Ὁ λαὸς ἵσταται διὰ τὴν ἀνάγνωσιν τοῦ Συναξαρίου.
Συναξάριον
Τῇ Ϛ´ (6ῃ) τοῦ μηνὸς Δεκεμβρίου, Μνήμη τοῦ ἐν Ἁγίοις Πατρὸς ἡμῶν Νικολάου, Ἀρχιεπισκόπου Μύρων τῆς Λυκίας, τοῦ Θαυματουργοῦ καὶ Ὁμολογητοῦ, ἑνὸς ἐκ τῶν Τριακοσίων Δέκα καὶ Ὀκτὼ Πατέρων τῆς Πρώτης Οἰκουμενικῆς Συνόδου, ἐν ἔτει τριακοσιοστῷ καὶ τριακοστῷ (τλ´-330) κοιμηθέντος.
Τῇ αὐτῇ ἡμέρᾳ, Μνήμη τοῦ Ἁγίου Ἐνδόξου Νεομάρτυρος Νικολάου, τοῦ Καραμάνου ἢ Κασσίτη ἐπονομαζομένου, τοῦ ἐν Σμύρνῃ μαρτυρήσαντος κατὰ τὸ χιλιοστὸν ἑξακοσιοστὸν πεντηκοστὸν καὶ ἕβδομον (͵αχνζ´ -1657) ἔτος.
Τῇ αὐτῇ ἡμέρᾳ, Μνήμη τοῦ ἐν Ἁγίοις Πατρὸς ἡμῶν Θεοφίλου ἐπισκόπου Ἀντιοχείας, τοῦ Ἀπολογητοῦ, ἐν ἔτει ἑκατοστῷ ὀγδοηκοστῷ καὶ πέμπτῳ (ρπε´- 185) εἰρηνικῶς τελειωθέντος.
Τῇ αὐτῇ ἡμέρᾳ, Μνήμη τοῦ Ἁγίου Ἐνδόξου Μάρτυρος Νίσερ, τοῦ κατὰ τὸν διωγμὸν τοῦ Διοκλητιανοῦ τὴν καλὴν ὁμολογίαν δόντος καὶ πυρὶ τελειωθέντος. (286-305)
Τῇ αὐτῇ ἡμέρᾳ, Μνήμη τοῦ Ὁσίου Πατρὸς ἡμῶν Ἀβρααμίου τοῦ Σύρου, ἐπισκόπου Κρατείας τῆς Βιθυνίας, ὕστερον δὲ ἐν Παλαιστίνῃ μονάσαντος, ἐν εἰρήνῃ δὲ τελειωθέντος κατὰ τὸ ἔτος πεντακοσιοστὸν πεντηκοστὸν καὶ ἕβδομον (φνζ´- 557).
Τῇ αὐτῇ ἡμέρᾳ, Αὐξίλιος, Ἰσσερνίνος, Σεκοῦνδος, Ἰσάποστολοι Ἰρλανδίας, συνεργάτες Ἁγ. Πατρικίου Ἰρλανδίας (5ος αἰ.)
Τῇ αὐτῇ ἡμέρᾳ, Μνήμη τοῦ Ὁσίου Ἀντωνίου, τοῦ ἐν Σιήσκῳ
Τῇ αὐτῇ ἡμέρᾳ, Μνήμη τοῦ Ἁγίου Ἀέρος τoῦ ἐπισκόπου
Τῇ αὐτῇ ἡμέρᾳ, Μνήμη τοῦ ἐν Ἁγίοις Πατρὸς ἡμῶν Μαξίμου Μητροπολίτου Κιέβου καὶ Βλαδιμήρ, τοῦ καταπολεμήσαντος τὴν μετὰ τῶν Παπικῶν ψευδοένωσιν ἐν Λυὼν (͵ασοδ´- 1274) καὶ ἐν εἰρήνῃ τελειωθέντος, ἐν ἔτει χιλιοστῷ τριακοσιοστῷ καὶ πέμπτῳ (1305). Τὸ δὲ τίμιον σκῆνος αὐτοῦ διατηρεῖται ἀλώβητον ἐν τῷ Καθεδρικῷ Ναῷ τοῦ Βλαδιμήρ.
Τῇ αὐτῇ ἡμέρᾳ, Μνήμη τοῦ Ὁσίου Νείλου, τοῦ ἐν τῇ νήσῳ Στολοβνόε, ἐν τῇ λίμνῃ Σεληγέρα, Ῥωσίας.
Τῇ αὐτῇ ἡμέρᾳ, Μνήμην εὐγνώμονα ἐπιτελοῦμεν φοβερᾶς τινος ἀπειλῆς σεισμοῦ, μετὰ φιλανθρωπίας ἐπενεχθείσης ἡμῖν καὶ διασώσεως τοῦ εὐσεβοῦς λαοῦ.
Τῇ αὐτῇ ἡμέρᾳ, μνήμη τοῦ Ἁγίου ἐνδόξου Ἱερομάρτυρος Γρηγορίου Περάτζε, τοῦ Γεωργιανοῦ, τοῦ ἐν Ἄουσβιτς μαρτυρήσαντος ἐν ἔτει ͵αϠμβ´ (1942).
Στίχοι
Ὁ Νικόλαος, πρέσβυς ὢν ἐν γῇ μέγας,
Καὶ γῆς ἀποστὰς εἰς τὸ πρεσβεύειν ζέει.
Ἕκτῃ Νικόλεώ γε φάνη βιότοιο τελευτή.
Ο όσιος Γεώργιος Καρσλίδης και η καντήλα του αγίου Νικολάου
Ο πατέρας μου – διηγήθηκε μία γυναίκα από τη Σίψα – που τόσο αγάπησε και διακόνησε τον Γέροντα και ευλαβικά κοιμήθηκε, στην αρχή δεν πίστευε, ήταν άπιστος. Πήγαινε από το κακό στο χειρότερο. Τα πρώτα του παιδιά δεν έζησαν, πέθαναν. Τότε ήταν που πρωτοήρθε εδώ στο χωριό ο άγιος Γέροντας και νονός μου. Ήταν σχεδόν παράλυτος και έμενε σε κάποιο σπίτι, του κ. Σπυριδόπουλου. Όλο το χωριό πήγαινε κοντά του, να πάρει την ευχή του.
Πήγε και ο πατέρας μου, κρατώντας μία καντήλα και λίγο λάδι, για να την ανάβει εκεί που έμενε. Όταν όμως ξαναπήγε, είδε την κανδήλα σβηστή και ρώτησε τον Γέροντα, γιατί δεν την ανάβει. Τότε εκείνος του διηγήθηκε το όνειρο που είχε δει:
«Ήμουν επάνω σ’ ένα άλογο, πέρασα πολλά δύσβατα μέρη και πάνω σ’ ένα ύψωμα σας είδα μπροστά σε μία εκκλησία. Είχατε ένα τραπέζι και τρώγατε και η κανδήλα ήταν εκεί αναμμένη. Τότε σας ρώτησα, γιατί αυτή είναι εδώ, ενώ εσείς την φέρατε σε μένα; Αμέσως από την εκκλησία βγήκε ένας ασπρογένης γέροντας και μου είπε· “μην αγγίξεις, αυτοί δεν την έφεραν, εγώ την πήρα, εσύ έχεις, εγώ είμαι πολύ φτωχός”. Ήταν ο άγιος Νικόλαος στα Δενδράκια, ένα γειτονικό χωριό. Γι’ αυτό εδώ σ’ εμένα η καντήλα σου δεν ανάβει. Θα την πάρεις λοιπόν και θα την πας εκεί».
Οι καϋμένοι οι γονείς μου – σαν πρόσφυγες που ήρθαν – ούτε τον δρόμο ήξεραν, πώς να πάνε. Πήραν το ζώο και αφού ταλαιπωρήθηκαν πολύ, κάποτε έφτασαν. Η μητέρα μου έλεγε πως παρ’ όλη την ταλαιπωρία δεν ένιωσε καθόλου κούραση, ήταν ανάλαφρη. Την άφησαν εκεί στον άγιο Νικόλαο και από τότε τα άλλα πέντε παιδιά που γεννηθήκαμε ζήσαμε όλα. Το πρώτο μάλιστα παιδί το ονόμασαν Νικόλαο.
Κάθε χρόνο του αγίου Νικολάου πήγαιναν εκεί, λειτουργούσαν και έκαναν αρτοκλασία. Ο Γέροντας ζήτησε να βαφτίσει το πρώτο από τ’ αδέλφια μου. Στην αρχή ο παππούς έφερε τις αντιρρήσεις του και δεν τον άφησε να βαφτίσει κανένα από τ’ αγόρια. Τελευταία γεννήθηκα εγώ και ήμουν πολύ τυχερή, που με βάφτισε ο Γέροντας.
Από το βιβλίο: (†) Μοναχού Μωυσέως Αγιορείτου, Ο Όσιος Γεώργιος της Δράμας. Έκδοσις Ι. Μ. Αναλήψεως του Σωτήρος, Ταξιάρχες (Σίψα) Δράμα 2016, σελ. 235.
***
Η εμφάνιση του αγίου Νικολάου στον Άγιο Γεώργιο τον Χατζηγιώργη(1886)
Από την Κωνσταντινούπολη ο Γαβριήλ (ο Χατζή-Γεώργης) έφυγε το 1828 και μετά από λίγες ήμερες έφθασε με το πλοίο στη μονή του Γρηγορίου. Βγήκε και ο Γαβριήλ και έπεσε στα πόδια Ηγουμένου λέγοντας· «η Παναγία με έφερε στο Άγιον Όρος» και έτρεχαν δάκρυα από τα μάτια του. Ο ηγούμενος όμως και πάλι δεν ήθελε να τον πάρει στην Μονή· απέφευγε ακόμη και να τον βλέπει. Άλλα οι Πατέρες τής Μονής έκαμναν τον Ηγούμενο και τον δέχτηκε. Του έδωσαν αμέσως το διακόνημα του παραμάγειρα, και διακονούσε πρόθυμα και αγωνιζόταν φιλότιμα στα πνευματικά. Ήταν ακόμη αρχάριος, όταν έτυχε και η Πανήγυρη της Μονής, του Αγίου Νικολάου. Λόγω κακοκαιρίας όμως, δεν μπόρεσαν να ψαρέψουν, και οι Πατέρες ήταν στεναχωρημένοι που δεν θα είχαν ψάρια να φιλέψουν τους Πανηγυριώτες. Άλλ’ ο Γαβριήλ δεν στεναχωρέθηκε γι ‘αυτό, γιατί θεωρούσε πολύ απλό για τον Άγιο Νικόλαο να τα οικονομήσει. Παρακάλεσε λοιπόν τον Άγιο Νικόλαο, και πετάχτηκαν θαυματουργικές στον Αρσανά της Μονής αρκετά μεγάλα και καλά ψάρια, την παραμονή της Εορτής. Οι αδελφοί τα ανέβασαν στη Μονή με χαρά, και τα ετοίμασαν δοξάζοντας τον Θεό.
Μετά από αυτό το Θείο γεγονός, ο Γαβριήλ έφυγε για τα Καυσοκαλύβια, για να μην τον ευλαβούνται οι Πατέρες της Μονής.
Όσοι γνώρισαν τον Γέροντα τον ευλαβούνταν ως Άγιο, όπως φυσικά και ήταν Άγιος. Μάλιστα, πολλοί ευλαβείς προσκυνηταί Ρώσοι έπαιρναν φωτογραφίες του Χατζή-Γεώργη και τις πήγαιναν στους άρρωστους στην Ρωσία, οι οποίοι τις ασπάζονταν με πίστη και θεραπεύονταν. Οι φωτογραφίες του Χατζή-Γεώργη βρίσκονταν στα εικονοστάσια των Ρώσων μαζί με τις εικόνες των Άγιων. Και οι πονεμένοι άνθρωποι τον επικαλούνταν στις προσευχές τους και βοηθούσε ο Άγιος Γέροντας με την Χάρη του Θεού, όπως οι Άγιοι, ενώ βρισκόταν ακόμη στην Κερασιά του Άθωνος….* Εμφανίστηκε κάποτε ο Άγιος Νικόλαος στον Γέροντα Χατζη-Γεώργη τον Αθωνίτη που προσευχόταν πολύ για τον Τσάρο και την ορθόδοξη Ρωσία, και του είπε ότι αυτός δεν έπινε το γάλα της μητέρας του τις Τετάρτες και τις Παρασκευές και «σήμερα στη Ρωσία δεν τηρούν τις νηστείες, για αυτό πέφτουν πολλά δεινά και συμφορές. Βοηθάω πολύ τους Ρώσους, αλλά ζουν άσχημα».**
*Από το βιβλίο: Αγίου Παϊσίου Αγιορείτου-Ο Γέρων Χατζηγεώργης ο Αθωνίτης (1809-1886) Ι. Ησυχαστήριον ” Ευαγγελιστής Ιωάννης ο Θεολόγος” Σουρωτή Θεσσαλονίκης
**https://azbyka.ru/otechnik/Varvara_Pylneva/nikola-milostivyj/#0_10
***
Στα τελευταία του χρόνια δεν μπορούσε να περπατήση. Οι συχνές γαστρορραγίες, ο καρκίνος του προστάτη, η αιματουρία τον είχαν καταβάλει αφάνταστα. Σηκωτό τον πήγαιναν στην Εκκλησία, λειτουργούσε και κοινωνούσε τους ανθρώπους που έρχονταν από μακρυά μέσα στα χιόνια.
Στις 6 Δεκεμβρίου 1939 ημέρα Παρασκευή, ανήμερα της γιορτής του Αγίου Νικολάου, άργησε, δεν σηκώθηκε κατά το σύνηθες στις 3. Ο άγιος Νικόλαος τον αγαπούσε πολύ, συχνά του εμφανιζόταν και συνομιλούσαν. Ήρθε λοιπόν εκείνη την ημέρα ο άγιος Νικόλαος λουσμένος σε φως, τον ξύπνησε μ’ ένα θωπευτικό απαλό χτύπημα και γελούσε όλος από ιλαρότητα. Από το βιβλίο «Ασκητές μέσα στον κόσμο», 5η διήγηση, Ιερόν Ησυχαστήριον «Άγιος Ιωάννης ο Πρόδρομος», Μεταμόρφωσις Χαλκιδικής
***
«Ήταν στη Μόσχα, πριν από 5-6 χρόνια (δηλαδή στις αρχές του 20ού αιώνα). Σε μια φτωχή οικογένεια, η μητέρα βγήκε για να κάνει τις δουλειές του σπιτιού, αφήνοντας τον μικρό τρίχρονο παιδί της μόνο στο δωμάτιο. Όταν η μητέρα έκλεισε την πόρτα πίσω της, ο γάντζος της πόρτας έπεσε στη γροθιά και η πόρτα κλειδώθηκε από μέσα. Το μικρο τριγύρισε στο δωμάτιο, έφτασε στη βρύση και την άνοιξε. Το νερό άρχισε να τρέχει. Δεν κατάφερε να το κλείσει. Φοβήθηκε και άρχισε να ουρλιάζει. Η μητέρα του ήρθε, αλλά η πόρτα ήταν κλειδωμένη. Ενώ πήγε να φωνάξει τον κλειδαρά, να ανοίξει την πόρτα… το παιδί ησύχασε. Ανήσυχη, η μητέρα έτρεξε μες στο δωμάτιο – το παιδί της δεν το βλεπε πουθενά. Έτρεξε στην κούνια και το μωρό ήταν ήρεμα ξαπλωμένο κι όλο βρεγμένο. Η κούνια ήταν φτιαγμένη με ψηλές πλευρές, ώστε το παιδί να μην μπορεί να μπει μόνο του μέσα…
– Πώς μπήκες εδώ; – αναφώνησε έκπληκτη η μητέρα.
«Ο παππούς με έβαλε μέσα», απάντησε το παιδί χαμογελώντας.
-Ποιος παππούς;
-Αυτός εκεί! – και το μικρό έδειξε με το χέρι του την εικόνα του Αγίου Νικολάου.
Εδώ η πιστή μητέρα έπεσε με δάκρυα τρυφερότητας μπροστά στην εικόνα του Θαυματουργού-Ελεήμονος: κατάλαβε ότι ο ίδιος ο Άγιος είχε εμφανιστεί στο αθώο μωρό της και πατρικά το χάιδεψε, βάζοντάς το στην κούνια του. Και η ευγνώμων καρδιά του παιδιού, του έμαθε να ευχαριστεί τον Άγιο, χωρίς καμία προτροπή, όπως μπορούσε: έκτοτε, το παιδί άρχισε να βάζει τα περισσότερα από τα δώρα που του έφερναν στην εικόνα του Ιεραρχου του Χριστού. «Αυτό είναι για τον παππούλη», έλεγε συνήθως το παιδί, βάζοντας την παιδική του προσφορά στην εικόνα, και μόνο τότε του επέτρεπαν να πάρει τα δώρα από την εικόνα όταν του έλεγαν ότι ο «παππούς» έδωσε εντολή να τα δώσουν στα φτωχά παιδιά. ”
Να, ένα συγκινητικό παράδειγμα όχι μόνο της βοήθειας του Αγίου, που εκείνη τη στιγμή δεν του ζητήθηκε, αλλά και μιας εκπληκτικής ευαισθησίας και ευγνωμοσύνης που φούντωσε ξαφνικά σε τόσο μικρή ηλικία.
Από το βιβλίο «Πώς ζει η Ρωσική Ορθόδοξη Ψυχή μας» του Επισκοπου Βόλογκντα και Τοτέμσκι Νίκωνος, που δημοσιεύτηκε το 1909.
***
Μια αρμάθα κουλούρια
Το 1942 η οικογένειά μας εκτοπίστηκε από το Λένινγκραντ στην περιοχή Γιαροσλάβλ. Εκεί αγοράσαμε μια μικρή καλύβα. Η μητέρα μου ήταν άρρωστη εκείνο τον καιρό, αλλά κάπως έπρεπε να ζήσουμε. Πεινούσαμε και έτσι βοσκούσαμε ζώα για να βγάλουμε λίγα χρήματα για να τραφούμε ελάχιστα.
Μια χειμωνιάτικη μέρα η μικρότερη αδερφή μου άρχισε να παρακαλεί τη μητέρα μου για ένα μικρό αποξηραμένο κουλούρι, ένα sushechka . Δεν είχαμε αλεύρι στο σπίτι, πόσο μάλλον οτίδηποτε άλλο, αλλά το κορίτσι επέμενε. Τότε η μητέρα μου, χάνοντας την υπομονή της, την γύρισε στην εικόνα του Αγίου Νικολάου και της είπε: «Στάσου εδώ και ζήτησε από τον Άγιο Νικόλαο να σου στείλει ένα sushechka »
.
Μετά από αυτό ήρθε μια τρομερή χιονοθύελλα για δύο ημέρες. Τεράστιοι σωροί χιονιού συσωρεύτηκαν στην είσοδο της καλύβας μας. Το πρωί της δεύτερης μέρας, όταν επιτέλους βγήκε ο ήλιος, η μητέρα άκουσε κάποιον να χτυπάει απαλά την εξώπορτά μας. Με έστειλε να ανοίξω, νομίζοντας ότι ήταν ο γείτονάς μας. Από την πόρτα μας μπορούσα να δω μια μεγάλη αρμαθιά από φρεσκοψημένα κουλούρια κρεμασμένα στον φράχτη μας. Έτρεξα στη μητέρα μου και της είπα το θαύμα. Η μητέρα δεν πείστηκε. Μας έβαλε να φορέσουμε τα πανωφόρια μας και να παμε στο χωριό να δούμε μήπως κάποιος τα είχε ξεχάσει.
Το χιόνι ήταν φρέσκο και δεν υπήρχαν πουθενά ίχνη. Ο γείτονάς μας δεν ήξερε τίποτα. Κανείς στο χωριό δεν είχε ιδέα γι’ αυτά. Δεν βρήκαμε σε ποιον ανήκαν τα κουλούρια και γυρίσαμε σπίτι.
Αυτό ήταν πραγματικά ένα θαύμα, γιατί κανείς στο χωριό δεν θα μπορούσε να μας κάνει ένα τέτοιο δώρο: όλοι εκεί λιμοκτονούσαν. Μόλις φτάσαμε στο σπίτι, η μητέρα μου μας έβαλε μπροστά στην εικόνα του θαυματουργού αγίου και είπε: «Ευχαριστήστε τον Άγιο Νικόλαο τον Θαυματουργό» και μας έδωσε στον καθένα ένα κουλούρι. Αυτό το πακέτο μας κράτησε για πολύ.
Irina Soboleva
***
Ο παπα-Δημήτριος Παπαδημητρίου γεννήθηκε στην Αραδίπου της Κύπρου το έτος 1890 από τον Νικόλαο και την Άννα. Είχε και άλλες δύο αδελφές. Ο πατέρας του εκοιμήθη, και ο Δημήτρης ωρφάνεψε από πολύ μικρός. Η ευλαβής και εργατική μητέρα του τον έστειλε στο σχολείο να μάθη γράμματα. Σε ηλικία 10 ετών του συνέβη ένα περιστατικό το οποίο σημάδεψε και επηρέασε όλη την ζωή του. Έβοσκε αγελάδες και ξαφνικά μία απ’ αυτές αγρίεψε και άρχισε να τρέχη χωρίς κάποια αφορμή, ίσως και από δαιμονική ενέργεια. Ο μικρός Δημήτριος για να την συγκρατήση άρπαξε το σχοινί που ήταν δεμένη και προσπαθούσε να την κρατήση. Όμως αυτήν τον παρέσυρε και τον έρριξε μέσα σ’ ένα πηγάδι με νερό. Ο μικρός βλέποντας τον κίνδυνο να πνιγή ζητούσε βοήθεια. Αλλά ποιος να τον ακούση και να τον βγάλη από το πηγάδι; Τότε, ξαφνικά στο βάθος του πηγαδιού εμφανίζεται ο άγιος Νικόλαος, ο οποίος τον ευλόγησε. Ένιωσε τότε τα νερά του πηγαδιού να ανεβαίνουν ως την επιφάνεια της γης μέχρι που ξεχείλισαν, ανεβάζοντας συγχρόνως και τον μικρό Δημήτριο, ο οποίος πλέον βγήκε εύκολα από το πηγάδι. Πάτησε στη γη και είδε τα νερά πάλι να κατεβαίνουν. Τότε ο άγιος Νικόλαος τον ευλόγησε και πάλι και του είπε9: «Πρόσεχε την ζωή σου γιατί θα γίνεις ιερέας», και αμέσως εξαφανίστηκε.
Αυτό το γεγονός τον συγκλόνισε και έλαβε υπ’ όψη του όσα του είπε ο άγιος Νικόλαος. Είχε ζήλο για την πνευματική ζωή, πήγαινε συχνά στην Εκκλησία και καλλιεργούσε την κλίση του για την ιερωσύνη. Από 12 ετών πήγε στο μοναστήρι του Αγίου Γεωργίου Κοντού και για τρία χρόνια βοηθούσε τον ιερομόναχο Λαυρέντιο. Από το βιβλίο «Ασκητές μέσα στον κόσμο», Β’ τόμος , Ιερόν Ησυχαστήριον «Άγιος Ιωάννης ο Πρόδρομος», Μεταμόρφωσις Χαλκιδικής
***
«Τι έκανες, χαζουλάκι μου;…»
Βρέθηκα στη θάλασσα για πρώτη φορά πέντε χρονών, τότε που στους γονείς μου είχαν δώσει από τη δουλειά τους κουπόνι διακοπών στο Σότσι. Ο καιρός κάθε μέρα μας έκανε να το χαιρόμαστε πολύ. Η διάθεση ήταν υπέροχη, και πώς μπορεί να ήταν αλλιώς, όταν ο μπαμπάς και η μαμά είναι δίπλα, όταν γύρω μου όλοι γελάνε, κολυμπάνε στη θάλασσα, τρώνε παγωτό, παίζουν μπάλα…
Μετά από μερικές μέρες διακοπών, ένιωσα ότι έχω εξοικειωθεί πολύ με το νερό, αν και δεν ήξερα να κολυμπώ. Με το που οι γονείς μου αφαιρέθηκαν για ένα δευτερόλεπτο, μπήκα μόνη μου στη θάλασσα. Αποφάσισα ότι δεν είναι αρκετό να μείνω στα ρηχά και άρχισα να απομακρύνομαι από την ακτή. Ένα βήμα, δεύτερο, είναι ακίνδυνα. Τα πόδια μου νιώθουν το βυθό. Προχωρώ παραπέρα, το νερό φτάνει στους ώμους. Κάτι μου ψιθύριζε: «Σταμάτα!». Όμως, ήθελα τόσο πολύ να είμαι αυτόνομη και ενήλικη… Λέω στον εαυτό μου: «Είμαι αθλήτρια ενόργανης γυμναστικής και δε φοβάμαι καθόλου τη δοκό, τους ασύμμετρους ζυγούς ούτε τον αυστηρό προπονητή. Είμαι τόσο θαρραλέα! Και η γλυκιά θάλασσα δεν μπορεί να προκαλέσει πόνο, δεν μπορεί να με μαλώσει». Προχωρώ.
Ξαφνικά, νιώθω ότι κάτω από τα πόδια μου δεν υπάρχει τίποτα! Μέσα στον πανικό χτυπάω στο νερό με τις γροθιές μου, το νερό απότομα σκεπάζει το κεφάλι μου. Κατάφερα, κάποιες φορές, να τιναχτώ από τον βυθό προς τα πάνω και να βγω έξω από το νερό. Αυτή η ανώφελη πάλη κράτησε μερικά δευτερόλεπτα ώσπου μετά μόνο κενό και σκοτάδι.
Συνήλθα στην παραλία. Δεν έχω καταλάβει τι είχε γίνει. Φοβόμουν. Τα δόντια μου κτυπούσαν από το κρύο, τα χέρια μου έτρεμαν. Βλέπω οι γιατροί κοντά μου ψαχουλεύουν, κάτι λένε στους γονείς μου και κλείνουν τη βαλίτσα. Βέβαια, οι κινήσεις τους είναι κάπως παράξενες, αργές ίσως. Έτσι, στους Ολυμπιακούς αγώνες, στα πρωταθλήματα δείχνουν σε αργή κίνηση την επανάληψη της εκκίνησης των αθλητών, τις κινήσεις των χορευτών του καλλιτεχνικού πατινάζ. Δίπλα μου βλέπω έναν άνθρωπο με μεγάλα καλοκάγαθα μάτια και ξανθή γενειάδα. Μου βάζει το χέρι του στο κεφάλι μου: «Τι έκανες, χαζουλάκι μου; Η μαμά σου έχει καρδιά, ανέβηκε η πίεση…» – η φωνή του είναι ήρεμη και γλυκιά.
Με πλησίασε η μαμά, με αγκάλιασε και αισθάνθηκα τη μυρωδιά από πικρό φάρμακο. «Σάσα, Σάσενκα…» (Υποκοριστικά για το Αλεξάνδρα – σημ.μεταφρ.) – το μοναδικό που μπορούσε να πει η μαμά κλαίγοντας. Αποχαιρετώντας μας ο γιατρός από την ομάδα της Άμεσης Βοήθειας αστειεύτηκε: «Να της στερήσετε το επιδόρπιο για μερικές μέρες, αλλά ακόμα καλύτερα να της δώσετε τη βιταμίνη “Λουρί”!». Σκέφτηκα μέσα μου: «Τι άκομψος, επιτρέπεται να μιλάει στα παιδιά με τόσο βραχνή φωνή;»
Όταν έφυγαν οι γιατροί, διαπίστωσα ότι αυτός ο άγνωστος που μόλις ήταν δίπλα μου, δεν υπήρχε πια. Παρά το φόβο και την ηλικία μου, καταλάβαινα ότι ο καλοπροαίρετος συνομιλητής μου δεν έμοιαζε με γιατρό ή υγειονομικό: δεν είχε στηθοσκόπιο ούτε άσπρη μπλούζα… Και τα χέρια του ήταν διαφορετικά. Όταν με ακούμπησε στο μέτωπο, αισθάνθηκα ζέστη. Μια ζέστη που δεν έχει σχέση με τον καιρό ούτε μετριέται με θερμόμετρο. Είναι αυτό που συμβαίνει, καμιά φορά, όταν είσαι χάλια και μόλις αγκαλιάζεις τη μαμά, το κακό εξανεμίζεται. Δεν μπορούσες να τον πεις και παραθεριστή. Τι ρούχα είχε, δεν είμαι σίγουρη: κάτι μπλε, αλλά η ενδυμασία του, σίγουρα, δεν ήταν για κολύμπι.
Οι γονείς μου πολύ συχνά διηγούνταν το επεισόδιο εκείνης της ημέρας, διακόπτοντας ο ένας τον άλλον. Ο μπαμπάς έλεγε ότι είχε δει ότι το μικρό μου κεφαλάκι εμφανίστηκε πάνω από το νερό και εξαφανίστηκε, και, βεβαίως, αμέσως ρίχτηκε στη θάλασσα. Η μαμά, από την άλλη, η οποία ποτέ δεν ήξερε να κολυμπάει, έλεγε ότι στέκονταν στην ακτή και φώναζε για βοήθεια. Στην παραλία είχε επικρατήσει αναβρασμός: άλλοι βουτούσαν στο νερό, κάποιοι έλεγαν προς τα που να κολυμπήσουν για να με βρουν, άλλοι έτρεχαν για γιατρούς και διασώστες. Όμως, αρκετά γρήγορα, ενώ ήμουν πνιγμένη, ένα κύμα με είχε ρίξει προς την ακτή, ακριβώς στα χέρια της μαμάς μου. Ενδιαφέρον είναι ότι εκείνη την ημέρα αν και η θάλασσα ήταν πολύ ήρεμη, εμφανίστηκε αυτό το «σωτήριο κύμα» και αμέσως η θάλασσα ξανά ηρέμησε.
Η διήγηση πάντοτε τελείωνε πολύ συναισθηματικά: «Τι θαύμα ήταν αυτό που έγινε! Κανένας δεν κατάλαβε πώς βρέθηκε αυτό το κύμα πάνω στην ώρα!»
Εμένα τότε με ενδιέφερε ένα ερώτημα: ποιος ήταν εκείνος ο άνδρας με τη γενειάδα που δε φορούσε ενδυμασία παραλίας. Ρωτούσα τη μαμά για αυτόν, και αυτή με κοιτούσε παράξενα και με τρόμο:
– Ποιος άνδρας; Δεν υπήρχε κανένας δίπλα με γενειάδα!
Όμως, εγώ αντιδρούσα:
– Δεν είναι αλήθεια, εκεί ήταν ένας θείος, εγώ φοβόμουν πολύ και σκεφτόμουν ότι έτσι πεθαίνουν οι άνθρωποι. Αισθάνθηκα ότι πέθανα. Εκείνος ο θείος με χάιδεψε στο κεφάλι, σταμάτησα να φοβάμαι και χάρηκα που ήμουν ζωντανή. Είχε φωνή σαν του μπαμπά, τρυφερή, και τα χέρια του ήταν ζεστά σαν τα δικά σου. Δεν με μάλωνε, δεν ήθελε να μου δώσει τη βιταμίνη “Λουρί”. Με παρηγορούσε! Ίσως, και ο ίδιος, όταν ήταν μικρός, παραλίγο να είχε πνιγεί και να ήξερε πόσο χάλια ήμουν.
– Απλώς τρόμαξες, και επειδή κάποιο διάστημα δεν ανέπνεες, μπορεί να σου φάνηκε πως είδες κάτι. Συμβαίνει καμιά φορά, θα περάσει. –Με παρηγορούσε η μαμά.
Δεν αντέλεγα και δε ρωτούσα πλέον για τον άγνωστο για να μην στεναχωρώ και να μην τρομάζω τους γονείς μου. Όμως, ήξερα σίγουρα ότι ο συμπονετικός άγνωστος υπήρχε στην πραγματικότητα.
Τα χρόνια περνούσαν και αυτό το περιστατικό, δυστυχώς, άρχισε να σβήνει από τη μνήμη μου. Ξεχάστηκε και ο συμπονετικός άγνωστος. Για πολύ καιρό φοβόμουν όχι μόνο τη θάλασσα αλλά και την πισίνα.
Αργότερα, σιγά-σιγά, αυτός ο φόβος έφευγε και έμαθα να κολυμπώ πολύ καλά.
Μετά από είκοσι χρόνια και βάλε συναντήθηκα και πάλι με τον συμπονετικό άγνωστο.
Και πάλι με έσωσε. Μόνο δεν ήταν στη Μαύρη Θάλασσα, αλλά στη Μόσχα και χειμώνα, όχι καλοκαίρι. Περίμενα μωρό. Η εγκυμοσύνη δεν ήταν εύκολη. Είχα τοξίκωση, ζαλάδες, αδυναμία, με κίνδυνο αποβολής. Οι γιατροί με προειδοποιούσαν ότι πρέπει να ζω χωρίς στρες, μόνο καλές σκέψεις και αισθήματα, γιατί αλλιώς θα έχανα το μωρό μου. Μου έλεγαν ότι πρέπει να αντέξω το πρώτο τρίμηνο, και ότι μετά θα είναι πιο εύκολα. Με την βοήθεια του Θεού το «επικίνδυνο» διάστημα πέρασε.
Οι γιατροί με συμβούλεψαν να βρίσκομαι περισσότερο χρόνο έξω και να βαδίζω. Και εμένα μου αρέσει να περπατώ στο πάρκο-δάσος Ισμάϊλοβσκιϊ. Εκείνη τη χειμερινή μέρα ακολούθησα το συνηθισμένο μου δρομολόγιο, δηλαδή πέρασα μέσα από όλο το δάσος μέχρι τη στάση του μετρό «Ισμάϊλοβσκαγια». Περίπου 50 μέτρα προτού βγω από το δάσος, μπροστά μου βρέθηκαν τέσσερα σκυλιά. Πολύ επιθετικά και τεράστια.
Να πω ότι φοβήθηκα είναι πολύ λίγο. Έμεινα σύξυλη! Ήθελα πολύ να τρέξω, όμως, δόξα τω Θεώ, από τον τρόμο μου, τα πόδια μου δεν κουνούσαν. Προσπάθησα να βγάλω κραυγή για βοήθεια, όμως η «κραυγή» μου έμοιαζε με λυπητερό τσίριγμα. Τριγύρω δεν υπήρχε κανείς. Κοιτούσα τα εξαγριωμένα σκυλιά και αυτά εμένα. Έκρυβα αφελώς την κοιλιά μου με τη γυναικεία μου τσάντα και επαναλάμβανα μέσα μου: «Κύριε, σώσε με! Κύριε, ελέησον το παιδί μου! Μπορεί να είμαι η χειρότερη όλων και να μου αξίζει κάτι κακό, όμως το μωράκι μου δεν φταίει σε κάτι. Σώσε το!»
Πόσο κράτησε αυτό το επεισόδιο, δεν ξέρω. Ξαφνικά, ακούω μια φωνή να λέει:
– Κορούλα μου, μη φοβάσαι! Θα φύγουν αμέσως και δε θα σε πειράξουν!
Στο μυαλό μου πέρασε η σκέψη: «Ο μπαμπάς; Και τι κάνει στο δάσος αφού μένει σε άλλη πόλη;»
Γύρισα και βλέπω ότι έρχεται ένας κύριος, μου χαμογελάει πολύ γλυκά και στα άγρια τετράποδα που με είχαν απειλήσει λέει:
– Ελάτε, ελάτε! Δεν ντρέπεστε! Σε λίγους μήνες θα γίνει μαμά, και εσείς την τρομάξατε τόσο! Δεν πρέπει να αγχώνεται!
Τα αδέσποτα με κοίταξαν με ενοχή (σταμάτησαν κιόλας να φαίνονται τόσο τρομακτικά), γύρισαν και υπάκουα ακολούθησαν τον καλοπροαίρετο περαστικό.
Κάθισα για πολύ σε εκείνο το μέρος και δεν μπορούσα να καταλάβω τι είχε συμβεί. Έφτασα στο μετρό. Τότε, τη δεκαετία του 1990, στις προσβάσεις πριν από τις στάσεις του μετρό, γιαγιάδες πουλούσαν ηλιόσπορους, πλεχτά, σπιτικές μαρμελάδες. Τις ρώτησα αν είδαν που πήγε ένας κύριος περικυκλωμένος από αδέσποτα σκυλιά. Η απάντηση ήταν αρνητική.
Μπήκα στο μετρό και, χωρίς να το καταλάβω, κάθισα στο τρένο που πήγαινε προς αντίθετη κατεύθυνση από το σπίτι μου. Έτσι, βρέθηκα στη στάση «Μπάουμανσκαγια», όπου βρίσκεται ο Ιερός Ναός των Θεοφανείων. Εδώ είχα βαφτισθεί μερικά χρόνια πριν το γάμο μου.
Στο ναό πλησίασα το κιόσκι της έκθεσης και αφηρημένη έπαιζα το μολύβι και έκανα θόρυβο με τα φύλλα όπου ήθελα να γράψω ονόματα για μνημόνευση.
Μάλλον, φαινόμουν πολύ τρομαγμένη και παράξενη. Η γυναίκα από την έκθεση με ρώτησε:
– Δεν είστε καλά; Να σας προσφέρω νερό; Να καλέσω την Άμεση Βοήθεια; Είστε άσπρη σαν σεντόνι. Μην ντρέπεστε, πείτε μου!
– Μου είχαν επιτεθεί κάτι σκυλιά και ένας άγνωστος περαστικός με έσωσε. Απλά έκανε μια χειρονομία, είπε λίγα λόγια στα σκυλιά και αυτά με άφησαν ήσυχη.
– Τι καλός περαστικός! Δόξα τω Θεώ, υπάρχουν γενναίοι και φιλεύσπλαχνοι άνθρωποι! Ανάψτε κεράκι και γράψτε το όνομά του για μνημόνευση υπέρ υγείας…
– Αυτό είναι το θέμα! Ούτε τον ευχαρίστησα ούτε το όνομά του ρώτησα!
– Τα χάσατε, συμβαίνει… Είναι τρομερό όταν σε περικυκλώνουν σκυλιά…
Οι άνθρωποι άρχισαν να με παρηγορούν. Η ώρα πλησίαζε στην απογευματινή ακολουθία και οι άνθρωποι ήθελαν να γράψουν ονόματα, να ανάψουν κεριά.
– Είναι μια απίστευτη ιστορία. Στην αρχή, μου είχε φανεί ότι ο άγνωστος μιλούσε με τη φωνή του μπαμπά μου, και ύστερα θυμήθηκα την ιστορία από την παιδική μου ηλικία, τότε που παραλίγο να είχα πνιγεί…
– Τι σχέση έχει η παιδική σας ηλικία; – με διέκοψε κάποιος.
– Όταν είχα συνέλθει από τον πνιγμό στην ακτή, είδα έναν άγνωστο με γενειάδα. Μοιάζει πολύ με τον περαστικό που με έσωσε από τα σκυλιά. Δεν άλλαξε μετά από τόσα χρόνια! Τα μάτια του δε θα τα ξεχάσω ποτέ, ήταν καλοκάγαθα και τρυφερά. Και εγώ δεν είπα ούτε ένα «ευχαριστώ»! Όταν καλούσα για βοήθεια, δε τα έχασα, όμως, για να τον ευχαριστήσω το ξέχασα. Και εσείς μου λέτε να γράψω όνομα…
Κάποιες από τις συνομιλήτριές μου με συμβούλεψαν να πλησιάσω τις εικόνες και να ευχαριστήσω τους αγίους και απλά να προσευχηθώ για τον φιλεύσπλαχνο περαστικό. Η γυναίκα της έκθεσης με πήρε αγκαζέ και με πήγε στο ναό. Την ρώτησα αν μπορώ να προσκυνήσω τη μεγάλη εικόνα του Αγίου Ιεράρχη Νικολάου του Θαυματουργού. Μου έκανε θετικό νεύμα και μου έδωσε ένα μεγάλο κερί.
Άναψα το κερί και καθώς πλησίασα την εικόνα, φώναξα δυνατά:
– Αυτός είναι!
Η γυναίκα τρόμαξε:
– Ποιος αυτός;
– Αυτός είναι, ο Άγιος Νικόλαος που με έσωσε πριν από λίγο στο δάσος. Και όταν ήμουν μικρή, στη θάλασσα, αυτός ήταν που δε με άφησε να πνιγώ και που με παρηγορούσε μετά. Πώς και δεν το κατάλαβα αμέσως! Μου αρέσει πολύ να προσεύχομαι μπροστά σε αυτή την εικόνα και στις άλλες εικόνες του Αγίου Νικολάου. Τόσα πολλά έχω διαβάσει για τη βοήθεια του Αγίου Νικολάου στη θάλασσα, στις φυλακές, σε κάθε περίσταση. Γιατί μόνο τώρα συνέδεσα αυτά τα γεγονότα και γνώρισα τον «άγνωστό» μου;
Η γυναίκα χαμογέλασε:
– Άρα, δεν ήσασταν έτοιμη να τον γνωρίσετε νωρίτερα. Ο Κύριος, η Μητέρα του Θεού, οι Άγιοί Του είναι πάντα δίπλα μας, μόνο που δε βλέπουμε.
Είναι ενδιαφέρον ότι αυτό το τελευταίο περιστατικό μού συνέβη λίγες μέρες πριν από τις 19 Δεκεμβρίου (6 Δεκεμβρίου π.η. στη Ρωσία )…
Αλεξάνδρα Γκριπάς
Μετάφραση για την πύλη gr.pravolavie.ru: Αναστασία Νταβίντοβα
https://gr.pravoslavie.ru/136435.html
***
Ο Άγιος Νικόλαος κατέβηκε στα χαρακώματα, στους στρατιώτες
Μια αληθινή ιστορία του 1944
Μοναχός Βαρσανούφιος (Κουζνετσόβ)
Ο παππούς μου, ο Φιόντορ Σίντοροβιτς, είχε πάει στο μέτωπο του πολέμου το 1941. Είχε καταταγεί στο 282ο Σύνταγμα Πεζικού Τυφεκιοφόρων της 19ης Μεραρχίας Τυφεκιοφόρων. Οι μάχες στο Δυτικό Μέτωπο, κατά τους πρώτους μήνες του πολέμου, ήταν πολύ σκληρές και ήδη τον Αύγουστο του 1941 είχε τραυματιστεί βαριά στο κεφάλι, στα δυο του πόδια και το δεξί χέρι. Μετά την ανάρρωση, τον έστειλαν στο Βαλτικό Μέτωπο. .. Τη φλόγα της πίστης την είχαν ανάψει στην καρδιά του οι γονείς του για να την στερεώσει μέσα από το χωνευτήρι του Μεγάλου Πολέμου. Όταν θυμόταν τη μητέρα του, ο παππούς με δάκρια διηγούταν ένα θαύμα…
…Ήταν το 1944. Σε ένα από τα χαρακώματα κάθονταν τρείς σοβιετικοί στρατιώτες, ο Σίντορ, ο Βασίλης και ο Φιόντορ. Κάπνιζαν σιωπηλά και σκέφτονταν ο καθένας τα δικά του…
Ο Φιόντορ, ο παππούς μου, σκεφτόταν εκείνη τη στιγμή τη μητέρα του. Ο πόλεμος τη βρήκε βαριά άρρωστη και ο Φιόντορ τη φρόντιζε. Η άρρωστη μητέρα του χρειαζόταν φροντίδα. Δεν έμεινε κανένας από τους συγγενείς τους. Ο Φιόντορ πολύ συχνά θυμόταν τη στιγμή του αποχωρισμού, όταν η μητέρα τον φίλησε στο μέτωπο, τον σταύρωσε με φαρδιές κινήσεις και είπε: «Να σε φυλάει ο Κύριος, γιόκα μου!».
Εκείνη τη στιγμή που αυτοί οι τρείς ήταν απασχολημένοι με αυτές τις σκέψεις, στο χαράκωμα κατέβηκε ένας παππούλης. Αγαθά μάτια, φαλάκρα, απλό ντύσιμο. Τους φαινόταν ότι κάπου τον έχουν δει, αλλά δεν μπορούσαν να θυμηθούν που ακριβώς…. πώς αυτός ο άνθρωπος μπόρεσε να περάσει το ναρκοπέδιο, κάτω από το σύριγμα από αδέσποτες σφαίρες.
Στον πόλεμο τα θαύματα δεν εκπλήσσουν. Το γεγονός ότι ζεις, ήδη θεωρείται θαύμα.
Και εδώ, ο Σίντορ θυμήθηκε ότι είχε δει αυτόν τον παππούλη στο σπίτι του. Εκεί, στο εικονοστάσι του σπιτιού του, ήταν η εικόνα του Αγίου Ιεράρχη Νικολάου ολόσωμη, και η μακαρίτισσα μητέρα του συχνά προσευχόταν μπροστά της.
– Παππούκα, πότε θα τελειώσει αυτός ο καταραμένος πόλεμος; – ρώτησε ντροπαλά ο Φιόντορ.
– Σύντομα, σύντομα, παιδάκια μου! – απάντησε ο αγαθός παππούλης και αινιγματικά συνέχισε: – Αλλά αυτός ο πόλεμος δε θα είναι ο τελευταίος, θα δώσουν μάχη ακόμα τέσσερα άλογα και θα νικήσει το κόκκινο!
Τη συνομιλία την διέκοψε ο θόρυβος εχθρικού αεροπλάνου. Ακούστηκε η εντολή του αρχηγού: «Στα όπλα!». Ο παππούς σηκώθηκε ήσυχα και βγήκε.
Ο Φιόντορ σκέφτηκε να φωνάξει στον άγνωστο επισκέπτη να περιμένει μέσα στο χαράκωμα όσο κρατάει η επίθεση του εχθρού, αλλά πλέον εκεί δεν υπήρχε κανένας. Και τότε κατάλαβε ότι μόλις τους είχε επισκεφτεί ο Άγιος Νικόλαος. Λυπήθηκε που η συνάντηση ήταν τόσο σύντομη. Ο Φιόντορ ήθελε να τον ρωτήσει πώς είναι η μάνα του. Ταυτόχρονα όμως, κατάλαβε ότι ο Άγιος Νικόλαος δεν τους είχε επισκεφτεί τυχαία. Άρα, κάποιος αυτή την ώρα προσευχόταν με δάκρυα μπροστά στην εικόνα του Αγίου Ιεράρχη, όχι μόνο για το παιδί του, αλλά και για κάθε Ρώσο στρατιώτη, ζωντανό ή νεκρό, που θυσιάζει τη ζωή του για χάρη των φίλων του στο πεδίο της μάχης.
Μοναχός Βαρσανούφιος (Κουζνετσόβ)
Μετάφραση για την πύλη gr.pravoslavie.ru: Αναστασία Νταβίντοβα
https://gr.pravoslavie.ru/134458.html
***
«Πήγαινε τώρα στην μάνα σου»
Στα μέσα της δεκαετίας του’40 βρέθηκα στο Μόναχο, στην Δυτ.Γερμανία. Η πόλη ήταν ακόμη ερειπωμένη από τον πόλεμο και δεν είχα που να μείνω. Τελικά βρέθηκε ο «Καλός Σαμαρείτης», κάποια δωμάτια που ανήκαν στην εκκλησία. Εκεί βρήκα και έναν κύριο γύρω στα 40-45 και συστηθήκαμε. Έπρεπε να κοιμηθούμε πάνω σε κάτι σανίδες και καρέκλες και για να περάσει η ώρα μας αρχίσαμε να συζητάμε.
Σε μία στιγμή μου λέει:
«Έχεις ακούσει για το θαύμα του Αγίου Νικολάου στο Κίεβο την δεκαετία του ’20»; Εγώ δεν είχα ακούσει τίποτα και τότε άρχισε να μου διηγείται τα παρακάτω:
«Στο Κίεβο, στο Πόντολ (στο βόρειο τμήμα της πόλης) ζούσε μία χήρα με τον γιό της και την θυγατέρα της. Αυτή η γυναίκα προσευχόνταν συχνά μπροστά στην εικόνα του Αγίου Νικολάου και ζητούσε την βοήθειά του σε όλες τις δύσκολες περιστάσεις. Τελικά ο γιός της έγινε αξιωματικός.
Οι αναταραχές και οι αλλαγές στην διακυβέρνηση της πόλης (Λευκοί, Κόκκινοι κ.τ.λ.) είχαν ως αποτέλεσμα οι πρώην αξιωματικοί να συλληφθούν. Αμέσως η αδελφή του έτρεξε στις «γνωριμίες» τους, για να τον ελευθερώσουν, αλλά χωρίς αποτέλεσμα.
Η ηλικιωμένη γυναίκα γρήγορα έτρεξε στον Άγιο Νικόλαο και προσευχήθηκε για πολλή ώρα.. Όταν γύρισε στο σπίτι της είχε την εσωτερική πληροφορία ότι όλα θα πάνε καλά. Καθισε να πίει ένα τσάι όταν η κόρη της της είπε ότι ο αδελφός της είχε εξαφανιστεί!
Κατά το χάραμα της επομένης ημέρας ο γιός της γύρισε. Ήταν πεινασμένος, χτυπημένος και βρώμικος.
Άρχισε να διηγείται πως μετέφεραν όλους τους κρατουμένους αξιωματικούς έξω από την πόλη στην Πετσέρσκα προς την μεριά της Λαύρας των Σπηλαίων. Ξαφνικά εμφανίστηκε ένας κοντός ηλικιωμένος άντρας. Πλησίασε τον διοικητή και τον ρώτησε: «Πού τους πάτε»;
Στο «Ντουκχόνιν» απάντησε αυτός υπονοώντας τον τόπο όπου θα τους εκτελούσαν. «Φύγε τώρα γέρο», φώναξε. Ο ηλικιωμένος άντρας κινήθηκε να φύγει πλησίασε όμως την γιό της χήρας και τον πήρε από το χέρι λέγοντας: «Αυτόν δεν θα τον πάρεις, τον γνωρίζω»!
Ο διοικητής και οι φρουροί δεν είπαν λέξη και ούτε τον εμπόδισαν! Αφού προχώρησαν είπε στον νεαρό: «Πήγαινε τώρα στην μάνα σου», και εξαφανίστηκε.
Η χήρα αμέσως πήγε να ευχαριστήσει τον Άγιο Νικόλαο. Ο γιός δεν ήθελε να κάνει τίποτα άλλο από το να κοιμηθεί και να ξεκουραστεί. Η μητέρα του όμως τον πήρε μαζί του. Είχε πάει και άλλες φορές αλλά ήταν αδιάφορος, όταν βρέθηκαν μπροστά στην εικόνα.
Ο γιος χλώμιασε και άρχισε να τρέμει, λέγοντας: «Αγαπημένη μητέρα, αυτός είναι ο ηλικιωμένος άντρας που με οδήγησε στην ελευθερία…»!
Ποιός άραγε ήταν αυτός ο κύριος που μου διηγήθηκε με τόσες λεπτομέρειες το θαύμα;
Translated from the Russian text appearing in «Pravoslavnaya Rus’» («Orthodox Russia»), No. 13, 1997 by G. Spruksts.
***
Άγιος Νικόλαος Βελιμίροβιτς
«Μας διηγήθηκε ο Ρώσος Επίσκοπος Δημήτριος, απ᾽ την πόλι Χαρμπίν της Κίνας το εξής: “Κάποτε οι Ρώσοι, στο σιδηροδρομικό σταθμό της πόλεως Χαρμπίν, τοποθέτησαν μία μεγάλη εικόνα του Αγίου Νικολάου. Η εικόνα αυτή βρισκόταν στην ίδια θέσι για πολλά χρόνια και οι ευλαβείς Ρώσοι, άναβαν στον Άγιο κεριά, είτε όταν αναχωρούσαν για το ταξίδι τους είτε όταν επέστρεφαν. Τους Ρώσους μιμούνταν και οι Κινέζοι, και έτσι και αυτοί σεβόντουσαν την εικόνα του Αγίου Νικολάου. Όταν οι άθεοι Ρώσοι μπολσεβίκοι κατέλαβαν την πόλι Χαρμπίν, έδωσαν διαταγή να απομακρυνθή απ᾽ το σιδηροδρομικό σταθμό αυτή η θαυματουργική εικόνα. Ο λαός αντιστάθηκε και δεν υπάκουσε στη διαταγή και περισσότερο απ᾽ όλους αντιστάθηκαν οι Κινέζοι λέγοντας: ‘Τι σας πειράζει αυτός ο καλός γέροντας; Η εικόνα του βρίσκεται εδώ τόσα χρόνια και εμείς όχι δεν πάθαμε από αυτόν καμμία ζημιά, αντίθετα μόνο καλό μας έκανε. Δεν θα επιτρέψουμε όχι μόνο να τον μετακινήσετε αλλά ούτε καν να τον αγγίξετε!’. Οι άθεοι μπολσεβίκοι φοβήθηκαν απ᾽ την έντονη αντίδρασι του λαού και άφησαν την εικόνα στη θέσι της. Έτσι, σαν από θαύμα αυτή η εικόνα συνέχισε να βρίσκεται στο σταθμό της πόλεως Χαρμπίν κατά την διάρκεια της δεκαετούς εξουσίας των Μπολσεβίκων. Το γεγονός αυτό ενθάρρυνε ακόμη περισσότερο τους Ορθόδοξους Ρώσους και τους μη Χριστιανούς Κινέζους οι οποίοι συνέχισαν να προσεύχονται και να ανάβουν τα κεριά τους μπροστά απ᾽ την εικόνα. Αργότερα, ο σιδηροδρομικός σταθμός πέρασε στα χέρια των Ιαπώνων, και φυσικά η εικόνα και τότε έμεινε στη θέσι της και βρίσκεται εκεί μέχρι και σήμερα.
Το 1935 συνέβη ένα γεγονός που έστρεψε την προσοχή όλων των κατοίκων της πόλεως Χαρμπίν προς την εικόνα αυτή. Εκεί, στην περιφέρεια της πόλεως, υπάρχει ένας λόφος κοντά στο ποτάμι Σουνγκάρα. Η διοίκησι της πόλεως αποφάσισε να κτίση κάτι και έπρεπε να σκάψουν το λόφο. Έσκαβαν για μεγάλο χρονικό διάστημα και έκαναν μία μεγάλη σήραγγα. Μία ημέρα που τα παιδιά των Κινέζων έπαιζαν μέσα στη σήραγγα απ᾽ το πουθενά εμφανίσθηκε ένας γέροντας με άσπρη γενειάδα και είπε στα παιδιά να φύγουν αμέσως μακρυά από εκεί. Τα παιδιά άκουσαν το γέροντα, όχι τόσο από υπακοή σ᾽ αυτόν όσο γιατί φοβήθηκαν απ᾽ τον ίδιο και απ᾽ την εμφάνισί του. Μόλις αυτά απομακρύνθηκαν ένα μέρος της στοάς έπεσε κάνοντας δυνατό κρότο. Αν τα παιδιά είχαν μείνει εκεί, θα είχαν σκοτωθή όλα! Στη συνέχεια τα παιδιά είπαν στους μεγάλους τι συνέβη, και ανέφεραν ότι ένας γέροντας σκοτώθηκε εκεί. Πήγαν εργάτες και άρχισαν να σκάβουν για να βρούν το γέροντα, όμως, δεν βρήκαν κανέναν. Μερικά από εκείνα τα παιδιά, αργότερα βρέθηκαν στο σταθμό, και όταν είδαν την εικόνα, του Αγίου Νικολάου, φώναξαν: ‘Να, κοιτάξτε, αυτός είναι ο γέροντας που μας είπε να φύγουμε απ᾽ τη σήραγγα!’”.
Άγιος Νικόλαος Μύρων της Λυκίας, ο Θαυματουργός κατέβηκε στο χαράκωμα, – Παππούκα, πότε θα τελειώσει αυτός ο καταραμένος πόλεμος; – Σύντομα, σύντομα, παιδάκια μου! Αλλά δε θα είναι ο τελευταίος, θα δώσουν μάχη ακόμα τέσσερα άλογα και θα νικήσει το κόκκινο!”
https://iconandlight.wordpress.com/2021/12/05/%ce%ac%ce%b3%ce%b9%ce%bf%cf%82-%ce%bd%ce%b9%ce%ba%cf%8c%ce%bb%ce%b1%ce%bf%cf%82-%ce%bc%cf%8d%cf%81%cf%89%ce%bd-%cf%84%ce%b7%cf%82-%ce%bb%cf%85%ce%ba%ce%af%ce%b1%cf%82-%ce%bf-%ce%b8%ce%b1%cf%85%ce%bc-2/
Ἀπολυτίκιον τοῦ Ἁγίου Νικολάου Μύρων τῆς Λυκίας
Ἦχος δ´.
Κανόνα πίστεως καὶ εἰκόνα πρᾳότητος, ἐγκρατείας Διδάσκαλον, ἀνέδειξέ σε τῇ ποίμνῃ σου, ἡ τῶν πραγμάτων ἀλήθεια, διὰ τοῦτο ἐκτήσω τῇ ταπεινώσει τὰ ὑψηλά, τῇ πτωχείᾳ τὰ πλούσια, Πάτερ Ἱεράρχα Νικόλαε, πρέσβευε Χριστῷ τῷ Θεῷ, σωθῆναι τὰς ψυχὰς ἡμῶν.
Ἕτερον Ἀπολυτίκιον τοῦ Ἱεράρχου.
Ἦχος δ´. Ταχὺ προκατάλαβε.
Ὡς κρήνη ἀκένωτος, τῶν θεϊκῶν δωρεῶν, πηγάζεις, Νικόλαε, τῇ οἰκουμένη ἀεί, θαυμάτων τὰ ῥεύματα, παύεις τῶν πολυπλόκων, πειρασμῶν τὰς ἑφόδους, σῴζεις τοὺς ἐν κινδύνοις, ὡς θερ‐ μὸς ἀντιλήπτωρ· διὸ τὴν προστασίαν σου, πάντες κηρύττομεν.
Ἀπολυτίκιον τοῦ Νεομάρτυρος. (Χαραλάμπους Μπούσια)
Ἦχος πλ. α´. Τὸν συνάναρχον Λόγον.
Ὃν ἠρνήσω, Νικόλαε, ὡμολόγησας Χριστὸν πολλῇ παῤῥησίᾳ ἐν δυσχειμέροις καιροῖς τῆς δουλώσεως ἀνόμων πρὸ τοῦ βήματος καὶ ἐν τῇ Σμύρνῃ, ἀθλητά, νεομάρτυς εὐσθενές, ἀγχόνῃ ἀπηῳρήθης, ὁ ἱλεούμενος Κτίστην ἡμῖν τιμῶσί σου τὴν ἄθλησιν.
Στιχηρά. Τοῦ Ἁγίου
Ἦχος βʹ. Ὅτε ἐκ τοῦ ξύλου.
Μύροις, παροικήσας αἰσθητῶς, μύρον ἀληθῶς ἀνεδείχθης, μύρῳ χρισθεὶς νοητῷ Ἅγιε Νικόλαε, Ἀρχιεράρχα Χριστοῦ, καὶ μυρίζεις τὰ πρόσωπα, τῶν πίστει καὶ πόθῳ, σοῦ τὴν παναοίδιμον, μνήμην τελούντων ἀεί, λύων συμφορῶν καὶ κινδύνων, τούτους καὶ τῶν θλίψεων Πάτερ, ἐν ταῖς πρὸς τὸν Κύριον πρεσβείαις σου.
Νίκη, φερωνύμως ἀληθῶς, τοῦ πιστοῦ λαοῦ ἀνεδείχθης, ἐν πειρασμοῖς κραταιά, Ἅγιε Νικόλαε, θεράπων ὄντως Χριστοῦ· πανταχοῦ γὰρ καλούμενος, ὀξέως προφθάνεις, πόθῳ τοὺς προστρέχοντας, ὑπὸ τὴν σκέπην σου· σὺ γὰρ ἐν νυκτὶ καὶ ἡμέρᾳ, πίστει ὀπτανόμενος σῴζεις, ἐκ τῶν πειρασμῶν καὶ περιστασεων.
Μέγας, ἀντιλήπτωρ καὶ θερμός, τοῖς ἐν τοῖς κινδύνοις τελοῦσιν, ὑπάρχεις ἔνδοξε, Ἅγιε Νικόλαε, Ἱεροκήρυξ Χριστοῦ, τοῖς ἐν γῇ καὶ τοῖς πλέουσι, τοῖς πόῤῥω καὶ πέλας, οἷα συμπαθέστατος, καὶ πρεσβευτὴς κραταιός· ὅθεν συνελθόντες βοῶμεν· Πρέσβευε πρὸς Κύριον ὅπως, πάσης λυτρωθῶμεν περιστάσεως.
Δόξα. Τοῦ Μηναίου
Ἦχος πλ. βʹ
Ἄνθρωπε τοῦ Θεοῦ, καὶ πιστὲ θεράπον, λειτουργὲ Κυρίου, ἄνερ ἐπιθυμιῶν, σκεῦος ἐκλογῆς, στῦλε καὶ ἑδραίωμα τῆς Ἐκκλησίας, Βασιλείας κληρονόμε, μὴ παρασιωπήσῃς, τοῦ βοᾶν ὑπὲρ ἡμῶν τὸν Κύριον.
Οἱ Αἶνοι.
Στιχηρά. Τοῦ Ἱεράρχου. Τοῦ Μηναίου
Ἦχος αʹ. Τῶν οὐρανίων ταγμάτων.
Τῶν ἀθεάτων τὰ κάλλη, περιεχόμενος, τὴν φοβερὰν ἐκείνην, κατενόησας δόξαν, Ἅγιε ἁγίων· ὅθεν ἡμῖν, τὰ οὐράνια λόγια, τῶν ἀειζώων ἐκείνων θεωριῶν, ἀναγγέλλεις Ἱερώτατε.
Δόξα.
Ἦχος πλ. αʹ
Σαλπίσωμεν ἐν σάλπιγγι ᾀσμάτων, σκιρτήσωμεν ἑόρτια, καὶ χορεύσωμεν ἀγαλλόμενοι, τῇ ἐτησίῳ πανηγύρει τοῦ θεοφόρου Πατρός· Βασιλεῖς καὶ Ἄρχοντες συντρεχέτωσαν, καὶ τὸν διʼ ὀνείρου φρικτῆς ἐπιστασίας, Βασιλέα πείθοντα, ἀναιτίους κρατουμένους τρεῖς, ἀπολῦσαι στρατηλάτας, ἀνυμνείτωσαν. Ποιμένες καὶ Διδάσκαλοι, τὸν τοῦ καλοῦ Ποιμένος, ὁμόζηλον Ποιμένα, συνελθόντες εὐφημήσωμεν. οἱ ἐν νόσοις τὸν ἰατρόν, οἱ ἐν κινδύνοις τὸν ῥύστην, οἱ ἁμαρτωλοὶ τὸν προστάτην, οἱ πένητες τὸν θησαυρόν, οἱ ἐν θλίψεσι τὴν παραμυθίαν· τὸν συνοδίτην οἱ ὁδοιπόροι, οἱ ἐν θαλάσσῃ τὸν κυβερνήτην, οἱ πάντες τὸν πανταχοῦ θερμῶς προφθάνοντα, μέγιστον Ἱεράρχην, ἐγκωμιάζοντες οὕτως εἴπωμεν· Πανάγιε Νικόλαε, πρόφθασον, ἐξελοῦ ἡμᾶς τῆς ἐνεστώσης ἀνάγκης, καὶ σῶσον τὴν ποίμνην σου ταῖς ἱκεσίαις σου.