς ἐν γῇ καὶ τοῖς πλέουσι, τοῖς πόῤῥω καὶ πέλας, οἷα συμπαθέστατος, καὶ πρεσβευτὴς κραταιός· ὅθεν συνελθόντες βοῶμεν· Πρέσβευε πρὸς Κύριον ὅπως, πάσης λυτρωθῶμεν περιστάσεως.

Δόξα. Τοῦ Μηναίου 
Ἦχος πλ. βʹ

νθρωπε τοῦ Θεοῦ, καὶ πιστὲ θεράπον, λειτουργὲ Κυρίου, ἄνερ ἐπιθυμιῶν, σκεῦος ἐκλογῆς, στῦλε καὶ ἑδραίωμα τῆς Ἐκκλησίας, Βασιλείας κληρονόμε, μὴ παρασιωπήσῃς, τοῦ βοᾶν ὑπὲρ ἡμῶν τὸν Κύριον.

Οἱ Αἶνοι.
Στιχηρά. Τοῦ Ἱεράρχου. Τοῦ Μηναίου
Ἦχος αʹ. Τῶν οὐρανίων ταγμάτων.

Τῶν ἀθεάτων τὰ κάλλη, περιεχόμενος, τὴν φοβερὰν ἐκείνην, κατενόησας δόξαν, Ἅγιε ἁγίων· ὅθεν ἡμῖν, τὰ οὐράνια λόγια, τῶν ἀειζώων ἐκείνων θεωριῶν, ἀναγγέλλεις Ἱερώτατε.

Δόξα.
Ἦχος πλ. αʹ

Σαλπίσωμεν ἐν σάλπιγγι ᾀσμάτων, σκιρτήσωμεν ἑόρτια, καὶ χορεύσωμεν ἀγαλλόμενοι, τῇ ἐτησίῳ πανηγύρει τοῦ θεοφόρου Πατρός· Βασιλεῖς καὶ Ἄρχοντες συντρεχέτωσαν, καὶ τὸν διʼ ὀνείρου φρικτῆς ἐπιστασίας, Βασιλέα πείθοντα, ἀναιτίους κρατουμένους τρεῖς, ἀπολῦσαι στρατηλάτας, ἀνυμνείτωσαν. Ποιμένες καὶ Διδάσκαλοι, τὸν τοῦ καλοῦ Ποιμένος, ὁμόζηλον Ποιμένα, συνελθόντες εὐφημήσωμεν. οἱ ἐν νόσοις τὸν ἰατρόν, οἱ ἐν κινδύνοις τὸν ῥύστην, οἱ ἁμαρτωλοὶ τὸν προστάτην, οἱ πένητες τὸν θησαυρόν, οἱ ἐν θλίψεσι τὴν παραμυθίαν· τὸν συνοδίτην οἱ ὁδοιπόροι, οἱ ἐν θαλάσσῃ τὸν κυβερνήτην, οἱ πάντες τὸν πανταχοῦ θερμῶς προφθάνοντα, μέγιστον Ἱεράρχην, ἐγκωμιάζοντες οὕτως εἴπωμεν· Πανάγιε Νικόλαε, πρόφθασον, ἐξελοῦ ἡμᾶς τῆς ἐνεστώσης ἀνάγκης, καὶ σῶσον τὴν ποίμνην σου ταῖς ἱκεσίαις σου.


Να κρατάς ακοίμητο το καντήλι του αγίου Γεωργίου… θα πέσει μεγάλη κατάρα στον κόσμο. Θα γίνει πόλεμος στην Κωνσταντινούπολη και ο Ρώσσος θα νικά. Θ’ ανοίξει η Αγιά Σοφιά και θα λειτουργηθή. Ξύπνα Ρωσσία και δράξον τα όπλα σου. Όσιος Ηλίας Διαμαντίδης, ο Μυροβλύτης

Γεώργιος ο Τροπαιοφόρος_St George the Trophy-bearer_Св Георгий Победоносец_Μανουήλ Πανσέληνου_ Πρωτάτον_Άγιον Όρος_ 23788Όσιος Ηλίας Διαμαντίδης, ο Μυροβλύτης εκ Πόντου (1946)
Σύναξις Υπεραγίας Θεοτόκου εν τοις Αρματίου εν Κωνσταντινουπόλει
Συμεών ο διά Χριστόν σαλός και Ιωάννης, εξ Εμέσσης Συρίας (590)
Ηλίας Τσαβτσαβάντζε (Chavchavadze) της Γεωργίας, ο δίκαιος (1907) (20 Ιουλίου)

Εορτάζουν στις 21 Ιουλίου

Θαυμαστός ο Θεός εν τοις αγίοις αυτού” (Ψαλμ. 67, 36)
”Έχω δει ψυχές που αδικήθηκαν, αλλά υπέμειναν την αδικία με καλούς λογισμούς και τους έλουσε η Χάρις σ’ αυτήν την ζωή.” Άγιος Παΐσιος Αγιορείτης

Ο Όσιος Πατήρ ημών Ηλίας Διαμαντίδης, ο Μυροβλύτης
Ασκητές μέσα στον κόσμο Α’– ε΄.

Ο πατήρ Ηλίας Διαμαντίδης1 γεννήθηκε το 1880 στο χωριό Χουρμικιάντο των Σουρμένων του Πόντου, το οποίο απέχει οκτώ ώρες με το καΐκι από την Τραπεζούντα.
Οι γονείς του, Παναγιώτης και Αθηνά, ήταν φτωχοί αλλά με φόβο Θεού. Απέκτησαν τρία παιδιά, τον Κωνσταντίνο, τον Γεώργιο και τον Ηλία. Το 1888 αφού στερέωσε τα παιδιά της στην ευλάβεια εκοιμήθη η Αθηνά. Ο Παναγιώτης ξαναπαντρεύτηκε και πήρε μια γυναίκα βάρβαρη και κακιά, την Καντίνα. Η μητρυϊά κακομεταχειριζόταν και βασάνιζε τον μικρό Ηλία. Με δάκρυα διηγείτο αργότερα πολύ εμπιστευτικά σε μια ορφανή τα βάσανα της παιδικής του ηλικίας, με σκοπό να την στηρίξη.
Η μητρυϊά του τον κρεμούσε ανάποδα σε δένδρο επί μια ώρα και παρακολουθούσε ανάλγητη το μαρτύριο του, ενώ εκείνος την παρακαλούσε με δάκρυα να τον λύση. Τον ξεγύμνωνε και με ένα μάτσο τσουκνίδες τον χτυπούσε στα απόκρυφα μέρη. Τύλιγε τα γεννητικά του όργανα με κλωστή προξενώντας αφόρητους πόνους, όχι μόνο από το δέσιμο αλλά και από την αδυναμία διούρησης. Έβαζε φωτιά στα ρούχα του και το παιδί έτρεχε τρομαγμένο να την σβήση. Όλη την ημέρα τον άφηνε νηστικό, δίνοντας του μόνο λίγο ξερό ψωμί. (Αυτή ήταν η απαρχή της μεγάλης του εγκράτειας που ετήρησε σ’ όλη του την ζωή.) Τον έστελνε σ’ αυτήν την ηλικία να βόσκη μοσχάρια και τον απειλούσε με βασανιστήρια, αν τα ζώα έκαναν ζημιά. Όταν επέστρεφε το βράδυ τον ρωτούσε ο πατέρας του, αν έφαγε τίποτε και απαντούσε γι’ αυτόν η μοχθηρή μητρυϊά του: «Τον τάϊσα, τον τάϊσα».

Ηλίας Διαμαντίδης_Отец Илия Диаманти́дис Мироточивый_St. Elias Diamantidis_124325467876876Στα πολλά βασανιστήρια ποτέ δεν παραπονέθηκε. Εφάρμοσε το «ασχημοσύνην μητρός σου ουκ αποκαλύψεις»2. Από όλα αυτά που υπέμεινε με αμνησικακία έλαβε από μικρός ο Ηλίας άφθονη την θεία Χάρι.
Αργότερα που εκοιμήθη ο πατέρας του, η μητρυϊά του, γηρασμένη πια, είχε τον φόβο μήπως ο Ηλίας την εκδικηθή για όσα του έκανε. Εκείνος την καθησύχαζε: «Μη φοβάσαι μητέρα, θα σε κοιτάξω καλά». Έμεινε κατάκοιτη στο κρεββάτι και ο Ηλίας δεν άφηνε κανέναν άλλο να την περιποιείται. Ο ίδιος με πολλή αγάπη την τάιζε, την έπλενε, προσέφερε τα πάντα. Αντί της χολής και του όξους της ανταπέδωσε μάννα και ύδωρ. Εκείνη συντετριμμένη έλεγε και ξανάλεγε: «Ηλία, πολύ σε τυράννησα, πολλά κακά σου έκανα, συγχώρεσε με, παιδί μου», και εκείνος ανεξίκακα της έλεγε: «Μη στενοχωριέσαι, μητέρα, είσαι συγχωρημένη».
Ο Ηλίας, λόγω οικονομικής δυσχέρειας, δεν πήγε στο σχολείο και δεν έμαθε γράμματα. Μέχρι τα δεκαεπτά του εργαζόταν ως ντενεκετζής στα Πλάτανα Τραπεζούντος, στον ξάδερφο του Πέτρο Διαμαντίδη.

Το 1897 ο μεγάλος του αδελφός Κωνσταντίνος και η μητρυϊά του επέμεναν να τον παντρέψουν με μια κοπέλλα τριάντα χρόνων που όμως δεν ήταν από καλή γενεά για την περιουσία της. Ο Ηλίας δεν ήθελε, γι’ αυτό τη νύχτα του γάμου έφυγε και μέσα από τα βουνά Χοτσεράντο έφτασε στο χωριό Καρακατζή. Πήγε στους γονείς μιας φτωχής νέας, της Σωτήρας, την οποία συμπαθούσε και ήθελε για γυναίκα του. Με την ευχή των γονέων της, Κωνσταντίνου και Ελένης, νυμφεύφθηκε την δεκαεπτάχρονη Σωτήρα Γεροντίδου.
Έζησε με την γυναίκα του στην αρχή πολύ φτωχικά. Δούλευε ως υπάλληλος στον φούρνο του Παναγιώτη Χατζηλιά. Ο Παναγιώτης είδε τον Ηλία που δούλευε τίμια και φιλότιμα και του έδωσε τον φούρνο του. Αλλά και ο Θεός τον ευλογούσε και κέρδιζε πολλά. Τότε αγόρασε ένα μεγάλο σπίτι στο Καρακατζή στο Χάνι. Το σπίτι του έγινε πανδοχείο για ξένους και φτωχούς. Βοηθούσε κρυφά τους πεινασμένους. Χρησιμοποιούσε τουρκάλες για να κρύβεται ο ίδιος, να νομίζουν ότι Τούρκοι κάνουν τις ελεημοσύνες. Τις πλήρωνε και μετέφεραν τη νύχτα τρόφιμα σε σπίτια που είχαν ανάγκη. Έδινε αυστηρή εντολή να μην τον μαρτυρήσουν. Σε μια χήρα με τέσσερα μωρά έστελνε με μια τουρκάλα αλεύρι και καθόταν η τουρκάλα και βοηθούσε την χήρα στο ζύμωμα.
Ο Ηλίας με την Σωτήρα απέκτησαν έξι κορίτσια. Την Αγάπη, η οποία παντρεύτηκε και μετά την χηρεία της έγινε μοναχή με το όνομα Μαρία στην Κούμα του Σοχούμ, την Βασιλική, την Ελένη, την Καλλιόπη (Κάλη), την Αθηνά και την Όλγα.

Ο Ηλίας ήταν προκομμένος και αγαπούσε πολύ τον Θεό. Στενοχωριόταν όμως που δεν ήξερε γράμματα. Φάνηκε λοιπόν κάποτε στον ύπνο του Άγγελος και άρχισε να του μαθαίνη γράμματα, ψαλτική και αγιογραφία. Κάθε βράδυ τον έβλεπε στον ύπνο του και συνέχιζε το μάθημα του, μέχρι που έμαθε ο Ηλίας να διαβάζη, να γράφη καλά, να ψέλνη και να αγιογραφή. Τις Κυριακές έψελνε στην Εκκλησία του Τιμίου Σταυρού, στο χωριό Τσίτα των Σουρμένων. Ήταν εξαιρετικά καλλίφωνος και έψελνε με ευλάβεια, όπως είχε διδαχθή από τον Άγγελο. Έχοντας αγάπη και έφεση για την προσευχή, ξυπνούσε πάντα νωρίς για να προσεύχεται.
Το 1918 η ζωή τους, όπως και όλων των Ελλήνων του Πόντου, έγινε αφόρητη από τις βιαιότητες των Τούρκων. Ανήμερα των Φώτων, την ώρα του Αγιασμού, οι Τούρκοι περικύκλωσαν την Εκκλησία του χωριού. Ο στρατός των Αρμενίων όμως τους διεσκόρπισε. Έτσι ξεκίνησαν την ίδια μέρα πολλές οικογένειες να φύγουν για την Ρωσσία. Μεταξύ αυτών και η οικογένεια του Ηλία. Ο ίδιος έφυγε αργότερα, οδοιπορώντας επί δεκαπέντε ημέρες μέσα στα χιόνια.

Στο Βατούμ, στο χωριό Μαχμουτία, ήταν εγκατεστημένη η κόρη του Αγάπη με τον σύζυγο της Αβραάμ, ο οποίος ήταν πολύ πλούσιος. Αγόρασε για τον πεθερό του Ηλία μια μεγάλη έκταση στο βουνό και εκεί ο Ηλίας έχτισε μόνος του το σπίτι του. Εξακολουθούσε να ασκή το επάγγελμα του φούρναρη αλλά και να βοηθά τους φτωχούς. Ανάγκαζε τους ξένους να έρθουν να φιλοξενηθούν στο σπίτι του. Έστελνε την κόρη του Κάλλη στα σταυροδρόμια με την διεύθυνση του γραμμένη στο χαρτί να την δίνη στους ξένους και να τους προσκαλή για φιλοξενία. Έκλαιγε από χαρά όταν τον επισκέπτονταν ζητιάνοι, πρόσφυγες και φτωχοί. Κάθε βράδυ είχε πέντε-δέκα άτομα. Έβαζε τα παιδιά του να τους ξεψειρίσουν, να τους πλύνουν τα πόδια, τα ρούχα τους και μετά τους οδηγούσαν στο μεγάλο δωμάτιο, το «μουσαφίρ-οντά», που το είχε ειδικά για την φιλοξενία των πτωχών. Ο ίδιος τους υπηρετούσε και τους τάιζε μέχρι να χορτάσουν. «Φάτε, πιέτε, μην ντρέπεστε», έλεγε. Ο ίδιος έτρωγε τελευταίος. Είχε ξεχωριστό δωμάτιο για τους άρρωστους.

Κάποτε φιλοξένησε για χρόνια δυό αδέλφια μοναχούς, τον Παχώμιο και τον Ιωάννη, οι οποίοι ήταν ντυμένοι με κοσμικά ρούχα για τον φόβο των αθέων κομμουνιστών και ασκήτευαν σε βράχο του Σοχούμ. Από αυτούς ο Ιωάννης κοιμήθηκε αργότερα στον Πόντο και ο Παχώμιος στο Άγιον Όρος.

Η καλή του σύζυγος τον βοηθούσε στην φιλοξενία και τον συναγωνιζόταν στην ελεημοσύνη. Ρωτούσαν να μάθουν ποιος έχει ανάγκη και τη νύχτα έστελναν τσουβάλια αλεύρι, τυριά, φρούτα σε χήρες και ορφανά, σε φυλακές και ιδρύματα.
Μια νύχτα, η ορφανή Αυγούλα που την μεγάλωναν στο σπίτι τους, είδε την Σωτήρα να βγαίνη κρυφά από το σπίτι και την ρώτησε που πάει τέτοια ώρα. «Ησύχασε», της είπε, «πάω ν’ αρμέξω τις αγελάδες». «Τέτοια ώρα;», ρώτησε πάλι η Αυγούλα. «Θα πάω το γάλα στις φυλακές».
Εκτός από την Αυγή μεγάλωσε και πάντρεψε και άλλο ορφανό κοριτσάκι, την Ελπινίκη.

Αγιος Γεωργιος Χαλιναρας Χαρσερας Αργυρουπολεως του Ποντου23Μια νύχτα ο Ηλίας είδε στον ύπνο του τον άγιο Γεώργιο ο οποίος του παρήγγειλε να κτίση κοντά στο σπίτι του Εκκλησία στο όνομα του. Του υπέδειξε μάλιστα και το σημείο που θα κρεμούσε την εικόνα του καθώς και τις άλλες εικόνες, ενώ του υποσχέθηκε ότι θα τον βοηθούσε και θα ενεργούσε θαύματα.
Κάποια ημέρα που ο Ηλίας έσκαβε στο κτήμα του σφηνώθηκε ο κασμάς και δεν έβγαινε. Έσκαψε γύρω του με κοπίδι και σφυρί και τότε βρήκε τοίχο Εκκλησίας. Έσκαψε με προσοχή. Αμέσως φάνηκαν οι τρεις πλευρές του ναού και στον τοίχο μια τοιχογραφία του Αγίου Γεωργίου, που διετηρείτο καλά.
Έφτιαξε την Εκκλησία με σανίδια και την σκέπασε με χορτάρια. Από έξω έμοιαζε με αχυρώνα, ώστε να μην δίνη υποψία στους κομμουνιστές. Ζωγράφισε μόνος του τις εικόνες και τις τοποθέτησε όπως ήθελε ο άγιος Γεώργιος. Η κόρη του Αγάπη, που ήταν κρυφή μοναχή, περιποιείτο την Εκκλησία. Ο Ηλίας της παρήγγειλε να κρατά ακοίμητο το καντήλι του αγίου Γεωργίου. Όταν πήγαινε να σβήση, αυτή άκουγε έναν ήχο χαρακτηριστικό και τότε πήγαινε να προσθέση λάδι και να καθαρίση το φυτίλι του. Αισθάνονταν με διάφορους τρόπους την παρουσία του Αγίου Γεωργίου. Όταν ερχόταν ο Άγιος άκουγαν ποδοβολητό και έβλεπαν τα πατήματα του αλόγου του στον χωμάτινο δρόμο.

Ο Ηλίας αγωνιζόταν πολύ και το παράδειγμα του παρακινούσε και τους άλλους. Ξυπνούσε στις 3 τη νύχτα και μέχρι το πρωί προσευχόταν. Βίαζε τον εαυτό του πολύ στην προσευχή. Έκανε κομποσκοίνι και έτρεχαν τα δάκρυα του συνέχεια. Αν κάποτε δεν ξυπνούσε, τον σκουντούσε ο άγιος Γεώργιος λέγοντας: «Σήκω, η ώρα πέρασε». Ο ίδιος ξυπνούσε και την οικογένεια του για να προσευχηθούν, ενώ την ορφανή Αυγούλα την ξυπνούσε στις 3.30′ με πραεία φωνή.

Πήγε στον ιερέα της περιοχής ο Ηλίας και του ανέφερε για την Εκκλησία που ανακάλυψε. Εκείνος ήταν γέρος και για τον φόβο των αθέων κομμουνιστών, δεν φορούσε ράσα. Παρακίνησε τον Ηλία να χειροτονηθή ιερέας για να μπορή να βαπτίζη και να κοινωνά τους χριστιανούς. Δέχθηκε και χειροτονήθηκε ιερέας από τον επίσκοπο του Βατούμ. Φορούσε μια ιερατική στολή που είχε κληρονομήσει από ένα θείο του ιερέα, τον παπα-Γιώργη, και λειτουργούσε κρυφά στην Εκκλησία του Αγίου Γεωργίου και σ’ άλλα ερημοκκλήσια.
Όταν οι πιστοί της περιοχής έμαθαν ότι υπάρχει Ιερέας στο χωριό, πήγαιναν για να λειτουργηθούν τη νύχτα στο Εκκλησάκι του αγίου Γεωργίου. Οι Τούρκοι της περιοχής το πληροφορήθηκαν και το κατέδωσαν στην Αστυνομία, η οποία έκανε εφόδους. Όμως ο πατήρ πάντα ειδοποιείτο έγκαιρα από καλούς ανθρώπους και πριν έρθη η Αστυνομία, σκορπίζονταν και έκαναν ότι μαζεύουν ξύλα ή ότι απασχολούνται με κάποια άλλη εργασία. Ο π. Ηλίας δήλωνε ευθαρσώς ότι ήταν χριστιανός, και οι άνθρωποι έλεγαν στην Αστυνομία ότι ήταν εργάτες του. Σε κάθε έφοδο των αστυνομικών τον συνελάμβαναν, τον ανέκριναν, τον έκλειναν στην φυλακή, τον χτυπούσαν και τον άφηναν νηστικό. Υπέστη πολλά βασανιστήρια χωρίς να λυγίση, όμως παρέμεινε σταθερός ομολογητής. Όταν έβγαινε από την φυλακή, ενώ ακόμη πονούσε από τα βασανιστήρια, πήγαινε κρυφά κάθε νύχτα στο Εκκλησάκι του και με τους πιστούς τελούσαν την θεία Λειτουργία.
Ήταν ασκητικός και λιτοδίαιτος. Συνήθως το φαγητό του ήταν λίγο ρυζάκι νερουλό ή λίγα καρύδια ή λίγο λάχανο βραστό. Στα τέλη του έπινε τσάϊ με παξιμάδι. Κρατούσε τα τριήμερα και το βράδυ έτρωγε μόνο τρία φουντούκια. Νήστευε με ζήλο τις Σαρακοστές. Συχνά πάθαινε γαστρορραγίες και ήταν πολύ αδύνατος. Συνήθισε και τα παιδιά του από μικρά στη νηστεία.
Την ημέρα εργαζόταν στο κτήμα του. Καλλιεργούσε λαχανικά και πολλών ειδών καρποφόρα δένδρα, ακόμη και τσάγια.

Ο πατήρ είχε ως ευλογία το δεξί χέρι του παπα-Γιάννη Τριανταφυλλίδη που άγιασε. Επίσης μια ηγουμένη από το Σοχούμ του χάρισε την καρδιά και το δακτυλάκι μιας παιδούλας, ονόματι Μαρίας, που διατηρήθηκαν άφθαρτα μετά την εκταφή της. Το κοριτσάκι αυτό καταγόταν από την Σάντα του Πόντου. Οι γονείς της ήταν πάμπλουτοι αλλά υπερβολικά φιλάργυροι και άσπλαχνοι. Όταν εκοιμήθη η μητέρα της, η μητρυϊά εβασάνιζε τη Μαρία και την άφηνε νηστική. Αυτή μοίραζε κρυφά τις νύχτες σε φτωχούς και εγκυμονούσες γυναίκες πολλά υλικά αγαθά. Έδινε ακόμη και το λιγοστό ψωμάκι της σε πεινασμένους και αυτή έμενε νηστική. Εκοιμήθη σε ηλικία δώδεκα χρόνων και στην εκταφή της βρέθηκαν άφθαρτα το δεξί της χέρι και η καρδιά της μέσα σε μύρο. Έβλεπαν πριν στον τάφο της κάθε νύχτα ένα φως που ανεβοκατέβαινε τρεις φορές, και αυτό τους παρακίνησε να κάνουν ανακομιδή, οπότε και βρέθηκε ο τάφος της να ευωδιάζη γεμάτος μύρο.
Όπως υποσχέθηκε ο άγιος Γεώργιος, έδωσε στον παπα-Ηλία το χάρισμα να θεραπεύη ασθενείς. Τους διάβαζε το Ευαγγέλιο, τους σταύρωνε και τους έδινε να ασπασθούν τα λείψανα του Αγίου Ιωάννου του νέου ελεήμονος και της Μαρίας.
Σταύρωνε ακόμη και Τούρκους και Αρμενίους οι οποίοι θεραπεύονταν. Για κάποιον είπε ότι θα έλθει από μακρυά αλλά δεν θα γίνει καλά, γιατί δεν έρχεται με πίστη. Έτσι του είπε ο άγιος Γεώργιος και έτσι έγινε.

Ένα ορφανό παιδί, ο Κώστας από την Κριμαία, έπασχε από επιληψία. Τον θεράπευσε ο π. Ηλίας και η κόρη του, η Αγάπη, τον στεφάνωσε.

Γεώργιος ο Τροπαιοφόρος_St George the Trophy-bearer_Св Георгий Победоносец_წმინდა გიორგი გ-0123333Μια μέρα ο άγιος Γεώργιος του έδειξε στο βουνό ένα λουλούδι που έμοιαζε με μαργαρίτα. Είχε δύο χρώματα, άσπρο και κίτρινο. Του είπε να τα βράζη ξεχωριστά. Τα άσπρα, αφού τα βράσει, να τα δίνη στους άτεκνους άνδρες και το ζουμί από τα κίτρινα στις γυναίκες. Επειδή φοβήθηκε μήπως είναι από τον πειρασμό για να φαρμακώση τους ανθρώπους, έβρασε, ήπιε πρώτα ο ίδιος και, αφού είδε ότι δεν έπαθε τίποτε, το έδινε και στους άτεκνους και τεκνοποιούσαν. Ο ίδιος βάπτιζε τα παιδιά τους.
Η εγγονή του π. Ηλία Μαρία, κόρη της Κάλλης, που ζει ακόμη, θυμάται το εξής περιστατικό: -Κάποια ημέρα ήμασταν έξω στο κτήμα και σκαλίζαμε. Ξαφνικά ακούστηκε από το δρόμο θόρυβος και γαύγιζαν τα σκυλιά. Εμείς δεν βλέπαμε γιατί παρεμβάλλονταν το δάσος. Ο παππούς (π. Ηλίας) μονολογούσε: «Κάτι γίνεται». Μας είπε να μπούμε μέσα στο σπίτι και αυτός κάθησε έξω. Μετά από λίγο φάνηκαν δύο καβαλλάρηδες αγανακτισμένοι και ρωτούσαν: «Ποιος ήταν αυτός με το άσπρο άλογο που μας εμπόδιζε τόση ώρα να έρθουμε; Πού είναι να τον σκοτώσουμε;». Ο παππούς τους είπε να καθήσουν να ξεκουραστούν και τους κέρασε. Ύστερα τους ρώτησε αν τον δουν, θα τον γνωρίσουν, και είπαν «ναι». Τότε τους έφερε την εικόνα του Αγίου Γεωργίου και αυτοί έκπληκτοι αναγνώρισαν τον καβαλλάρη που τους εμπόδιζε. Συγκλονίστηκαν και βαπτίστηκαν και οι δύο χριστιανοί».

Ένας Τούρκος, ονόματι Χουσεΐν, ζούσε στο σπίτι της κόρης του στην Μαχμουτία. Δίπλα τους έμενε ένας Διοικητής Αστυνομίας που η γυναίκα του ήταν τρελλή και την έδεναν με αλυσίδες. Ο Χουσεΐν τον λυπήθηκε και του είπε ότι υπάρχει ένας Έλληνας που μπορεί να θεραπεύση την γυναίκα του. Αμέσως ζήτησε να τον φέρη στο σπίτι του. Ο π. Ηλίας είπε να φέρουν την άρρωστη στο σπίτι της κόρης του Χουσεΐν. Εκεί επί δώδεκα ημέρες την διάβαζε, την σταύρωνε και μετά έγινε καλά και ήρθε στα λογικά της. Από τότε η Αστυνομία δεν τον ξαναενόχλησε. Ο Διοικητής έγινε κρυφά χριστιανός και ο π. Ηλίας βάπτισε όλη την οικογένεια του.

Τρεις Τούρκοι που ζούσαν στην Ρωσσία έμαθαν ότι ο πατήρ κάνει θαύματα και αποφάσισαν να τον σκοτώσουν ή να τον απαγάγουν και να σφραγίσουν την Εκκλησία. Πηγαίνοντας με τ’ άλογα τους τη νύχτα, ένας καβαλλάρης με άσπρο άλογο τους έκοβε τον δρόμο. Τ’ άλογα τους φοβήθηκαν και γύρισαν πίσω. Ήταν ο άγιος Γεώργιος που τους έδιωξε. Μετανοιωμένοι διηγήθηκαν το πάθημα τους στον π. Ηλία ζητώντας συγχώρηση.

Το ιαματικό χάρισμα του πατρός έγινε γνωστό παντού. Έρχονταν από πολύ μακρυά Αρμένιοι, Γεωργιανοί, ακόμη και Τούρκοι για να θεραπευθούν. Ο παπα-Ηλίας, κοιτάζοντας τους προσεκτικά, προγνώριζε αν θα γίνουν καλά. Καταλάβαινε ποιοι θα θεραπεύονταν και τους το έλεγε. Μετά τους διάβαζε. Όταν όμως «έβλεπε» ότι δεν θα γίνονταν καλά, τους έλεγε να φύγουν.

Ο γυιός ενός αξιωματικού του στρατού αρρώστησε βαριά. Οι γιατροί στο Λένιγκραντ και στην Μόσχα τον απογοήτευσαν. Άκουσε για τον παπα-Ηλία και έφερε τον γυιό του στην Μαχμουτία. Ο πατήρ τον κράτησε λέγοντας στον πατέρα: «Επήγαινε στο σπίτι σου ήσυχος. Ο γυιός σου θα μείνει τρεις βδομάδες εδώ. Αν θέλης, να ρχεσαι να τον βλέπης». Κάθε φορά που ερχόταν τον έβλεπε καλύτερα μέχρι που θεραπεύθηκε τελείως.

Εκτός από τα πολλά θαύματα που έκανε προέλεγε γεγονότα που επαληθεύονταν, γιατί είχε το προορατικό χάρισμα. Είπε στην ορφανή Αυγούλα κάποτε: «Κορίτσι μου, Αυγή, αυτόν τον δρόμο που βαδίζεις σ’ αυτόν θα μείνεις και θα βγεις στο τέλος καθαρή. Θα πας στον ουρανό, Χριστού νύμφη. Ρώτησα τον Άη-Νικόλα και μου είπε πως η Αυγή θα πάει Χριστού νύμφη επάνω. Εσύ δεν θα παντρευτείς». Πολλοί την ζήτησαν να την παντρευτούν. Έγινε όμως όπως προέβλεψε ο π. Ηλίας.

Ό,τι είχε ο άλλος στην καρδιά του το γνώριζε», πολλές φορές το έλεγε. Ξεκινούσαν να ‘ρθούν στην Ρωσσία μερικοί από τον Πόντο και αυτός το γνώριζε. Ξεκίνησαν κάποτε τρεις Έλληνες από το χωριό Αχαλσενί για να τον επισκεφθούν. Έχασαν τον δρόμο και νυχτώθηκαν στην ύπαιθρο. Ο π. Ηλίας ανέφερε για τους τρεις που χάθηκαν και μόλις έφθασαν τους είπε: «Καλά ευλογημένοι, πως χάσατε τον δρόμο και ταλαιπωρηθήκατε;».
Έλεγε μερικές φορές: «Σήμερα θα έλθουν οι τάδε, πιστεύουν και θα γίνουν καλά», ή «αυτός που έρχεται δεν πιστεύει και δεν θα γίνει καλά», και γινόταν όπως έλεγε ο π. Ηλίας. Άλλοτε έβλεπε με το χάρισμα του κάποιον που ερχόταν να τον δη και είχε χαθή στο δάσος. Τότε έστελνε ένα γνωστό του στο σημείο που βρισκόταν ο χαμένος, τον εύρισκε και τον έφερνε κοντά του. Είπε κάποτε: «Έρχεται ο Πέτρος και έχει αυτήν την αρρώστια και θα γίνει καλά. Πέντε η ώρα το πρωί θα είναι εδώ», και έτσι έγινε.

Συχνά προφήτευε λέγοντας: «Θα ‘ρθεί ένας καιρός που θα γίνουν οι άνδρες γυναίκες και οι γυναίκες άνδρες. Τότε θα πέσει μεγάλη κατάρα στον κόσμο. Θα γίνει πόλεμος στην Κωνσταντινούπολη και ο Ρώσσος θα νικά• θα πάει ως τον Ευφράτη ποταμό. Θ’ ανοίξει η Αγιά Σοφιά και θα λειτουργηθή. Ένας εξαδάκτυλος βασιλιάς θα είναι τότε». Και έλεγε: «Ξύπνα Ρωσσία και δράξον τα όπλα σου». Δηλαδή έλα σε μετάνοια, σε πίστη και απόρριψε την αθεΐα.
Έβλεπε συχνά τον άγιο Γεώργιο. Κάποτε του είπε: «Θα ρθουν Τούρκοι να κάψουν την Εκκλησία και θα προσπαθήσουν να σας σκοτώσουν». Το είπε στην οικογένεια του αλλά δυσπίστησαν. Το κτήμα τους το ζήλευαν οι Τούρκοι και ήθελαν να το πάρουν. Μαζεύτηκαν πολλοί με επικεφαλής τον Αχμέτ Κιτιάκ και τη νύχτα πήγαν και χτύπησαν την πόρτα τους, ζητώντας δήθεν να τους δείξη τον δρόμο. Δεν τους άνοιξαν, αυτοί όμως σκότωσαν το σκυλί και άρχισαν να πυροβολούν. Οι σφαίρες πήγαιναν δώθε-κείθε αλλά καμία δεν άγγιξε το σπίτι. Η Κάλλη έβλεπε στην πόρτα τον άγιο Γεώργιο με ανοιχτά τα χέρια να τους προστατεύη. Τέλος έβαλαν φωτιά δίπλα στον αχερώνα όπου μέσα ήταν η Εκκλησία και κάηκε. Πήρε φωτιά και η σκεπή του σπιτιού, αλλά την έσβησαν. Ο π. Ηλίας ύστερα πήγε και προσευχήθηκε μπροστά στα εικονίσματα και ρώτησε τον Χριστό: «Ποιοι είναι αυτοί που έκαψαν την Εκκλησία;» Και ο Χριστός τους απαρίθμησε έναν-έναν.

Ο φθόνος όμως των ανθρώπων δεν τον άφησε ήσυχο. Ένας εξ αγχιστείας συγγενής του τον κατηγόρησε στους κομμουνιστές ότι κρύβει χρυσαφικά. Είπε ότι με τα θαύματα που κάνει μαζεύει ότι του δίνουν, ενώ ο π. Ηλίας δεν έπιανε χρήματα στα χέρια του. Ήρθαν και ρήμαξαν το σπίτι του, άρπαξαν τα πάντα, ενώ αυτόν και την πρεσβυτέρα του Σωτήρα τους φυλάκισαν. Τον π. Ηλία τον βασάνισαν πολύ γιατί ήταν πιστός, δεν ήξεραν ότι είναι και ιερέας. Τον έβαλαν σ’ ένα λάκκο στενό, τόσο που να μην μπορή να καθήση ούτε να γυρίζη από την μια και την άλλη μεριά. Ουρούσαν και αποπατούσαν πάνω του και τον άφηναν νηστικό.
Όταν το έμαθε ο Ρώσσος Διοικητής της Αστυνομίας, του οποίου είχε θεραπεύσει την γυναίκα, ενήργησε και απελευθέρωσε σ’ ένα μήνα την Σωτήρα και στους τρεις μήνες τον π. Ηλία, το έτος 1938. Του έδωσε ρούχα, χρήματα και τρόφιμα, αλλά ο π. Ηλίας πλέον ήταν πολύ άρρωστος από τις κακουχίες και τα βασανιστήρια που του έκαναν. Είχε αιματουρία από τον προστάτη και πονούσε πολύ.
Όταν κάπως συνήλθε άρχισε πάλι να λειτουργή και να βαπτίζη. Οι λειτουργίες γίνονταν τη νύχτα κρυφά και με προφυλάξεις. Έρχονταν είκοσι -τριάντα πιστοί. Ο π. Ηλίας λειτουργούσε στα ελληνικά με πολλή ευλάβεια και κατάνυξη. Τις νύχτες επίσης έκανε τις βαπτίσεις στο σπίτι κάποιου καλού Τούρκου, για να μην δίνη υποψίες. Κάποια μέρα βάπτισε τριάντα επτά, που τους αναδέχθηκε η Σωτήρα, και άλλους ενενήντα ενιά με ανάδοχο την κόρη του Αγάπη (Μαρία μοναχή).

Μια γυναίκα διηγήθηκε πως κάποτε την ώρα που λειτουργούσε ο π. Ηλίας, βγήκε φως από την εικόνα του Αγίου Γεωργίου και στάθηκε πάνω του.
Έκανε συχνά λιτανείες, γιατί προέβλεπε κάποια συμφορά που ερχόταν. Έλεγε: «Από τα ξερά ξύλα καίγονται και τα χλωρά. Από τους αμαρτωλούς καίγονται και οι καλοί», «χωρίς καλά έργα η πίστις νεκρά εστί».
Ένα απόγευμα μόλις άρχισε να σκοτεινιάζη, ο εγγονός του π. Ηλία Γιώργος Κυριακίδης, είδε ένα περίεργο φως που άρχισε να ανεβαίνη από το δάσος χαμηλά προς το βουνό που ήταν το σπίτι, και όλο δυνάμωνε. Σαν να πήρε φωτιά όλος ο τόπος και το παιδί άρχισε να κλαίη. Τον ρώτησε ο π. Ηλίας γιατί κλαίει και το παιδί του ανέφερε για το φως. Γέλασε ο πατήρ και του είπε: «Μην κλαις παιδί μου, αυτός είναι ο άη-Γιώργης. Είναι ο καιρός που έρχεται στην Εκκλησία».
Στα τελευταία του χρόνια δεν μπορούσε να περπατήση. Οι συχνές γαστρορραγίες, ο καρκίνος του προστάτη, η αιματουρία τον είχαν καταβάλει αφάνταστα. Σηκωτό τον πήγαιναν στην Εκκλησία. Όλη την μέρα ήταν σαν νεκρός αλλά την ώρα της προσευχής σαν να έμπαινε μια θεία δύναμη στο αδύνατο σώμα του και παρακαλούσε να τον πάνε στον άη-Γιώργη. Διάβαζε επί τρεις ώρες το Μεσονυκτικό και τον Όρθρο, ύστερα λειτουργούσε και κοινωνούσε τους ανθρώπους που έρχονταν από μακρυά μέσα στα χιόνια.

Στις 6 Δεκεμβρίου 1939 ημέρα Παρασκευή, ανήμερα της γιορτής του Αγίου Νικολάου, άργησε, δεν σηκώθηκε κατά το σύνηθες στις 3. Ο άγιος Νικόλαος τον αγαπούσε πολύ, συχνά του εμφανιζόταν και συνομιλούσαν. Ήρθε λοιπόν εκείνη την ημέρα ο άγιος Νικόλαος λουσμένος σε φως, τον ξύπνησε μ’ ένα θωπευτικό απαλό χτύπημα και γελούσε όλος από ιλαρότητα.
Το ίδιο έτος 1939 έφυγαν τα παιδιά του για την Ελλάδα. Ο π. Ηλίας ενέτεινε τους αγώνες του και άρχισε να προετοιμάζεται για την έξοδο του από αυτόν τον κόσμο.

Όταν πλησίασε ο καιρός της κοιμήσεώς του, τις τελευταίες μέρες έμεινε κατάκοιτος. Δεν δεχόταν φαγητό, τρεφόμενος από την προσευχή. Κοιμήθηκε οσιακά με μεγάλη ειρήνη τον Ιούλιο του 1946. Την ώρα της κοιμήσεώς του, ένα φως κατέβηκε από τον ουρανό και το δωμάτιο του πλημμύρισε από ευωδία. Το δεξί του χέρι έγινε σαν το κερί και μαρτυρούσε τις κρυφές του ελεημοσύνες. Ετάφη κατά την επιθυμία του στην αυλή της Εκκλησίας του αγαπημένου του Αγίου. Δεξιά του αργότερα ετάφη η πρεσβυτέρα του Σωτήρα που κοιμήθηκε το 1963 σε ηλικία 83 ετών και αριστερά του η κόρη του Αγάπη (Μαρία μοναχή).
Από τον τάφο του τις νύχτες έβγαινε φως. Οι στρατιώτες από τα γύρω ρωσσικά φυλάκια το έβλεπαν χωρίς να μπορούν να το εξηγήσουν, και αυτό τους φόβιζε. Κάθε νύχτα στις δώδεκα ακριβώς μεσάνυχτα, έβγαινε το φως από τον τάφο του και έρρεε μύρο. Όσοι χρίονταν από το μύρο, από όποια αρρώστια και αν έπασχαν, αμέσως γίνονταν καλά. Αυτά έγιναν γνωστά και πλέον ήταν τόσοι αυτοί που πήγαιναν να θεραπευθούν στον τάφο του π. Ηλία, που δεν μπορούσαν να κρυφθούν. Έγινε φανερό προσκύνημα.

Τότε ο Διοικητής της Αστυνομίας βρέθηκε σε δύσκολη θέση. Ήθελε μεν να προστατεύση την Εκκλησία, αλλά η μεγάλη συρροή των πιστών στον τάφο του π. Ηλία δημιουργούσε προβλήματα και η κατάσταση ξέφευγε από τον έλεγχο του, γι’ αυτό αποφάσισε να κάνουν την ανακομιδή των οστών. Άνοιξαν τον τάφο σηκώνοντας την πλάκα και βγήκε φως από τον τάφο. Το λείψανο του παπα-Ηλία ήταν ακέραιο και ευωδίαζε. Το έθαψαν πάλι και απαγόρευσαν στον κόσμο να προσέρχεται στον τάφο. Αργότερα, όταν άλλαξαν τα πράγματα και δόθηκε ελευθερία, οι πιστοί άρχισαν πάλι να πηγαίνουν στον τάφο του π. Ηλία, τον ανακήρυξαν Άγιο στο Βατούμ και έβαλαν την εικόνα του στην Εκκλησία.
Το 1962 Γεωργιανοί Επίσκοποι άνοιξαν πάλι τον τάφο του. Το λείψανο του δεν βρέθηκε. Ο τάφος του είχε συληθή. Μετά την κοίμηση του ανέβλυσε Αγίασμα που θαυματουργεί σε όσους αρρώστους πλύνονται ή πίνουν.
Στον ναό του Αγίου Γεωργίου λειτουργούσε ο δισέγγονος του π. Ηλία, ο π. Αβραάμ Παρασκευόπουλος, (έχει πια κοιμηθεί και η πρεσβυτέρα του παραμένει πιστή φύλακας του τόπου όπου κρατάει αναμμένο το καντήλι του Αγίου).
Πρεσβείας του Αγίου Ηλία του μυροβλήτου, Κύριε Ιησού Χριστέ, ελέησον και σώσον ημάς. Αμήν.

Από το βιβλίο «Ασκητές μέσα στον κόσμο», 5η διήγηση.
Κεντρική διάθεση βιβλίου: Ιερόν Ησυχαστήριον «Άγιος Ιωάννης ο Πρόδρομος», Μεταμόρφωσις Χαλκιδικής

Σημειώσεις:
1. Τα στοιχεία που συνθέτουν τον σύντομο βίο του π. Ηλία προέρχονται από διηγήσεις της κόρης του Καλλιόπης (Κάλλης) και των εγγονών του Μαρίας και Όλγας (κόρες της Καλλιόπης). Ευχαριστίες οφείλονται στους κ. Κλημεντίδη Παναγιώτη και κ. Πιλιτσίδη Μιχαήλ, δισέγγονο του π. Ηλία, που κατέγραψαν αντιστοίχως τις διηγήσεις. Ο Γέροντας Παΐσιος είχε διαβάσει τον βίο, έκανε τις παρατηρήσεις του και τόνισε ότι ο π. Ηλίας από μικρός πήρε την θεία Χάρι γιατί υπέμεινε με ανεξικακία τα βασανιστήρια της μητρυιάς του.
2. Λευϊτ. ιη’, 7.

Ηλίας Διαμαντίδης_Отец Илия Диаманти́дис Мироточивый_Илии ΗΛΙΑΣ-iliya-diamantidis75446273Άγιος Παΐσιος Αγιορείτης

– Γέροντα, πώς να βλέπουμε αυτόν που μας αδικεί;

– Πώς να τον βλέπουμε; Σαν έναν μεγάλο ευεργέτη μας, που μας κάνει καταθέσεις στο Ταμιευτήριο του Θεού. Μας κάνει πλούσιους αιώνια. Μικρό πράγμα είναι αυτό; Τον ευεργέτη μας δεν τον αγαπούμε; Δεν του εκφράζουμε την ευγνωμοσύνη μας; Έτσι και αυτόν που μας αδικεί να τον αγαπούμε και να τον ευγνωμονούμε, γιατί μας ευεργετεί αιώνια. Οι άδικοι αδικούνται αιώνια, ενώ όσοι δέχονται με χαρά την αδικία δικαιώνονται αιώνια.

Οι αδικημένοι είναι τα πιο αγαπημένα παιδιά του Θεού. Γιατί ως αδικημένοι έχουν στην καρδιά τους τον αδικημένο Χριστό.

Τον δίκαιο άνθρωπο συνήθως οι άλλοι τον σπρώχνουν στην τελευταία θέση ή ακόμη του παίρνουν και την θέση. Τον αδικούν, τον πατούν -”πατούν επί πτωμάτων”, έτσι δεν λέγεται; Αλλά, όσο οι άνθρωποι τον σπρώχνουν προς τα κάτω, τόσο ο Θεός τον ανεβάζει προς τα πάνω σαν τον φελλό. Θέλει όμως πάρα πολλή υπομονή. Η υπομονή ξεκαθαρίζει πολλά πράγματα.
Ο καλός δοκιμάζεται στα χέρια των κακών, περνάει από τα λανάρια…

Ο άνθρωπος, όταν είναι δίκαιος, έχει τον Θεό με το μέρος του, και όταν έχη και λίγη παρρησία στον Θεό, τότε θαύματα γίνονται. Όταν κανείς βαδίζη με το Ευαγγέλιο, δικαιούται την θεία βοήθεια. Βαδίζει με τον Χριστό. Πώς να το κάνουμε; την δικαιούται. Όλη η βάση εκεί είναι. Από ‘κει και πέρα να μη φοβάται τίποτε. Αυτό που έχει σημασία είναι να αναπαύεται ο Χριστός, η Παναγία και οι Άγιοι στην κάθε ενέργειά μας, και τότε θα έχουμε την ευλογία του Χριστού, της Παναγίας και των Αγίων μας, και το Άγιο Πνεύμα θα επαναπαύεται σ’ εμάς.

Όταν δέχεσαι την αδικία και δικαιολογείς τον πλησίον σου, δέχεσαι τον πολυαδικημένο Χριστό στην καρδιά σου. Τότε ο Χριστός μένει με το ενοικιοστάσιο μέσα σου και σε γεμίζει με ειρήνη και αγαλλίαση.

Ανώτερη αγάπη έχει ο άνθρωπος που σηκώνει ταπεινά το σφάλμα του συνανθρώπου του, παρά εκείνος που σηκώνει τον βαρύ τουρβά του συνοδοιπόρου του.

Κάθε θλίψη να την υπομένετε με χαρά. Οι θλίψεις που μας προκαλούν οι άνθρωποι είναι πιο γλυκές από όλα τα σιρόπια που μας προσφέρουν όσοι μας αγαπούν… Εμείς πρέπει να προσευχώμαστε για όλους που μας κακολογούν, και να ζητούμε από τον Θεό να τους δίνη μετάνοια, φωτισμό και υγεία και να μην αφήνουμε μέσα μας ούτε ίχνος μίσους γι᾿ αυτούς. Να κρατούμε μόνον την πείρα από τον πειρασμό, να πετούμε όλα τα φαρμάκια.. Με λίγη υπομονή που θα κάνη ο άνθρωπος στις δύσκολες στιγμές μπορεί να αποκτήση την θεία Χάρη. Οι περισσότερες δοκιμασίες μόνο με την υπομονή περνούν. Να ξέρετε ότι ο Θεός ευαρεστείται, όταν ο άνθρωπος περνά δοκιμασίες και υπομένει αγόγγυστα δοξάζοντας το άγιο όνομά Του . «Μακάριος ανήρ ος υπομένει πειρασμόν», λέει ο Άγιος Ιάκωβος (Ιακ. α’ 12).

Δεν υπάρχει μεγαλύτερη φωτιά από το εσωτερικό κάψιμο της ψυχής, από τη συνείδηση. Τη βασανίζει και την τρώει συνέχεια με το σαράκι σε τούτη τη ζωή και πιο πολύ φυσικά θα την τρώει στην άλλη ζωή, την αιώνια, «ο ακοίμητος σκώληξ», αν δεν μετανοήσει ο άνθρωπος σ’ αυτή τη ζωή και δεν επιστρέψει τις αδικίες του στου συνανθρώπους του, έστω και με την αγαθή του προαίρετη, σε περίπτωση που δεν μπορεί με άλλο τρόπο.

Είπε ο αββάς Ποιμήν:
«Η πονηρία δεν εξουδετερώνει καθόλου την πονηρία, αλλά, εάν κάποιος σου κάνει κακό, εσύ ευεργέτησέ τον, για να εξαφανίσεις την κακία με τα καλά έργα».

Κάποιος πιστός την εποχή των διωγμών της Εκκλησίας προδόθηκε από μια δούλη του. Αφού βασανίστηκε σκληρά, οδηγήθηκε έξω από την πολη για ν’αποκεφαλιστή. Στο δρόμο έτυχε να συναντήσει την κακή εκείνη δούλη. Μόλις την είδε έβγαλε το χρυσό του δαχτυλίδι της το έδωσε και σφίγγοντας μ’ ευγνωμοσύνη το χέρι της της είπε:
Σ’ ευχαριστώ από την ψυχή μου που έγινες αιτία ν’ απολαύσω τέτοια τιμή, να γίνω Μάρτυς του Χριστού μου.

Ηλίας Τσαβτσαβάτζε_ილია_ჭავჭავაძის_სახლი_ანდრიას_ქუჩაზე_St Ilia the Righteous_2015101821173136558Άγιος Σωφρόνιος του Έσσεξ ο Αθωνίτης

Η καλύτερη μέθοδος για να διορθώσουμε την κατάσταση μέσα στην Εκκλησία είναι να προσευχόμαστε γι’ αυτήν με κλάμα. Ο Chavchavadze ένας άγιος της Γεωργιανής εκκλησίας, «αρπάχθηκε» στους ουρανούς, όπου είδε τους αγίους να κλαίνε για την Εκκλησία. Εκεί προσεύχονται για την Εκκλησία, και αυτή είναι η καλύτερη οδός για να διορθώσουμε τα πράγματα, όχι η οδός των κρίσεων, των μη σωστών ενεργειών, των συκοφαντιών, κλπ. Να έχετε λοιπόν μια σωστή, ευθεία θεώρηση των πραγμάτων και να ενεργείτε στην Εκκλησία με τρόπο εξίσου σωστό.
Να κλαίτε για την Εκκλησία. Να κλαίτε για όλη την ανθρωπότητα. Γιατί για όλη την ανθρωπότητα; Διότι ολόκληρη η ανθρωπότητα νοσεί…

 Γνωρίζω μόνο ότι δεν είναι δυνατό να σωθεί ο κόσμος διαφορετικά, παρά μόνο με το «άφες ημίν τα οφειλήματα ημών, ως και ημείς αφίεμεν τοις οφειλέταις ημών» [Ματθ. 6,12.].
Η δύναμη λοιπόν αυτή της συγχωρήσεως για τις πληγές που μας προξένησαν εκπορεύεται από το Πνεύμα το Άγιο. Αυτή ήταν φυσική στον άνθρωπο πριν από την πτώση του, αλλά τώρα είναι για μας υπερφυσική. Εμείς δεν μπορούμε να συγχωρήσουμε με δική μας δύναμη για τον πόνο που ζήσαμε.

Ο Θεός θέτει αυτή την προϋπόθεση: «Συγχωρήστε και ο Πατέρας θα σας συγχωρήσει».
Σας παρακαλώ, κάντε το αυτό γιά μένα, κάντε αυτή την ηρωική χειρονομία, συγχωρήστε όλους και κατακρίνετε μόνο τον εαυτό σας. Με τον λογισμό μας, δηλαδή, να μην είμαστε διατεθειμένοι να κρίνουμε τούς άλλους, παρά μόνο εμάς. Και όταν θα πούμε: «Συγχώρησον», θα το πούμε με κατάσταση πνεύματος να μην κρίνουμε κανέναν.
Ο Κύριος προσηύχετο υπέρ των σταυρωτών Αυτού: «Πάτερ, άφες αυτοίς• ου γαρ οίδασι τί ποιούσιν».

Απολυτίκιον
Οσίου Ηλία, του Μυροβλύτου,
τουπίκλην Διαμαντίδου, του Ποντίου.
Ήχος πλ. α΄. Τον συνάναρχον Λόγον. (Δρος Χαραλάμπους Μ. Μπούσια)

Μυροβλύτην Ηλίαν ανευφημήσωμεν, τον ευλαβή Ιερέα, ελεημόνων ανδρών θησαυρόν ως ταμιούχον Θείας Χάριτος, και θαυμασίων αυτουργόν Γεωργίου του κλεινού εν Μάρτυσι συνεργεία, μεθ’ ου πρεσβεύει Κυρίω δείξαι οδούς ημίν θεώσεως.

Απολυτίκιον Αγίου Γεωργίου Τροπαιοφόρου Ήχος δ’

Ως των αιχμαλώτων ελευθερωτής, και των πτωχών υπερασπιστής, ασθενούντων ιατρός, βασιλέων υπέρμαχος, Τροπαιοφόρε Μεγαλομάρτυς Γεώργιε, πρέσβευε Χριστώ τω Θεώ, σωθήναι τας ψυχάς ημών.

Απολυτίκιον οσίων Συμεών του διά Χριστόν σαλου και Ιωάννου
Ήχος δ’. Ο υψωθείς εν τω Σταυρώ

Ως ηνωμένοι δι’ ενθέου αγάπης, σύμψυχοι ώφθητε εν πάσι τοις τρόποις, ω Ιωάννη Όσιε και θείε Συμεών· ο μεν βίον ένθεον, διελθών εν ερήμω, ο δε σοφοίς σκώμμασι, τον Βελίαρ μωράνας· και νυν των θείων άμφω αμοιβών, κατατρυφώντες, ημάς εποπτεύοιτε.

Απολυτίκιον Αγίου Ηλία (Chavchavadze) του δικαίου, της Γεωργίας. Ήχος πλ. α΄. Τον συνάναρχον Λόγον.

Εν εσχάτοις τοις έτεσιν ενεθάρρυνας πιστόν λαόν Γεωργίας, Ηλία θεοσεβές, εν τη πίστει παραμείναι και τοις ήθεσιν ακολουθήσαι τοις χρηστοίς Αποστόλων εποφθείς ομόζηλος και Προφήτου σου φερωνύμου ελέγχω και δράσει, άνερ όντως δίκαιε.

Ήχος α΄. Των ουρανίων ταγμάτων.

Τροπαιοφόρον εν βίω προστάτην έχοντα, ω και Ναόν εκθύμως θείον έκτισεν ύμνοις, Ηλίαν, του Υψίστου τον λειτουργόν ευφημήσωμεν κράζοντες· Συν Γεωργίω δυσώπει τον Ιησούν υπέρ ευσεβών, θειότατε.

Ήχος πλ. δ΄. Ω του παραδόξου θαύματος!

Χαίροις, Ιερεύ θειότατε, ο παροτρύνσει σεπτή Γεωργίου, προστάτου σου, του Μεγαλομάρτυρος, τροπαιούχου εν σκάμμασι της ευσεβείας εγείρας πάγκαλο εν Μαχμουτία Ναόν, ον έδειξας ιερωσύνης σου έδραν και αγώνων σου διηνεκών, πάτερ χαριτόβρυτε, κονίστραν πάγκαλον.

Εις τον Στίχον. Στιχηρά Προσόμοια.
Ήχος πλ. α΄. Χαίροις, ασκητικών.

Χαίροις, της ευσεβείας φωστήρ, ενθεωτάτων Ιερέων ευπρέπεια, το φάος Ορθοδοξίας, ελεημόνων ανδρών πύρσευμα το νέον, πάτερ άγιε, Ηλία πανύμνητε, αρετής ενδιαίτημα, Χριστού αγάπης τιμαλφές σεμνολόγημα, ανεξίκακε, ευλαβές και φιλόθεε, ο υπομείνας άσμενος δεινά κολαστήρια ως ο Ιώβ αγογγύστως και ειληφώς χάριν άφθονον θεόθεν παρέχειν ουρανόθεν πάσι σθένος, χαράν και δύναμιν.

Ήχος β΄.

Ευλογημένον των Σουρμένων γόνον και της καθ’ ημάς Ανατολής άνθος νεοθαλλέστατον, Ηλίαν, τον μυροβλυσίας μετά πότμον αξιωθέντα, οι πιστοί ευφημήσωμεν λέγοντες· Οι των μυροβόλων καμάτων σου σου την ευωδίαν απολαύοντες και Κύριον, τον σε θαυμαστώσαντα, δοξάζοντες εκτενώς δεόμεθά σου, πάτερ πανεύφημε, όπως πληρώσης ευωδίας ευχών σου τας ψυχάς ημών, συμπαθέστατε.


Όσιος Ηλίας Διαμαντίδης ο Μυροβλύτης, υπέμεινε με ανεξικακία τα βασανιστήρια της μητρυιάς του

Άγιος Γεώργιος ο Τροπαιοφόρος _Saint George the Trophy-bearer_ Святой Георгий Победоносец_წმინდა გიორგი გმირავს__IGP1641

Ο Όσιος Ηλίας Διαμαντίδης ο εκ Πόντου νεολαμπης ιερέας, ο Μυροβλύτης

Εορτάζει στις 21 Ιουλίου

Αρετής ήλιε, ιερεύ Ηλία,
Πόντον εφώτισας ελεημοσύναις.

Ηλίας Διαμαντίδης_Отец Илия Диаманти́дис Мироточивый_St. Elias Diamantidis_124325467876876Ο πατήρ Ηλίας Διαμαντίδης γεννήθηκε το 1880 στο χωριό Χουρμικιάντο (Κουμουρκιάντου) των Σουρμένων του Πόντου, το οποίο απέχει οκτώ ώρες με το καΐκι από την Τραπεζούντα.

Οι γονείς του, Παναγιώτης και Αθηνά, ήταν φτωχοί αλλά με φόβο Θεού. Απέκτησαν τρία παιδιά, τον Κωνσταντίνο, τον Γεώργιο και τον Ηλία. Το 1888 αφού στερέωσε τα παιδιά της στην ευλάβεια εκοιμήθη η Αθηνά. Ο Παναγιώτης ξαναπαντρεύτηκε και πήρε μια γυναίκα βάρβαρη και κακιά, την Καντίνα. Η μητρυιά κακομεταχειριζόταν και βασάνιζε τον μικρό Ηλία. Με δάκρυα διηγείτο αργότερα πολύ εμπιστευτικά σε μια ορφανή τα βάσανα της παιδικής του ηλικίας, με σκοπό να την στηρίξη.
Η μητρυιά του τον κρεμούσε ανάποδα σε δένδρο επί μια ώρα και παρακολουθούσε ανάλγητη το μαρτύριο του, ενώ εκείνος την παρακαλούσε με δάκρυα να τον λύση. Τον ξεγύμνωνε και με ένα μάτσο τσουκνίδες τον χτυπούσε στα απόκρυφα μέρη. Τύλιγε τα γεννητικά του όργανα με κλωστή προξενώντας αφόρητους πόνους, όχι μόνο από το δέσιμο αλλά και από την αδυναμία διούρησης. Έβαζε φωτιά στα ρούχα του και το παιδί έτρεχε τρομαγμένο να την σβήση. Όλη την ημέρα τον άφηνε νηστικό, δίνοντας του μόνο λίγο ξερό ψωμί. (Αυτή ήταν η απαρχή της μεγάλης του εγκράτειας που ετήρησε σ’ όλη του την ζωή. Τον έστελνε σ’ αυτήν την ηλικία να βόσκη μοσχάρια και τον απειλούσε με βασανιστήρια, αν τα ζώα έκαναν ζημιά. Όταν επέστρεφε το βράδυ τον ρωτούσε ο πατέρας του, αν έφαγε τίποτε και απαντούσε γι’ αυτόν η μοχθηρή μητρυιά του: «Τον τάισα, τον τάισα».
Στα πολλά βασανιστήρια ποτέ δεν παραπονέθηκε. Εφάρμοσε το «ασχημοσύνην μητρός σου ουκ αποκαλύψεις»1. Από όλα αυτά που υπέμεινε με αμνησικακία έλαβε από μικρός ο Ηλίας άφθονη την θεία Χάρι.
Αργότερα που εκοιμήθη ο πατέρας του, η μητρυιά του, γηρασμένη πια, είχε τον φόβο μήπως ο Ηλίας την εκδικηθή για όσα του έκανε. Εκείνος την καθησύχαζε: «Μη φοβάσαι μητέρα, θα σε κοιτάξω καλά». Έμεινε κατάκοιτη στο κρεββάτι και ο Ηλίας δεν άφηνε κανέναν άλλο να την περιποιείται. Ο ίδιος με πολλή αγάπη την τάιζε, την έπλενε, προσέφερε τα πάντα. Αντί της χολής και του όξους της ανταπέδωσε μάννα και ύδωρ. Εκείνη συντετριμμένη έλεγε και ξανάλεγε: «Ηλία, πολύ σε τυράννησα, πολλά κακά σου έκανα, συγχώρεσε με, παιδί μου», και εκείνος ανεξίκακα της έλεγε: «Μη στενοχωριέσαι, μητέρα, είσαι συγχωρημένη».

…Όταν πλησίασε ο καιρός της κοιμήσεως του, τις τελευταίες μέρες έμεινε κατάκοιτος. Δεν δεχόταν φαγητό, τρεφόμενος από την προσευχή.
Κοιμήθηκε οσιακά με μεγάλη ειρήνη τον Ιούλιο του 1946.
Την ώρα της κοιμήσεως του, ένα φως κατέβηκε από τον ουρανό και το δωμάτιο του πλημμύρισε από ευωδία. Το δεξί του χέρι έγινε σαν το κερί και μαρτυρούσε τις κρυφές του ελεημοσύνες. Ετάφη κατά την επιθυμία του στην αυλή της Εκκλησίας του αγαπημένου του Αγίου Γεωργίου. Δεξιά του αργότερα ετάφη η πρεσβυτέρα του Σωτήρα που κοιμήθηκε το 1963 σε ηλικία 83 ετών και αριστερά του η κόρη του Αγάπη (Μαρία μοναχή).
Από τον τάφο του τις νύχτες έβγαινε φως. Οι στρατιώτες από τα γύρω ρωσσικά φυλάκια το έβλεπαν χωρίς να μπορούν να το εξηγήσουν, και αυτό τους φόβιζε. Κάθε νύχτα στις δώδεκα ακριβώς μεσάνυχτα, έβγαινε το φως από τον τάφο του και έρρεε μύρο. Όσοι χρίονταν από το μύρο, από όποια αρρώστια και αν έπασχαν, αμέσως γίνονταν καλά… Όταν άνοιξαν τον τάφο  και σηκώσαν την πλάκα βγήκε φως από τον τάφο. Το λείψανο του παπα-Ηλία ήταν ακέραιο και ευωδίαζε. Το έθαψαν πάλι και απαγόρευσαν στον κόσμο να προσέρχεται στον τάφο. Αργότερα, όταν άλλαξαν τα πράγματα και δόθηκε ελευθερία, οι πιστοί άρχισαν πάλι να πηγαίνουν στον τάφο του π. Ηλία, τον ανακήρυξαν Άγιο στο Βατούμ και έβαλαν την εικόνα του στην Εκκλησία.Το 1962 Γεωργιανοί Επίσκοποι άνοιξαν πάλι τον τάφο του. Το λείψανο του δεν βρέθηκε. Ο τάφος του είχε συληθή. Μετά την κοίμηση του ανέβλυσε Αγίασμα που θαυματουργεί σε όσους αρρώστους πλύνονται ή πίνουν.
Σήμερα στο ναό του Αγίου Γεωργίου λειτουργεί ο δισέγγονος του π. Ηλία, ο π. Αβραάμ Παρασκευόπουλος.
Πρεσβίαις του Αγίου Ηλία του μυροβλήτου, Κύριε Ιησού Χριστέ, ελέησον και σώσον ημάς. Αμήν.

Σημειώσεις:
1. Τα στοιχεία που συνθέτουν τον σύντομο βίο του π. Ηλία προέρχονται από διηγήσεις της κόρης του Καλλιόπης (Κάλλης) και των εγγονών του Μαρίας και Όλγας (κόρες της Καλλιόπης). Ευχαριστίες οφείλονται στους κ. Κλημεντίδη Παναγιώτη και κ. Πιλιτσίδη Μιχαήλ, δισέγγονο του π. Ηλία, που κατέγραψαν αντιστοίχως τις διηγήσεις. Ο Γέροντας Παίσιος είχε διαβάσει τον βίο, έκανε τις παρατηρήσεις του και τόνισε ότι ο π. Ηλίας από μικρός πήρε την θεία Χάρι γιατί υπέμεινε με ανεξικακία τα βασανιστήρια της μητρυιάς του.
1. Λευϊτ. ιη’, 7.

Από το βιβλίο «Ασκητές μέσα στον κόσμο», 5η διήγηση.
Κεντρική διάθεση βιβλίου: Ιερόν Ησυχαστήριον «Άγιος Ιωάννης ο Πρόδρομος», Μεταμόρφωσις Χαλκιδικής.

Ηλίας Διαμαντίδης_ Отец Илия Диаманти́дис Мироточивый _ 273

Ήχος α΄. Των ουρανίων ταγμάτων.

Τροπαιοφόρον εν βίω προστάτην έχοντα, ω και Ναόν εκθύμως θείον έκτισεν ύμνοις, Ηλίαν, του Υψίστου τον λειτουργόν ευφημήσωμεν κράζοντες· Συν Γεωργίω δυσώπει τον Ιησούν υπέρ ευσεβών, θειότατε.

Απολυτίκιον οσιου Ηλία Διαμαντίδη.Ήχος πλ. α΄. Τον συνάναρχον Λόγον.(Ποίημα Δρος Χαραλάμπους Μ. Μπούσια)

Μυροβλύτην Ηλίαν ανευφημήσωμεν, τον ευλαβή Ιερέα, ελεημόνων ανδρών θησαυρόν ως ταμιούχον Θείας Χάριτος, και θαυμασίων αυτουργόν Γεωργίου του κλεινού εν Μάρτυσι συνεργεία, μεθ’ ου πρεσβεύει Κυρίω δείξαι οδούς ημίν θεώσεως.


Όσιος Ηλίας Διαμαντίδης, ο Μυροβλύτης εκ Πόντου

Άγιος Γεώργιος ο Τροπαιοφόρος _Saint George the Trophy-bearer_ Святой Георгий Победоносец_წმინდა გიორგი გმირავს_550a7f7941a

Ο Όσιος Πατήρ ημών Ηλίας Διαμαντίδης, ο Μυροβλύτης.

Εορτάζει στις 21 Ιουλίου

Ο πατήρ Ηλίας Διαμαντίδης γεννήθηκε το 1880 στο χωριό Χουρμικιάντο των Σουρμένων του Πόντου. Η μητρυιά του μικρό τον κακομεταχειριζόταν και τον βασάνιζε, πέρασε μαρτυρικά παιδικά χρόνια. Με δάκρυα διηγείτο αργότερα πολύ εμπιστευτικά σε μια ορφανή τα βάσανα της παιδικής του ηλικίας, με σκοπό να την στηρίξη. Στα πολλά βασανιστήρια ποτέ δεν παραπονέθηκε, αργότερα, στα γηρατειά της, τη φρόντισε με ανεξικακία σαν μητέρα του.

 Μετά από πολλές ταλαιπωρίες και περιπέτειες, παντρεύτηκε και απέκτησε έξι κόρες, αλλά υιοθέτησε και δύο ορφανά κορίτσια και τα μεγάλωσε σαν παιδιά του. Εργαζόταν ως αρτοποιός, αρχικά ως βοηθός και στη συνέχεια με δικό του φούρνο. Ο Ηλίας ήταν προκομμένος και αγαπούσε πολύ τον Θεό. Στενοχωριόταν όμως που δεν ήξερε γράμματα. Φάνηκε λοιπόν κάποτε στον ύπνο του Άγγελος και άρχισε να του μαθαίνη γράμματα, ψαλτική και αγιογραφία. Κάθε βράδυ τον έβλεπε στον ύπνο του και συνέχιζε το μάθημα του, μέχρι που έμαθε ο Ηλίας να διαβάζη, να γράφη καλά, να ψέλνη και να αγιογραφή. Τις Κυριακές έψελνε στην Εκκλησία του Τιμίου Σταυρού, στο χωριό Τσίτα -Dirlik(Cida)των Σουρμένων.

 Ήταν εξαιρετικά καλλίφωνος και έψελνε με ευλάβεια, όπως είχε διδαχθή από τον Άγγελο. Έχοντας αγάπη και έφεση για την προσευχή, ξυπνούσε πάντα νωρίς για να προσεύχεται.Το 1918 η ζωή τους, όπως και όλων των Ελλήνων του Πόντου, έγινε αφόρητη από τις βιαιότητες των Τούρκων. Έτσι με την οικογένεια του πήγαν στο Βατούμ της Γεωργίας οπου ήταν εγκατεστημένη η κόρη του Αγάπη .Έμεινε  στο χωριό Μαχμουτία Makhmudiye, λίγο έξω απο το Βατούμ, σε μια μεγάλη έκταση στο βουνό. 

Μια νύχτα ο Ηλίας είδε στον ύπνο του τον άγιο Γεώργιο οποίος του παρήγγειλε να κτίση κοντά στο σπίτι του Εκκλησία στο όνομα του. Του υπέδειξε μάλιστα και το σημείο που θα κρεμούσε την εικόνα του καθώς και τις άλλες εικόνες, ενώ του υποσχέθηκε ότι θα τον βοηθούσε και θα ενεργούσε θαύματα.

Κάποια ημέρα που ο Ηλίας έσκαβε στο κτήμα του σφηνώθηκε ο κασμάς και δεν έβγαινε. Έσκαψε γύρω του με κοπίδι και σφυρί και τότε βρήκε τοίχο Εκκλησίας. Έσκαψε με προσοχή. Αμέσως φάνηκαν οι τρεις πλευρές του ναού και στον τοίχο μια τοιχογραφία του Αγίου Γεωργίου, που διετηρείτο καλά.

Έφτιαξε την Εκκλησία με σανίδια και την σκέπασε με χορτάρια. Από έξω έμοιαζε με αχυρώνα, ώστε να μην δίνη υποψία στους κομμουνιστές. Ζωγράφισε μόνος του τις εικόνες και τις τοποθέτησε όπως ήθελε ο άγιος Γεώργιος. Η κόρη του Αγάπη, που ήταν κρυφή μοναχή, περιποιείτο την Εκκλησία. Ο Ηλίας της παρήγγειλε να κρατά ακοίμητο το καντήλι του αγίου Γεωργίου. Όταν πήγαινε να σβήση, αυτή άκουγε έναν ήχο χαρακτηριστικό και τότε πήγαινε να προσθέση λάδι και να καθαρίση το φυτίλι του. Αισθάνονταν με διάφορους τρόπους την παρουσία του Αγίου Γεωργίου. Όταν ερχόταν ο Άγιος άκουγαν ποδοβολητό και έβλεπαν τα πατήματα του αλόγου του στον χωμάτινο δρόμο.

Άγιος Γεώργιος ο Τροπαιοφόρος _Saint George the Trophy-bearer_ Святой Георгий Победоносец_წმინდა გიორგი გმირავს_ΓΕΩΡΓΙΟς ΜΕΓΑςΟ Ηλίας αγωνιζόταν πολύ και το παράδειγμα του παρακινούσε και τους άλλους. Ξυπνούσε στις 3 τη νύχτα και μέχρι το πρωί προσευχόταν. Βίαζε τον εαυτό του πολύ στην προσευχή. Έκανε κομποσκοίνι και έτρεχαν τα δάκρυα του συνέχεια. Αν κάποτε δεν ξυπνούσε, τον σκουντούσε ο άγιος Γεώργιοςλέγοντας: «Σήκω, η ώρα πέρασε». Ο ίδιος ξυπνούσε και την οικογένεια του για να προσευχηθούν, ενώ την ορφανή Αυγούλα την ξυπνούσε στις 3.30′ με πραεία φωνή.

Πήγε στον ιερέα της περιοχής ο Ηλίας και του ανέφερε για την Εκκλησία που ανακάλυψε. Εκείνος ήταν γέρος και για τον φόβο των αθέων κομμουνιστών, δεν φορούσε ράσα. Παρακίνησε τον Ηλία να χειροτονηθή ιερέας για να μπορή να βαπτίζη και να κοινωνά τους χριστιανούς. Δέχθηκε και χειροτονήθηκε ιερέας από τον επίσκοπο του Βατούμ. Φορούσε μια ιερατική στολή που είχε κληρονομήσει από ένα θείο του ιερέα, τον παπα-Γιώργη, και λειτουργούσε κρυφά στην Εκκλησία του Αγίου Γεωργίου και σ’ άλλα ερημοκκλήσια.

Όταν οι πιστοί της περιοχής έμαθαν ότι υπάρχει Ιερέας στο χωριό, πήγαιναν για να λειτουργηθούν τη νύχτα στο Εκκλησάκι του αγίου Γεωργίου. Οι Τούρκοι της περιοχής το πληροφορήθηκαν και το κατέδωσαν στην Αστυνομία, η οποία έκανε εφόδους. Όμως ο πατήρ πάντα ειδοποιείτο έγκαιρα από καλούς ανθρώπους και πριν έρθη η Αστυνομία, σκορπίζονταν και έκαναν ότι μαζεύουν ξύλα ή ότι απασχολούνται με κάποια άλλη εργασία. Ο π. Ηλίας δήλωνε ευθαρσώς ότι ήταν χριστιανός, και οι άνθρωποι έλεγαν στην Αστυνομία ότι ήταν εργάτες του. Σε κάθε έφοδο των αστυνομικών τον συνελάμβαναν, τον ανέκριναν, τον έκλειναν στην φυλακή, τον χτυπούσαν και τον άφηναν νηστικό. Υπέστη πολλά βασανιστήρια χωρίς να λυγίση, όμως παρέμεινε σταθερός ομολογητής. Όταν έβγαινε από την φυλακή, ενώ ακόμη πονούσε από τα βασανιστήρια, πήγαινε κρυφά κάθε νύχτα στο Εκκλησάκι του και με τους πιστούς τελούσαν την θεία Λειτουργία.

Ήταν ασκητικός και λιτοδίαιτος. Συνήθως το φαγητό του ήταν λίγο ρυζάκι νερουλό η λίγα καρύδια η λίγο λάχανο βραστό. Στα τέλη του έπινε τσάι με παξιμάδι. Κρατούσε τα τριήμερα και το βράδυ έτρωγε μόνο τρία φουντούκια. Νήστευε με ζήλο τις Σαρακοστές. Συχνά πάθαινε γαστρορραγίες και ήταν πολύ αδύνατος. Συνήθισε και τα παιδιά του από μικρά στη νηστεία.

Την ημέρα εργαζόταν στο κτήμα του. Καλλιεργούσε λαχανικά και πολλών ειδών καρποφόρα δένδρα, ακόμη και τσάγια.

Ο πατήρ είχε ως ευλογία το δεξί χέρι του παπα-Γιάννη Τριανταφυλλίδη που άγιασε. Επίσης μια ηγουμένη από το Σοχούμ του χάρισε την καρδιά και το δακτυλάκι μιας παιδούλας, ονόματι Μαρίας, που διατηρήθηκαν άφθαρτα μετά την εκταφή της. Το κοριτσάκι αυτό καταγόταν από την Σάντα του Πόντου. Οι γονείς της ήταν πάμπλουτοι αλλά υπερβολικά φιλάργυροι και άσπλαχνοι. Όταν εκοιμήθη η μητέρα της, η μητρυιά εβασάνιζε τη Μαρία και την άφηνε νηστική. Αυτή μοίραζε κρυφά τις νύχτες σε φτωχούς και εγκυμονούσες γυναίκες πολλά υλικά αγαθά. Έδινε ακόμη και το λιγοστό ψωμάκι της σε πεινασμένους και αυτή έμενε νηστική. Εκοιμήθη σε ηλικία δώδεκα χρόνων και στην εκταφή της βρέθηκαν άφθαρτα το δεξί της χέρι και η καρδιά της μέσα σε μύρο. Έβλεπαν πριν στον τάφο της κάθε νύχτα ένα φως που ανεβοκατέβαινε τρεις φορές, και αυτό τους παρακίνησε να κάνουν ανακομιδή, όπότε και βρέθηκε ο τάφος της να ευωδιάζη γεμάτος μύρο.

ΗΛΙΑΣ ΔΙΑΜΑΝΤΙΔΗς_Блаженный Илии Диамантидис _-iliya-diamantidis75446.bΌπως υποσχέθηκε ο άγιος Γεώργιος, έδωσε στον παπα-Ηλία το χάρισμα να θεραπεύη ασθενείς. Τους διάβαζε το Ευαγγέλιο, τους σταύρωνε και τους έδινε να ασπασθούν τα λείψανα του Αγίου Ιωάννου του νέου ελεήμονος και της Μαρίας.

Σταύρωνε ακόμη και Τούρκους και Αρμενίους οι οποίοι θεραπεύονταν. Για κάποιον είπε ότι θα έλθει από μακρυά αλλά δεν θα γίνει καλά, γιατί δεν έρχεται με πίστη. Έτσι του είπε ο άγιος Γεώργιος και έτσι έγινε.

Ένα ορφανό παιδί, ο Κώστας από την Κριμαία, έπασχε από επιληψία. Τον θεράπευσε ο π. Ηλίας και η κόρη του, η Αγάπη, τον στεφάνωσε.

Μια μέρα ο άγιος Γεώργιος του έδειξε στο βουνό ένα λουλούδι που έμοιαζε με μαργαρίτα. Είχε δύο χρώματα, άσπρο και κίτρινο. Του είπε να τα βράζη ξεχωριστά. Τα άσπρα, αφού τα βράσει, να τα δίνη στους άτεκνους άνδρες και το ζουμί από τα κίτρινα στις γυναίκες. Επειδή φοβήθηκε μήπως είναι από τον πειρασμό για να φαρμακώση τους ανθρώπους, έβρασε, ήπιε πρώτα ο ίδιος και, αφού είδε ότι δεν έπαθε τίποτε, το έδινε και στους άτεκνους και τεκνοποιούσαν. Ο ίδιος βάπτιζε τα παιδιά τους.

Η εγγονή του π. Ηλία Μαρία, κόρη της Κάλλης, που ζει ακόμη, θυμάται το εξής περιστατικό: -Κάποια ημέρα ήμασταν έξω στο κτήμα και σκαλίζαμε. Ξαφνικά ακούστηκε από το δρόμο θόρυβος και γαύγιζαν τα σκυλιά. Εμείς δεν βλέπαμε γιατί παρεμβάλλονταν το δάσος. Ο παππούς (π. Ηλίας) μονολογούσε: «Κάτι γίνεται”. Μας είπε να μπούμε μέσα στο σπίτι και αυτός κάθησε έξω. Μετά από λίγο φάνηκαν δύο καβαλλάρηδες αγανακτισμένοι και ρωτούσαν: «Ποιος ήταν αυτός με το άσπρο άλογο που μας εμπόδιζε τόση ώρα να έρθουμε; Πού είναι να τον σκοτώσουμε;”. Ο παππούς τους είπε να καθήσουν να ξεκουραστούν και τους κέρασε. Ύστερα τους ρώτησε αν τον δουν, θα τον γνωρίσουν, και είπαν «ναι”. Τότε τους έφερε την εικόνα του Αγίου Γεωργίουκαι αυτοί έκπληκτοι αναγνώρισαν τον καβαλλάρη που τους εμπόδιζε. Συγκλονίστηκαν και βαπτίστηκαν και οι δύο χριστιανοί».

Τρεις Τούρκοι που ζούσαν στην Ρωσσία έμαθαν ότι ο πατήρ κάνει θαύματα και αποφάσισαν να τον σκοτώσουν ή να τον απαγάγουν και να σφραγίσουν την Εκκλησία. Πηγαίνοντας με τ’ άλογα τους τη νύχτα, ένας καβαλλάρης με άσπρο άλογο τους έκοβε τον δρόμο. Τ’ άλογα τους φοβήθηκαν και γύρισαν πίσω. Ήταν ο άγιος Γεώργιος που τους έδιωξε. Μετανοιωμένοι διηγήθηκαν το πάθημα τους στον π. Ηλία ζητώντας συγχώρηση.

Το ιαματικό χάρισμα του πατρός έγινε γνωστό παντού. Έρχονταν από πολύ μακρυά Αρμένιοι, Γεωργιανοί, ακόμη και Τούρκοι για να θεραπευθούν. Ο παπα-Ηλίας, κοιτάζοντας τους προσεκτικά, προγνώριζε αν θα γίνουν καλά. Καταλάβαινε ποιοι θα θεραπεύονταν και τους το έλεγε. Μετά τους διάβαζε. Όταν όμως «έβλεπε” ότι δεν θα γίνονταν καλά, τους έλεγε να φύγουν.

Συχνά προφήτευε λέγοντας: «Θα ‘ρθεί ένας καιρός που θα γίνουν οι άνδρες γυναίκες και οι γυναίκες άνδρες. Τότε θα πέσει μεγάλη κατάρα στον κόσμο. Θα γίνει πόλεμος στην Κωνσταντινούπολη και ο Ρώσσος θα νικά• θα πάει ως τον Ευφράτη ποταμό. Θ’ ανοίξει η Αγιά Σοφιά και θα λειτουργηθή. Ένας εξαδάκτυλος βασιλιάς θα είναι τότε». Και έλεγε: «Ξύπνα Ρωσσία και δράξον τα όπλα σου». Δηλαδή έλα σε μετάνοια, σε πίστη και απόρριψε την αθεΐα.

Έβλεπε συχνά τον άγιο Γεώργιο. Κάποτε του είπε: «Θα ρθουν Τούρκοι να κάψουν την Εκκλησία και θα προσπαθήσουν να σας σκοτώσουν». Το είπε στην οικογένεια του αλλά δυσπίστησαν. Το κτήμα τους το ζήλευαν οι Τούρκοι και ήθελαν να το πάρουν. Μαζεύτηκαν πολλοί με επικεφαλής τον Αχμέτ Κιτιάκ και τη νύχτα πήγαν και χτύπησαν την πόρτα τους, ζητώντας δήθεν να τους δείξη τον δρόμο. Δεν τους άνοιξαν, αυτοί όμως σκότωσαν το σκυλί και άρχισαν να πυροβολούν. Οι σφαίρες πήγαιναν δώθε-κείθε αλλά καμία δεν άγγιξε το σπίτι. Η Κάλλη έβλεπε στην πόρτα τον άγιο Γεώργιο με ανοιχτά τα χέρια να τους προστατεύη. Τέλος έβαλαν φωτιά δίπλα στον αχερώνα όπου μέσα ήταν η Εκκλησία και κάηκε. Πήρε φωτιά και η σκεπή του σπιτιού, αλλά την έσβησαν. Ο π. Ηλίας ύστερα πήγε και προσευχήθηκε μπροστά στα εικονίσματα και ρώτησε τον Χριστό: «Ποιοι είναι αυτοί που έκαψαν την Εκκλησία;» Και ο Χριστός τους απαρίθμησε έναν-έναν.

Ο φθόνος όμως των ανθρώπων δεν τον άφησε ήσυχο.

Μια γυναίκα διηγήθηκε πως κάποτε την ώρα που λειτουργούσε ο π. Ηλίας, βγήκε φως από την εικόνα του Αγίου Γεωργίου και στάθηκε πάνω του.

Έκανε συχνά λιτανείες, γιατί προέβλεπε κάποια συμφορά που ερχόταν. Έλεγε: «Από τα ξερά ξύλα καίγονται και τα χλωρά. Από τους αμαρτωλούς καίγονται και οι καλοί», «χωρίς καλά έργα η πίστις νεκρά εστί».

Ένα απόγευμα μόλις άρχισε να σκοτεινιάζη, ο εγγονός του π. Ηλία Γιώργος Κυριακίδης, είδε ένα περίεργο φως που άρχισε να ανεβαίνη από το δάσος χαμηλά προς το βουνό που ήταν το σπίτι, και όλο δυνάμωνε. Σαν να πήρε φωτιά όλος ο τόπος και το παιδί άρχισε να κλαίη. Τον ρώτησε ο π. Ηλίας γιατί κλαίει και το παιδί του ανέφερε για το φως. Γέλασε ο πατήρ και του είπε: «Μην κλαις παιδί μου, αυτός είναι ο άη-Γιώργης. Είναι ο καιρός που έρχεται στην Εκκλησία».

Ηλίας Διαμαντίδης_Отец Илия Диаманти́дис Мироточивый_St. Elias Diamantidis_124325467876876Κοιμήθηκε οσιακά με μεγάλη ειρήνη τον Ιούλιο του 1946. Την ώρα της κοιμήσεως του, ένα φως κατέβηκε από τον ουρανό και το δωμάτιο του πλημμύρισε από ευωδία. Το δεξί του χέρι έγινε σαν το κερί και μαρτυρούσε τις κρυφές του ελεημοσύνες. Ετάφη κατά την επιθυμία του στην αυλή της Εκκλησίας του αγαπημένου του Αγίου. Δεξιά του αργότερα ετάφη η πρεσβυτέρα του Σωτήρα που κοιμήθηκε το 1963 σε ηλικία 83 ετών και αριστερά του η κόρη του Αγάπη (Μαρία μοναχή).

Από τον τάφο του τις νύχτες έβγαινε φως. Οι στρατιώτες από τα γύρω ρωσσικά φυλάκια το έβλεπαν χωρίς να μπορούν να το εξηγήσουν, και αυτό τους φόβιζε. Κάθε νύχτα στις δώδεκα ακριβώς μεσάνυχτα, έβγαινε το φως από τον τάφο του και έρρεε μύρο. Όσοι χρίονταν από το μύρο, από όποια αρρώστια και αν έπασχαν, αμέσως γίνονταν καλά. Αυτά έγιναν γνωστά και πλέον ήταν τόσοι αυτοί που πήγαιναν να θεραπευθούν στον τάφο του π. Ηλία, που δεν μπορούσαν να κρυφθούν. Έγινε φανερό προσκύνημα.. Άνοιξαν τον τάφο σηκώνοντας την πλάκα και βγήκε φως από τον τάφο. Το λείψανο του παπα-Ηλία ήταν ακέραιο και ευωδίαζε. Το έθαψαν πάλι και απαγόρευσαν στον κόσμο να προσέρχεται στον τάφο.Σήμερα στο ναό του Αγίου Γεωργίου λειτουργεί ο δισέγγονος του π. Ηλία, ο π. Αβραάμ Παρασκευόπουλος.

Πρεσβείαις του Αγίου Ηλία του μυροβλήτου, Κύριε Ιησού Χριστέ, ελέησον και σώσον ημάς. Αμήν.

Από το βιβλίο «Ασκητές μέσα στον κόσμο», 5η διήγηση.
Κεντρική διάθεση βιβλίου: Ιερόν Ησυχαστήριον «Άγιος Ιωάννης ο Πρόδρομος», Μεταμόρφωσις Χαλκιδικής. 2008

8681tavisufali saqartvelo_axali logo

Απολυτίκιον Αγίου Ηλία  Διαμαντίδη του μυροβλήτου.Ήχος πλ. α΄. Τον συνάναρχον Λόγον. (Δρος Χαραλάμπους Μ. Μπούσια)

Μυροβλύτην Ηλίαν ανευφημήσωμεν,τον ευλαβή Ιερέα,ελεημόνων ανδρών θησαυρόν ως ταμιούχον Θείας Χάριτος, και θαυμασίων αυτουργόν Γεωργίου του κλεινού εν Μάρτυσι συνεργεία, μεθ’ ου πρεσβεύει Κυρίω δείξαι οδούς ημίν θεώσεως.

Ήχος α΄. Των ουρανίων ταγμάτων.

Τροπαιοφόρον εν βίω προστάτην έχοντα, ω και Ναόν εκθύμως θείον έκτισεν ύμνοις, Ηλίαν, του Υψίστου τον λειτουργόν ευφημήσωμεν κράζοντες· Συν Γεωργίω δυσώπει τον Ιησούν υπέρ ευσεβών, θειότατε.

https://iconandlight.wordpress.com/orthodox_greek_icons_blog/